Η ήττα του Ματέο Ρέντσι στο δημοψήφισμα της 4ης Δεκεμβρίου υπήρξε η τελευταία πράξη μιας σειράς ηττών της σοσιαλδημοκρατίας, ή «κεντροαριστεράς», μέσα στο 2016: γκρέμισμα στη Γαλλία, εσωτερική κρίση στην Ισπανία και την Ελλάδα, αποκλεισμός από την προεδρική εκλογή στην Αυστρία, επικράτηση του Τραμπ επί της Χίλαρι Κλίντον. Αλλά και το 2017 δεν προμηνύεται καλύτερο: η Σοσιαλιστική Ομάδα έχασε την εκλογή του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και είναι πιθανό να μείνει χωρίς κανέναν εκπρόσωπο στα βασικά κοινοτικά όργανα, ενώ και στις μεγάλες εκλογές που έρχονται σε Ολλανδία, Γαλλία και Γερμανία είναι από σχεδόν απίθανη έως αδύνατη μια επικράτηση ή έστω μια καλή εμφάνιση.

Ads

Τι σημαίνει άραγε αυτή η καταστροφική εικόνα στο εκλογικό πεδίο; Είναι συγκυριακή, και άρα πιθανώς ανατρέψιμη, ή δομική, επομένως απαιτεί άλλη αντιμετώπιση; Και, πριν απ’ όλα αλλά και πιο σημαντικό απ’ όλα, για ποια σοσιαλδημοκρατία μιλάμε σήμερα, δηλαδή στο μεταίχμιο δύο εποχών, τη στιγμή της μετάβασης από τους παραδοσιακούς πολιτικούς διαχωρισμούς και παραδόσεις στην έξαρση του λαϊκισμού, το στόμωμα της ευημερίας, την αμφισβήτηση της δημοκρατίας και τη «μετα-πολιτική» του Τραμπ και του Μπρέξιτ;

Σε ιδεολογικό επίπεδο, ως αντίδραση στην εκλογική υποχώρηση και στην τεκτονική αλλαγή πολιτικού περιβάλλοντος, συγκρούονται –αλλά προκαλώντας προς το παρόν κλαγγή μυρμηγκιών, όχι ελεφάντων- δυο αντιλήψεις. Η μία –ας την πούμε «τάση Ντ’ Αλέμα/Κόρμπιν/Μοντεμπούρ»– θεωρεί ότι η πολιτική και κοινωνική παρακμή οφείλεται σε απομάκρυνση από τις κλασικές αξίες του δημοκρατικού σοσιαλισμού –την καταπολέμηση των ανισοτήτων και την οικοδόμηση μιας πιο δίκαιας κοινωνίας- και καλεί σε ανανέωση και εκσυγχρονισμό των αξιών αυτών μέσα στις νέες συνθήκες –έμφαση στην αντιμετώπιση της ανεργίας και της φτώχειας, εγκαθίδρυση ενός άλλου είδους Κράτους Πρόνοιας. Απέναντι της βρίσκεται μια άτυπη «τάση Ρέντσι/Μακρόν», που πιστεύει ότι το πρόβλημα βρίσκεται στον ξεπέρασμα των κλασικών αξιών και προτείνει την αντικατάστασή τους -ή, με πιο ήπια διατύπωση, μια «νέα σύνθεση»- και την εκπόνηση ενός πολιτικού προγράμματος με αιχμές την εθνική ταυτότητα, την επανάκτηση της δημοσιονομικής κυριαρχίας, την προώθηση μεταρρυθμίσεων χωρίς ιδεολογικό πρόσημο και με έμφαση στην αποτελεσματικότητα (κυρίως στους τομείς της αγοράς εργασίας, της φορολογίας και της εκμετάλλευσης της δύναμης της τεχνολογίας).

