Αν η Ελλάδα πραγματικά επιδιώκει την πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης, δεν μπορεί να προβάλλει ενστάσεις ως προς την εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας η οποία άλλωστε συνοδεύει εκ των πραγμάτων τη συμμετοχή της χώρας στην ΕΕ, δηλώνει σε συνέντευξη του στο tvxs.gr ο καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Παναγιώτης Ιωακειμίδης. Ο ίδιος τονίζει ότι η καλύτερη απάντηση της Ελλάδας και στο ζήτημα της εθνικής κυριαρχίας είναι η έξοδος της χώρας από τη σημερινή κρίση, ένας στόχος για τον οποίο κατά τη γνώμη του έως τώρα το ελληνικό πολιτικό προσωπικό κρίνεται ανεπαρκές και άρα χρειάζεται μια πιο αυστηρή επιτήρηση εκ Βρυξελλών.  

Ads

Ο κ. Παναγιώτης Ιωακειμίδης είπε:
 
·Η πολιτική στην Ελλάδα αποτελεί και μήνυμα προς τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης
·Πραγματική πεποίθηση και λόγω της γερμανικής κουλτούρας η «εμμονή» της Μέρκελ στη δημοσιονομική πειθαρχία
·Η Γερμανία μετατοπίζει τις εξαγωγές της, αλλά θα πρέπει να αναλογιστεί ότι έχει επωφεληθεί εξαιρετικά από το Ευρώ
·Η Ευρωζώνη έχει ανάγκη από παράλληλη βαθύτερη ενοποίηση αλλά και ανάπτυξη
·Εύλογη η αμερικανική ανησυχία για την εξέλιξη της κρίσης
 
Η καγκελάριος της Γερμανίας ζητά τη μόνιμη εποπτεία της Ελλάδας κατά την άσκηση της οικονομικής πολιτικής. Τι αντιλαμβάνεστε ότι εννοεί πρακτικά;
 
Πρώτα απ’ όλα, για να κατανοήσουμε την έννοια της εποπτείας, διότι στην Ελλάδα έχει συνδεθεί με το πρόβλημα της εθνικής κυριαρχίας, καλό θα είναι να υπογραμμίσουμε κάτι που θα έπρεπε να είναι σαφές: η συμμετοχή στην ΕΕ σημαίνει εκ των πραγμάτων, εξορισμού, εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας. Με άλλα λόγια, εκχωρούμε εθνική κυριαρχία στην ΕΕ προκειμένου να δημιουργήσουμε μια συλλογική ευρωπαϊκή κυριαρχία, διότι αυτό μας επιτρέπει να αντιμετωπίζουμε καλύτερα τα προβλήματα, τις προκλήσεις, του σύγχρονου κόσμου. Με άλλα λόγια, μέσω της εκχώρησης κυριαρχίας, ουσιαστικά ανακτούμε δύναμη και εξουσία που μας επιτρέπει να μεγιστοποιήσουμε το εθνικό και δημόσιο συμφέρον. Σε ορισμένους δε τομείς έχουμε εκχωρήσει το σύνολο της κυριαρχίας, όπως για παράδειγμα στο νομισματικό τομέα: όλη η νομισματική κυριαρχία έχει εκχωρηθεί στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα η οποία είναι η μόνη αρμόδια στο πλαίσιο της Ευρωζώνης να καθορίζει την νομισματική πολιτική. Ουσιαστικά, η Τράπεζα της Ελλάδος υλοποιεί και εφαρμόζει τη νομισματική πολιτική που καθορίζει η ΕΚΤ στο σύστημα των ευρωπαϊκών κεντρικών τραπεζών.
 
Παράλληλα, πρέπει να σημειώσουμε ότι μια χώρα όπως η Ελλάδα, η οποία διατείνεται ότι επιθυμεί τη μετεξέλιξη της ΕΕ σε πολιτική Ένωση, δεν μπορεί να έχει κατά κάποιο τρόπο ενστάσεις στη μεταφορά κυριαρχίας. Διότι μία πολιτική Ένωση ομοσπονδιακού χαρακτήρα εκ των πραγμάτων προϋποθέτει ότι έχει κυρίαρχες εξουσίες και κατά συνέπεια οι χώρες – μέλη που θέλουν να συμβάλλουν προς αυτή τη λογική θα πρέπει να εκχωρήσουν την κυριαρχία, επαναλαμβάνω, ως προϋπόθεση για να ισχυροποιήσουν τη θέση τους.
 
