Σε ετήσιο κόστος 340 δισεκατομμυρίων δολαρίων αποτιμώνται οι ζημίες στον τομέα της υγείας, που προκαλούνται από την έκθεση του πληθυσμού στις χημικές ουσίες οι οποίες διαταράσσουν το ορμονικό σύστημα.  
Περίπου 340 δισεκατομμύρια δολάρια (308 δισεκατομμύρια ευρώ ανά έτος: το ποσό είναι τόσο δυσθεώρητο, που αναγκαστικά προκαλεί σκεπτικισμό. 

Ads

Ωστόσο, αν βασιστούμε στην ανάλυση που διεξήχθη από Αμερικανούς ερευνητές και δημοσιεύθηκε την Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2016 στην ιατρική επιθεώρηση The Lancet Diabetes and Endocrinology, δεν πρόκειται για υπερβολή αλλά μάλλον για υποτίμηση του ετήσιου οικονομικού κόστους στις Ηνωμένες Πολιτείες, από τις βλάβες που προξενούνται στην υγεία και αποδίδονται στους ενδοκρινικούς διαταράκτες είτε πρόκειται για παχυσαρκία, διαβήτη, διαταραχές της γονιμότητας ή ακόμη και για νευροσυμπεριφορικές διαταραχές.

Οι ενδοκρινικοί διαταράκτες ανήκουν σε μια κατηγορία μορίων (δισφαινόλες, διοξίνες φθαλικές ενώσεις, κ.ά.) που αλληλεπιδρούν με το ορμονικό σύστημα και υπάρχουν σε πολλά φυτοφάρμακα, διαλύτες και πλαστικά, σε ορισμένα καλλυντικά ή σε συσκευασίες τροφίμων. Κάποια εξ αυτών μπορεί να έχουν επιβλαβείς επιπτώσεις, ακόμη και σε χαμηλά επίπεδα έκθεσης. 

Οι επιπτώσεις ποικίλουν. Μια παρόμοια ανάλυση που διενεργήθηκε στον ευρωπαϊκό πληθυσμό, κατέληξε σε ένα κόστος σχεδόν δύο φορές μικρότερο, δηλ. σε  περίπου 157 δισ. ευρώ. «Οι εκτιμήσεις αυτές βασίζονται σε αποδεικτικά στοιχεία που συλλέγονται γρήγορα, χάρις σε μελέτες που πραγματοποιούνται στο εργαστήριο ή στους ανθρώπους, και που καταδεικνύουν την σχέση μεταξύ της έκθεσης στις ουσίες αυτές και μιας ποικιλίας από φθοροποιές επιπτώσεις», εξηγεί ο Leonardo Trasande, αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και εις εκ των συντακτών των συγκεκριμένων μελετών. Τούτες οι σημαντικές αποκλίσεις μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης οφείλονται κυρίως σε διαφορές στο κανονιστικό πλαίσιο, οι οποίες οδηγούν σε πολύ διαφορετικά επίπεδα έκθεσης των πληθυσμών, σε ό,τι αφορά ορισμένες ουσίες. 

Ads

Διαταράκτες, παρόντες μέχρι και στα τρόφιμα 

Για την διεξαγωγή της μελέτης τους, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν δεδομένα που αφορούσαν στην έκθεση του αμερικανικού πληθυσμού στους ενδοκρινικούς διαταράκτες. Εν συνεχεία διασταύρωσαν τα εν λόγω δεδομένα με τα αποτελέσματα εργαστηριακών και επιδημιολογικών μελετών, που δείχνουν τις επιπτώσεις των ανωτέρω στους ανθρώπους. Δεν διαθέτουμε ποιοτικές μελέτες για όλες τις ύποπτες ουσίες. «Δεν λάβαμε υπόψη, παρά το 5 % των ενδοκρινικών διαταρακτών που απαντώνται στην αγορά», διευκρινίζει ο L. Trasande. Ομοίως, οι ερευνητές εξέτασαν τις ασθένειες και τις διαταραχές για τις οποίες υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις σύνδεσής τους με την έκθεση στα προϊόντα αυτά.  

Σύμφωνα με την ανάλυση, οι ουσίες με το πιο βαρύ τίμημα σε θέματα υγείας είναι οι πολυβρωμιούχοι διφαινυλαιθέρες, μια κατηγορία αντιπυρικών προϊόντων (ή «επιβραδυντικών φλόγας») που χρησιμοποιούνται μαζικά στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού στα ταπετσαρισμένα έπιπλα και στα ηλεκτρονικά προϊόντα, εδώ και περισσότερο από τριάντα χρόνια. 