Η πρώτη τάση θεωρεί όχι μόνο υπαρκτή αλλά και αναγκαία –ακόμα και με τεχνητές, αν χρειαστεί, μεθόδους- τη διάκριση μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς, η δεύτερη τη θεωρεί ξεπερασμένη και πάντως δευτερεύουσα. Και οι δύο τάσεις δηλώνουν φιλευρωπαϊκές και αντι-λαϊκιστικές, αλλά εννοούν αλλιώς την ευρωπαϊκή οικοδόμηση και τον τρόπο αναστροφής του παγκόσμιου λαϊκιστικού κύματος. Και οι δύο είναι αμφίθυμες –αλλά με διαφορετικό τρόπο: η πρώτη πιο απορριπτική, η δεύτερη με μεγαλύτερη βούληση εξελιγμένης υπηρέτησης- έναντι της λεγόμενης «παγκοσμιοποίησης», γνωρίζοντας πάντως, και οι δύο, ότι οι επιπτώσεις από αυτήν την ντε φάκτο αλλαγή οικονομικού μοντέλου υπήρξαν ο καταλύτης για την πτωτική πορεία της σοσιαλδημοκρατίας.

Ads

Είναι ενδιαφέρον, και ίσως και πρωτότυπο, ότι στην Ελλάδα δεν έχουμε, στην ουσία, δύο τάσεις, αλλά διαφορετικές εκφάνσεις της πρώτης τάσης: τόσο ό,τι έχει απομείνει από το ΠΑΣΟΚ και τη συμπαράταξη που προσπαθεί να συγκροτήσει, όσο και οι «ανανεωτές της Θεσσαλονίκης», μιλούν για αυτοκριτική –περισσότερο οι δεύτεροι- και για αυτογνωσία –περισσότερο οι πρώτοι-, επιθυμούν αλλαγές και μεταρρυθμίσεις –κοινωνικές κυρίως οι πρώτοι, στο οικονομικό και παραγωγικό πεδίο κυρίως οι δεύτεροι-, δεν κάνουν όμως (δεν τολμούν;) το βήμα της αλλαγής αξιών.

Όπως βλέπω εγώ τα πράγματα, κάθε σχετική συζήτηση θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη της τρία βασικά στοιχεία.

Πρώτον, είτε το θέλουμε είτε όχι, είτε μας αρέσει είτε όχι –και, για να εξηγηθώ εξαρχής, ώστε να μην παρεξηγηθώ: εμένα δεν μου αρέσει- η σοσιαλδημοκρατία -είτε με την παλιά μορφή της, που έχει στα μάτια των κοινωνιών εκθεμελιωθεί, είτε με τη νέα, που δεν έχει ακόμα ούτε ιδεολογικά ούτε πολιτικά συγκροτηθεί- δεν αποτελεί πλέον αυτόνομη και αξιόπιστη εναλλακτική εξουσίας. Αν θέλει να παίξει κυβερνητικό και άρα και μεταρρυθμιστικό ρόλο θα πρέπει να ψάξει και να βρει συμμάχους και συμμαχίες από άλλους χώρους και με βάση άλλα από τα παραδοσιακά δικά της κριτήρια. Το ποιοι θα είναι αυτοί οι σύμμαχοι εξαρτάται, από χώρα σε χώρα και από περίπτωση σε περίπτωση, κυρίως από τους συσχετισμούς δυνάμεων: στην Πορτογαλία, οι σοσιαλδημοκράτες στηρίζονται σε πιο «αριστερές» δυνάμεις στις οποίες επέβαλλαν το πρόγραμμά τους, αλλού θα αναγκαστούν να συμπλεύσουν και να δεχτούν επιρροή από πιο «κεντρώες» παρατάξεις.

Δεύτερον, οι βασικές αρχές της σοσιαλδημοκρατίας έχουν, χάρις στην εγγενή αξία τους αλλά και λόγω του περάσματος των σοσιαλιστών από την εξουσία, διαχυθεί και στις κρατικές δομές των περισσότερων ευρωπαϊκών κρατών (το περίφημο «ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο» αντανακλά ακριβώς αυτή τη διάχυση) και στα εκλογικά και πολιτικά προγράμματα των ως χτες αντιπάλων τους. Έτσι, δεν προσφέρει τίποτα να δίνονται «ιδεολογικές» μάχες που έχουν κερδηθεί, ενώ, αντίθετα, το βασικό ζητούμενο είναι το μπόλιασμα της κυβερνητικής και μεταρρυθμιστικής πράξης με όσο το δυνατόν περισσότερα από τα σοσιαλδημοκρατικής προέλευσης στοιχεία που είναι αποδεκτά από όλους, εκτός από τους εχθρούς της πραγματικότητας και της δημοκρατίας.