Επιπλέον, όλες οι χώρες της ΕΕ βρίσκονται δυνητικά ή και στην πράξη σε ένα καθεστώς επιτήρησης, το οποίο προβλέπεται σήμερα στη Συνθήκη σε ό,τι αφορά στις χώρες της Ευρωζώνης. Και η Ελλάδα υπήρξε -και εξακολουθεί βέβαια να υπάρχει- σε καθεστώς επιτήρησης για πάρα πολλά χρόνια.
 
Αυτό που προτείνεται αυτή τη στιγμή είναι η επιτήρηση αυτή να προσλάβει ένα πιο σταθερό χαρακτήρα, διότι η Ευρώπη, με προεξέχουσα τη Γερμανία, έχει διαπιστώσει κάτι που είναι μεν θλιβερό, αλλά πραγματικό: υπάρχουν αποφάσεις που λαμβάνονται για την Ελλάδα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, δεσμεύσεις οι οποίες αναλαμβάνονται, και οι οποίες δεν γίνονται σεβαστές, δεν τηρούνται. Επομένως, χρειάζεται μια πιο αυστηρή κατά κάποιο τρόπο επιτήρηση προκειμένου να διασφαλιστεί ότι αυτές οι αποφάσεις θα τηρούνται.
 
Αυτή, λοιπόν, η μεταβολή στο καθεστώς επιτήρησης θα αφορά στη διάρκεια ή και στην ποιότητά της;
 
Πιθανόν να αφορά και στα δύο. Δηλαδή, αφενός στη διάρκεια για όσο χρόνο διαρκεί το πρόγραμμα για την Ελλάδα, κάτι που ούτως ή άλλως ίσχυε, αφετέρου στην ποιότητα με την έννοια ότι κάποιες αποφάσεις, αν θέλετε, δημοσιονομικής πολιτικής, αποφάσεις που συνδέονται με τον προϋπολογισμό, θα πρέπει προηγουμένως να εγκρίνονται από το καθεστώς της εποπτείας. Αλλά τονίζω ότι και σήμερα έχει θεσπιστεί το λεγόμενο ευρωπαϊκό 6μηνο το οποίο προβλέπει ότι οι προϋπολογισμοί των μελών – κρατών θα προεγκρίνονται από τα όργανα της ΕΕ. Λυπάμαι, αλλά είναι σαφές ότι στην ελληνική περίπτωση, και θα έλεγα για 10ετίες, το ελληνικό κράτος, το ελληνικό πολιτικό σύστημα, το ελληνικό προσωπικό υπήρξε δυστυχώς ανήμπορο να διασφαλίσει μία, αν θέλετε, ισορροπία στα δημοσιονομικά της χώρας. Γι’ αυτό ακριβώς και φτάσαμε στη σημερινή θέση. Επομένως, αν υπάρχει μια παρουσία από πλευράς ΕΕ η οποία θα συμβάλλει προς αυτή την κατεύθυνση, νομίζω θα είναι καλό να μην το δραματοποιούμε, καλό θα είναι να μην το αναγάγουμε σε μεταφυσικό, θεολογικό θέμα κυριαρχίας, αλλά να δούμε ποιες είναι οι πρακτικές ευεργετικές ενδεχομένως επιπτώσεις και να προσπαθήσουμε να το αξιοποιήσουμε προς αυτή την κατεύθυνση.
 
Πάντως, η τελευταία έκθεση της τρόικας για την πορεία υλοποίησης του οικονομικού προγράμματος στην Ελλάδα δεν κάνει ευθείες αναφορές σε αδυναμίες της ελληνικής κυβέρνησης κατά την εφαρμογή των αποφασισμένων μέτρων, αλλά επικαλείται παράγοντες όπως η ύφεση κλπ.
 
