Ένα φάντασμα πλανάται πάνω από τη χώρα: η «εδραίωση του ΣΥΡΙΖΑ ως του μόνιμου, εναλλακτικού κεντροαριστερού πόλου». Αυτό φαίνεται να φρονεί ο Αλέξης Παπαχελάς στην «Καθημερινή» (26/7). Γι’ αυτό «η χώρα χρειάζεται επειγόντως έναν ισχυρό κεντροαριστερό πόλο». Ομως η συγκρότηση αυτού του πόλου καθυστερεί -γράφει-, γιατί «όλοι θέλουν να γίνουν αρχηγοί» και ο χώρος βρίθει από «υπέρμετρα ΕΓΩ», «πριμαντόνες και μικροφεουδάρχες».

Ads

Γιατί άραγε ο διευθυντής μιας εφημερίδας, που μόνο κεντροαριστερή δεν είναι, ενδιαφέρεται τόσο για την Κεντροαριστερά; Την απάντηση δίνει ο ίδιος: «Ο τόπος έχει ανάγκη από μια ισχυρή κεντροαριστερή παράταξη, η οποία μαζί με τη Ν.Δ. θα αναλάβει την ανοικοδόμηση θεσμών και αξιών». Χωρίς αυτήν υπάρχει ο κίνδυνος ο ΣΥΡΙΖΑ να γίνει το «μοναδικό καταφύγιο» για όσους «δυσκολεύονται να ψηφίσουν τη Ν.Δ. για πολιτισμικούς λόγους».

Το άρθρο του Παπαχελά είναι ειλικρινές. Το πολιτικό σχέδιο που αποκλείει τον ΣΥΡΙΖΑ από τις διεργασίες για την Κεντροαριστερά είναι αυτό της ενίσχυσης του πόλου της Ν.Δ. Τα περί «διμέτωπων» και «οικουμενικών σχημάτων με ηττημένο ΣΥΡΙΖΑ» δεν είναι παρά στάχτη στα μάτια όσων δυσκολεύονται όχι μόνο να ψηφίσουν Ν.Δ., αλλά και να τη στηρίξουν ως κυβέρνηση. Διότι βέβαια η ώρα της αλήθειας θα έρθει αναπόφευκτα στις επόμενες εκλογές: ποιος θα κυβερνήσει τη χώρα;

Οι καβγάδες της Κεντροαριστεράς οφείλονται και στους εγωισμούς μιας ηγεσίας που δυσκολεύεται να χωνέψει πως έπαψε να ηγεμονεύει στο πολιτικό τοπίο. Ομως υποκρύπτουν και ένα κρίσιμο πολιτικό ζήτημα. Πολλοί στον χώρο αυτόν δεν εναντιώνονται στη Ν.Δ. μόνο για «πολιτισμικούς» λόγους.

Ads

Δεν συμφωνούν ούτε με τον νεοφιλελευθερισμό του κ. Μητσοτάκη ούτε με την ακροδεξιά πτέρυγα της Ν.Δ. Αντιλαμβάνονται επίσης ότι η επιστροφή, ουσιαστικά ανέπαφου, του δίδυμου που μας οδήγησε στην κατάρρευση δεν αποτελεί λύση. Ακόμη, βλέπουν τη μείζονα κρίση της ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας, συνέπεια πολυετούς συμπόρευσης με τη Δεξιά και τις πολιτικές της.

Για όσους, λοιπόν, δεν επιθυμούν κυβέρνηση Μητσοτάκη – Γεωργιάδη, τίθεται φυσιολογικά το ζήτημα της διαμόρφωσης ενός εξ αριστερών αντίπαλου πόλου. Και εκεί υπάρχει ένας ελέφαντας στο δωμάτιο, ο ΣΥΡΙΖΑ. Τι είναι όμως αυτό που θα απέκλειε τον ΣΥΡΙΖΑ ακόμη και ως συνομιλητή, διευκολύνοντας τα μάλα την επάνοδο της Ν.Δ.;

Η σημερινή κυβέρνηση είναι σταθερά στον ευρωπαϊκό δρόμο. Ακολουθεί πιστά τα μνημόνια και υπάρχουν και ενδείξεις ορισμένων επιτυχιών στο πλαίσιο αυτό (αυτό πάντως διαλαλούν οι «θεσμοί»). Θα ήταν κατανοητό να την επικρίνουν όσοι επιμένουμε πως η πολιτική αυτή είναι καταστροφική, αν και -μετά και την εμπειρία του 2015- το ερώτημα είναι τι περιθώρια αντίστασης υπάρχουν.

Ακατανόητο είναι όμως να την επικρίνουν όσοι εφάρμοσαν αυτήν την πολιτική, αλλά και κατάγγελλαν τον Τσίπρα πως καθυστερούσε να την προσυπογράψει. Εξάλλου ο λόγος του ΣΥΡΙΖΑ συγκλίνει σήμερα καταφανώς με αυτόν της ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας. Για όλα αυτά, όπως γράφει ο Παπαχελάς, «οι Ευρωπαίοι ενεχείρισαν στον Τσίπρα τα κλειδιά της σοσιαλιστικής αντιπροσωπείας στην Ελλάδα».