Σήμερα, υποκείμενες σε αυστηρές ρυθμίσεις ή απαγορεύσεις, οι εν λόγω ουσίες είναι πολύ ανθεκτικές στο περιβάλλον και απαντώνται στην οικιακή σκόνη και ακόμη και στην τροφική αλυσίδα. Θεωρούνται υπεύθυνες για την προξένηση ζημίας της τάξης των περίπου 240 δισ. δολαρίων ετησίως στις Η.Π.Α. 

Ακολουθούνται από τους πλαστικοποιητές Δισφαινόλη – Α (BPA) και φθαλικές ενώσεις – παρούσες σε ορισμένα δοχεία τροφίμων, με το ετήσιο υγειονομικό κόστος να ανέρχεται σε 56 δισ. δολάρια, και κατόπιν από τα φυτοφάρμακα (κυρίως τα οργανοφωσφορικά), που αγγίζουν τα 42 δισ. δολάρια ετησίως. 

Απώλεια συλλογικής νοημοσύνης 

Ποιες είναι οι παθήσεις και οι διαταραχές που τους αποδίδονται; Παχυσαρκία και διαβήτης (κάθε χρόνο, εξαιτίας των ενδοκρινικών διαταρακτών δαπανώνται 5 δισ. δολάρια), διαταραχές του αναπαραγωγικού συστήματος και στειρότητα (45 δισ. δολάρια) και κυρίως οι βλάβες νευρολογικής και νευροσυμπεριφορικής φύσεως που απορροφούν την μερίδα του λέοντος, με ετήσιες δαπάνες άνω των 280 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Μεγάλο δε μέρος της εν λόγω επιβάρυνσης οφείλεται στην διάβρωση των πνευματικών ικανοτήτων, που υπολογίζεται με βάση τον συντελεστή νοημοσύνης (IQ) παιδιών που είχαν εκτεθεί ενδομητρίως σε διαταράκτες, με επιβλαβείς συνέπειες για την νευρολογική τους ανάπτυξη.

Με ποιόν τρόπο μπορεί να αξιολογηθεί αυτή η απώλεια συλλογικής νοημοσύνης; «Υπάρχει αξιόλογη επιστημονική βιβλιογραφία που τεκμηριώνει με ακρίβεια την απώλεια οικονομικής παραγωγικότητας που προξενείται από την απώλεια νοημοσύνης (IQ), απαντά ο κ. Trasande. Γνωρίζουμε ότι για κάθε μονάδα IQ που χάνεται αντιστοιχεί μία μέση απώλεια οικονομικής παραγωγικότητας της τάξης του 2 % καθ’ όλη την διάρκεια ενός βίου. Σε επίπεδο πληθυσμού, το ποσοστό είναι πολύ σημαντικό».  

Θα ήταν δελεαστικό να αναγάγουμε το κόστος των 340 δισεκατομμυρίων δολαρίων των ενδοκρινικών διαταρακτών σε ποσοστό του αμερικανικού ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) –  ήτοι 2,3 % στην περίπτωσή μας. Πράγμα που μπορεί να αποδειχθεί παραπλανητικό. «Προσοχή: Αυτού του είδους το εξωτερικό κόστος δεν μεταφράζεται αυτόματα με μια ισόποση μείωση του ΑΕΠ, προειδοποιεί ο οικονομολόγος Alain Grandjean. Η αποτίμηση των πραγματικών επιπτώσεων αυτών των κρυφών δαπανών στο ΑΕΠ είναι ξεχωριστό έργο και ιδιαιτέρως περίπλοκο». 

Στην ουσία, εάν ορισμένες δαπάνες που επικαιροποιούνται δύνανται να οδηγήσουν σε πτώση του ΑΕΠ, κάποιες άλλες δύνανται να σημαίνουν όλως παραδόξως, άνοδο της δραστηριότητας. Πίσω από ένα «κόστος» μπορεί πράγματι να κρύβονται  ανόμοια φαινόμενα, όπως η μείωση της οικονομικής παραγωγικότητας, αλλά και των εξόδων ιατρικής περίθαλψης και ανάπτυξης φαρμάκων. «Αυτού του είδους ο προβληματισμός, συνοψίζει ο A. Grandjean, έχει τουλάχιστον ένα έμμεσο πλεονέκτημα. Δείχνει ξεκάθαρα ότι το ΑΕΠ δεν αποτελεί δείκτη  ευημερίας». 

Πηγή: Le Monde

Μετάφραση – Επιμέλεια: Γεωργία Πρωτογέρου