Σύμφωνοι. Αλλά είναι γνωστό τι πιστεύει η τρόικα, τι πιστεύει η Ευρώπη και ποια είναι η πραγματικότητα για τις αδυναμίες. Αν θέλουμε να προστατέψουμε την κυριαρχία την οποία μπορούμε να διαχειριστούμε, αυτή που δεν έχει μεταφερθεί στην ΕΕ, νομίζω ότι υπάρχει μια πολύ βασική προϋπόθεση: όχι τόσο πολύ να λιθοβολήσουμε την τρόικα ή την ΕΕ, αλλά να φροντίσουμε να βγούμε από την κρίση στην οποία εμείς οι Έλληνες κατά κάποιο τρόπο οδηγήσαμε τη χώρα συλλογικά ως πολιτικό σύστημα και ως κοινωνία. Προϋπόθεση για την ισχυροποίηση της χώρας, η οποία όντως έχει εξασθενήσει διεθνώς και περιφερειακώς, είναι ακριβώς η κρίση στην οποία βρίσκεται. Επομένως, για να ανακτήσουμε την κυριαρχία η οποία κατά κάποιο τρόπο έχει υπονομευτεί ως αποτέλεσμα της κρίσης, είναι σαφές ότι πρέπει να βγούμε από αυτή την κρίση. Και καλό θα είναι να εργαστούμε προς αυτή την κατεύθυνση και όχι απλώς να δημιουργούμε φαντάσματα για να λιθοβολούμε.
 
Για το ζήτημα της επικείμενης στενότερης εποπτείας, Συνταγματολόγοι εγείρουν νομικό θέμα με την έννοια ότι δεν προβλέπεται η χορήγηση δικαιώματος υπογραφής, δηλαδή λήψης αποφάσεων, στους όποιους επιτηρητές.
 
Προσωπικά δεν είμαι Συνταγματολόγος, αλλά είναι σαφές ότι μια σειρά αποφάσεων λαμβάνεται σε επίπεδο ΕΕ χωρίς να απαιτείται κάποια ιδιαίτερη υπογραφή, διότι αυτή είναι η λογική, αυτοί είναι οι μηχανισμοί λήψης αποφάσεων στην ΕΕ. Βεβαίως, αν θέλει κανείς να κατασκευάσει νομικά επιχειρήματα για να αντικρούσει κάτι, πολύ εύκολα μπορεί να το κάνει, αλλά προσωπικά πιστεύω ότι το άρθρο 28 του ελληνικού Συντάγματος παρέχει όλο το νομικό έδαφος προκειμένου να γίνουν κάποια πράγματα με έναν τρόπο που να είναι δημιουργικός και τελικώς ευεργετικός για τη χώρα.
 
Σε ποιο βαθμό εκτιμάτε ότι όσα εφαρμόζονται στην Ελλάδα αποσκοπούν κυρίως στην αποστολή ενός ισχυρού μηνύματος προς άλλες μεγαλύτερες χώρες της Ευρωζώνης, όπως για παράδειγμα η Ιταλία;
 
Είναι γεγονός ότι η Ελλάδα σε ένα ορισμένο βαθμό χρησιμοποιήθηκε αν θέλετε ως το πεδίο πειραματισμού από πλευράς ΕΕ και είναι επίσης γεγονός ότι αυτό το οποίο λίγο – πολύ αποφασίζεται αυτή τη στιγμή για την Ελλάδα σκοπεύει πρώτον κατά κάποιο τρόπο να επιλύσει, στο μέτρο που μπορεί να επιλύσει, το ελληνικό πρόβλημα ώστε να μη δηλητηριάζει το σύνολο της ΕΕ και δεύτερον να στείλει όντως ένα μήνυμα σε κάποιες χώρες ότι θα πρέπει να τακτοποιήσουν τα δημοσιο-οικονομικά τους. Επομένως, εξυπηρετείται αυτός ο διττός στόχος.
 