Οι Ευρωπαίοι, σοσιαλδημοκράτες και πολλοί άλλοι, βλέπουν πως ο Τσίπρας αποτελεί μια φιλοευρωπαϊκή αριστερή δύναμη, κορμό της Κεντροαριστεράς/Αριστεράς στην Ελλάδα, σύμμαχο σε ευρωπαϊκό επίπεδο κατά της Δεξιάς και της Ακροδεξιάς και πιο αξιόπιστο πλέον από τις ηγεσίες που έφεραν τη χώρα εκεί που έφτασε.

Ποιος είναι ο αντίλογος; Κάποιες μαξιμαλιστικές γκρίνιες που θυμίζουν «πρόγραμμα Θεσσαλονίκης», κάποιες θεωρίες συνωμοσίας περί «κρυφής ατζέντας» του Τσίπρα (bon pour l’Occident) και η επιστημονική φαντασία από το παρελθόν, τα 100 δισ. που δήθεν χάθηκαν και θα τα μοίραζε ο κ. Μητσοτάκης μαζί με τον φίλο του κ. Ρέγκλινγκ.

Ελλείψει ουσιωδών οικονομικών επιχειρημάτων, εφευρέθηκε τελευταία η επιχειρηματολογία περί δημοκρατίας. Οχι πως κάποια κυβερνητικά μέτρα (ή δηλώσεις) είναι ατυχή, απάδουν της δημοκρατικής νοοτροπίας ή/και είναι αντισυνταγματικά (πράγμα που κρίνεται από τα δικαστήρια). Κάτι τέτοιο συνέβαινε και με τις προηγούμενες κυβερνήσεις, αλλά και στις Δημοκρατίες σε όλα τα πλάτη και μήκη της υφηλίου. Και οι αντιπολιτεύσεις πάντα υπερβάλλουν.

Αλλά πως ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί κίνδυνο για τη δημοκρατία, πως εγκαθιδρύει καθεστώς τύπου Τουρκίας και Πολωνίας, πως πρέπει να συστρατευτούμε όλοι, όπως το 1967, για να σώσουμε τους θεσμούς μας. Πράγματα δηλαδή που στερούνται σοβαρότητας.

Τι μένει; Πως τα στελέχη της Κεντροαριστεράς «θυμώνουν με τον πολιτικό πολιτισμό της σημερινής κυβέρνησης», μας λέει ο Παπαχελάς. Μα και πολλοί που στηρίζουμε τον ΣΥΡΙΖΑ διαφωνούμε με τον «πολιτικό πολιτισμό» του συμμάχου του και μερικών στελεχών του.

Ακούγεται όμως λίγο παράξενο να «θυμώνουν» όσοι συνυπήρξαν επί δεκαετίες με Τσοχατζόπουλους, Μαντέληδες, Κατσιφάρες, Γιαννόπουλους, με τον Βενιζέλο για τις ταυτότητες, με τον Λοβέρδο για τις οροθετικές· όσοι δοξάζανε τον Αντρέα στις πιο λαϊκιστικές στιγμές του. Επειτα και εμείς «θυμώνουμε» με τις «πριμαντόνες και τους μικροφεουδάρχες», τους αλαζόνες, τους φθαρμένους του πάλαι ποτέ ΠΑΣΟΚ. Πέρα όμως από τους θυμούς, είναι καιρός να αντιμετωπίσουμε ψύχραιμα και πολιτικά το μέλλον της χώρας και της (κεντρο)Αριστεράς.

Χρειάζεται πράγματι ένας ισχυρός πόλος στα αριστερά, όχι όμως για να βοηθήσει, αλλά για να αντιπαρατεθεί στη Ν.Δ. Καμία προστασία θεσμών ή αξιών δεν επιβάλλει στους προοδευτικούς να συσπειρωθούν γύρω από τη Δεξιά. Το αντίθετο. Στις συνθήκες της Ελλάδας ένας τέτοιος πόλος δεν μπορεί παρά να προκύψει από τη σύγκλιση του ΣΥΡΙΖΑ με μια Κεντροαριστερά που δεν θα είναι Κεντροδεξιά. Ενας τέτοιος πόλος θα επιδράσει θετικά σ’ όλες τις συνιστώσες του. Εμπόδια υπάρχουν ασφαλώς πολλά.

Μερικά προέρχονται από τον ΣΥΡΙΖΑ. Από κάποιες πολιτικές του, από την απειρία του, από ένα ορισμένο ύφος εξουσίας, και επειδή πρέπει να ανοιχτεί πιο αποφασιστικά στην υπαρκτή Κεντροαριστερά, ξεπερνώντας αναστολές, δικαιολογημένες και μη.

Ομως το ΠΑΣΟΚ/ΔΗΣΥ, αφήνοντας πίσω ηγεμονιστικές αυταπάτες, θα πρέπει κι αυτό να αποφασίσει «με ποιους θα πάει και ποιους θ’ αφήσει», να επιλέξει τον διάλογο και τη σύγκλιση με τον ΣΥΡΙΖΑ, να συμβάλει έτσι στη δημιουργία μιας σύγχρονης σοσιαλιστικής παράταξης, εναλλακτικής προς τη Δεξιά, στην Ελλάδα και την Ευρώπη.

* Ο Σωτήρης Βαλντέν είναι διδάσκων στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών

Εφημερίδα των Συντακτών