Και τρίτον, επειδή η πολιτική δεν είναι, ή πάντως, στα μάτια μου, δεν έχει νόημα, ως άσκηση επί χάρτου, τόσο ο πραγματικός αντίπαλος –οι δυνάμεις του λαϊκισμού και της εξ ορισμού μη δημιουργικής αποσύνθεσης, ό,τι επιθετικό προσδιορισμό και να δίνουν στον εαυτό τους (αριστερές/δεξιές, μοντέρνες/παλινορθωτικές)- όσο και οι ρεαλιστικοί στόχοι –η αποτροπή της κατάπτωσης του Κράτους Δικαίου, η πρόταξη της κοινωνικής επί της στενά οικονομικής ευημερίας (όσο κι αν η πρώτη εξαρτάται πιο πολύ απ’ όσο θα θέλαμε ενστικτωδώς να παραδεχτούμε από τη δεύτερη)- πρέπει να επιλέγονται με όρους του σήμερα και όχι του χτες. Ακόμα και αν το χτες θεωρείται ένδοξο κι ακόμα κι αν πρέπει –που όχι μόνο πρέπει αλλά οφείλεται- όλοι όσοι συνεχίζουμε να πιστεύουμε στη σοσιαλδημοκρατία να μην υποτιμούμε και να μη βεβηλώνουμε ούτε το ιστορικό της ίχνος ούτε τα πολιτικά της επιτεύγματα. 

Η μάχη λοιπόν, είτε επιλέξουμε την εκδοχή της «ανανεωτικής Αριστεράς» είτε του «νέου προοδευτικού Κέντρου», είναι λιγότερο ιδεολογική και βασικώς πολιτική: μάχη αξιοπιστίας, ανάκτησης εμπιστοσύνης και προώθησης μέρων που θα λειάνουν στρεβλώσεις και θα βελτιώσουν τη ζωή των λαών –και όχι μόνο, όπως κάνει η ψευδεπίγραφη «Αριστερά» στην Ελλάδα και αλλού, των ψηφοφόρων της παράταξης που τα προωθεί.

Για να δοθεί δε με τις καλύτερες προϋποθέσεις αυτή η μάχη, δύο είναι κατά τη γνώμη μου τα εντελώς απαραίτητα, αλλά και τα εντελώς κεντρικά, προαπαιτούμενα: η επιλογή των προσώπων που θα δώσουν, ή πάντως κυρίως θα ενσαρκώσουν, αυτή τη μάχη –η πολιτική, περισσότερο παρά ποτέ στην εποχή του Τραμπ, απαιτεί ποιότητα προσώπων’  και η πρόταξη ενός παιδευτικού –προσοχή: άλλο εκπαίδευση, άλλο Παιδεία- «οράματος» (ίσως για μια φορά η λέξη να κυριολεκτεί), καθώς δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η άνοδος του λαϊκισμού, του εθνικισμού και της αυτοκαταστροφικής μανίας, αλλά και η έλλειψη τόλμης μπροστά στις μεγάλες αναγκαίες αλλαγές, οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στην άγνοια, την παρανόηση ή τον παραμερισμό βασικών εννοιών, με πρώτη τη «Δημοκρατία», και δημοκρατικών εργαλείων, όπως η συνεννόηση (ακόμα μεγαλύτερη προσοχή: άλλο συμβιβασμός, άλλο συνεννόηση).

Για το πώς μπορούν όλα αυτά να επηρεάσουν και ίσως και να διαμορφώσουν το νέο πολιτικό τοπίο στην Ευρώπη και στην Ελλάδα, επιφυλάσσομαι, εφόσον ο διάλογος βρει έδαφος, σε ένα προσεχές κείμενο.