Θεωρείτε ότι αυτή η «εμμονή» της γερμανικής καγκελαρίας στην αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία αποτελεί πραγματική της πεποίθηση ή μία προσπάθεια να κατευνάσει τις αντιδράσεις οι οποίες σημειώνονται στο εσωτερικό της Γερμανίας για το γεγονός ότι χρηματοδοτεί άλλες ευρωπαϊκές χώρες;
 
Νομίζω ότι αποτελεί πεποίθησή της, διότι είναι τέτοια, αν θέλετε, η κουλτούρα της γερμανικής κοινωνίας και του γερμανικού πολιτικού συστήματος. Από την άλλη μεριά, όμως, πιστεύω ότι αυτή είναι μία κατά κάποιο τρόπο κοντόφθαλμη προσέγγιση. Όχι ότι δεν χρειάζεται η πειθαρχία, αλλά δεν θα μπορέσουμε μόνο μέσα από αυτή να βγούμε από την ευρύτερη κρίση, συνολικά για την Ευρωζώνη. Χρειάζονται τουλάχιστον δύο περισσότερα πράγματα: βαθύτερη ενοποίηση στο δημοσιονομικό / οικονομικό τομέα και διαμόρφωση μιας συνεκτικής στρατηγικής που να διευκολύνει την αναπτυξιακή διαδικασία στον ευρωπαϊκό χώρο. Αυτή τη στιγμή αυτά απουσιάζουν. Επομένως καλή η πειθαρχία, αλλά πρέπει να συμπληρωθεί ως τρίπτυχο με τη βαθύτερη ενοποίηση και την ανάπτυξη.
 
Αυτή τη στιγμή η Γερμανία προσανατολίζεται περισσότερο εντός ή εκτός Ευρωζώνης ως προς τις εξαγωγές της; Και τι μπορεί να σημαίνει αυτό για τις γενικότερες εξελίξεις;
 
Είναι γεγονός ότι για της εξαγωγές της η Γερμανία εξαρτάται από τις χώρες της Ευρωζώνης, αλλά από την άλλη μεριά αυτή τη στιγμή επιχειρεί μια εξαγωγική προσέγγιση προς τις λεγόμενες αναδυόμενες οικονομίες, και ιδιαίτερα την Κίνα, την Ινδία και τη Βραζιλία, δηλαδή να διαφοροποιήσει τους εξαγωγικούς της προορισμούς, ώστε να μην εξαρτάται τόσο πολύ από την Ευρωζώνη.
 
Και αυτή η «απεμπλοκή» τη διευκολύνει και για την άσκηση πολιτικής μέσα στην Ευρωζώνη;
 
Αυτό όντως τη διευκολύνει, γιατί μεταξύ άλλων τονίζει: «ναι, εξάγω στην Ευρωζώνη, αλλά στις χώρες που είναι προβληματικές οι εξαγωγές μου αντιπροσωπεύουν ένα μικρό ποσοστό». Από μία γενικότερη, όμως, θεώρηση θα πρέπει να υπογραμμίσει κανείς ότι, είτε έτσι είτε αλλιώς, η Γερμανία είναι η κατεξοχήν χώρα που έχει επωφεληθεί εξαιρετικά από τη δημιουργία του ενιαίου νομίσματος και αυτό πάντοτε θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στην οποιαδήποτε πολιτική θέλει να υλοποιήσει στον ευρωπαϊκό χώρο.
 
Οι ΗΠΑ ασκούν ουσιαστική πίεση στις ευρωπαϊκές εξελίξεις; Και τι συμφέρον έχουν;
 
Ασκούν και προσπαθούν να ασκούν πίεση, διότι αντιλαμβάνονται ότι σε έναν αλληλοεξαρτώμενο κόσμο ο,τιδήποτε συμβαίνει στην Ευρώπη, ή και αντίστροφα, επηρεάζει τις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Επομένως, αν υπάρξει ένα μείζονος σημασίας ατύχημα στην Ευρωζώνη, με άλλα λόγια αν η κρίση οξυνθεί στην Ιταλία και ενδεχομένως επεκταθεί στην Ισπανία, τότε θα υπάρχει ένα τεράστιο πρόβλημα.

Διαβάστε επίσης: Κ.Χρυσόγονος: Παραβιάζει το Σύνταγμα μία ξένη εποπτεία με δικαίωμα υπογραφής