«Η αντίσταση των πανεπιστημίων στο νόμο Διαμαντοπούλου, στην πολιτική της λιτότητας και το μέτρο τη διαθεσιμότητας δεν ήταν τυχαία. Στα πανεπιστήμια ξεκινά κι εκεί καταλήγει η αφήγηση του μέλλοντος της χώρας». Tου Καθηγητή Γιάννη Α. Μυλόπουλου, Πρύτανη ΑΠΘ

Ads

Η κρίση και η ευκαιρία

Λένε ότι η κρίση είναι ευκαιρία. Αξίζει λοιπόν τον κόπο να δούμε πως οι ελληνικές κυβερνήσεις αντιλήφθηκαν την οικονομική κρίση ως ευκαιρία για στροφή προς το νεοφιλελευθερισμό, με κύρια αιχμή την αποδυνάμωση του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος. Κι όλα αυτά σε μια εποχή, όπου η Παιδεία αντιμετωπίζεται διεθνώς ως επένδυση για το μέλλον και η ύπαρξη ενός ισχυρού δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος θεωρείται προϋπόθεση για την ανάκαμψη της χώρας.
 
Ο νόμος Διαμαντοπούλου

Με την πρώτη εμφάνιση της  κρίσης έρχεται από την κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου ένα νέο θεσμικό πλαίσιο για τα πανεπιστήμια, ο γνωστός και ως νόμος Διαμαντοπούλου. Ο νόμος αυτός προσπαθεί να επιβάλει ένα αυταρχικό, αντιδημοκρατικό, αντιακαδημαϊκό και εν πολλοίς νεοφιλελεύθερο πρότυπο διοίκησης στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, εντελώς ξένο τόσο ως προς τις ελληνικές, όσο όμως και ως προς τις ευρωπαϊκές εκπαιδευτικές παραδόσεις. Το πρότυπο αυτό αμφισβήτησε ευθέως τον δημόσιο, ακαδημαϊκό, αυτοδιοικούμενο και δημοκρατικό χαρακτήρα των πανεπιστημίων, στο όνομα της εναρμόνισης της ελληνικής εκπαίδευσης με τις συνθήκες που επέβαλε η παγκοσμιοποιημένη οικονομία. Η ανώτατη εκπαίδευση θεωρήθηκε όχι ως μια πνευματική διεργασία παραγωγής και μετάδοσης της επιστημονικής σκέψης, η οποία ως τέτοια ανθεί σε συνθήκες ακαδημαϊκής ελευθερίας, αυτοδιοίκησης και δημοκρατίας, αλλά σαν μια ακόμη παραγωγική δραστηριότητα με αγοραία χαρακτηριστικά. Οι δημοκρατικές διαδικασίες, οι εκλογές δηλαδή των πανεπιστημιακών οργάνων από την ίδια την κοινότητα και ο έλεγχος που ασκείται από αυτήν σε όσους κλήθηκαν να διοικήσουν, θεωρήθηκαν συνώνυμες με τη διαφθορά και τη διαπλοκή και γι αυτό αντικαταστάθηκαν από τον διορισμό με κλειστές και αδιαφανείς διαδικασίες. Άξιο θαυμασμού παραμένει πάντως πως και γιατί η αντίληψη αυτή, της κατάργησης των δημοκρατικών διαδικασιών, δεν επεκτάθηκε και στο πολιτικό σύστημα της χώρας, όπου οι παθογένειες είχαν πιο μόνιμα και πιο εκτεταμένα χαρακτηριστικά…
 
Η βελτίωση λοιπόν της αποδοτικότητας των πανεπιστημίων αντιμετωπίστηκε με τον ίδιο τρόπο που θα αντιμετωπίζονταν η αύξηση της παραγωγικότητας μιας οποιασδήποτε επιχείρησης, με την έμφαση να δίνεται στην κατάργηση των ακαδημαικών ελευθεριών, της αυτοδιοίκησης και των δημοκρατικών διαδικασιών στα πανεπιστήμια και στην εγκαθίδρυση ενός αυταρχικού και συγκεντρωτικού μοντέλου διοίκησης. Αυτά επετεύχθησαν κυρίως μέσω της κατάργησης (πρυτανικό συμβούλιο) ή της αποδυνάμωσης (σύγκλητος) των συλλογικών, εκλεγμένων και αντιπροσωπευτικών ακαδημαϊκών οργάνων. Η διοίκηση θα συγκεντρώνονταν και θα ασκούνταν από ένα ολιγομελές συμβούλιο που θα απαρτίζονταν στην πρώτη, “ανόθευτη” εκδοχή ρου νόμου από εξωτερικά, κατά πλειοψηφία, μέλη που θα εκπροσωπούσαν κατά κύριο λόγο την αγορά. Τα εξωτερικά μέλη του συμβουλίου δεν θα εκλέγονταν, αλλά θα διορίζονταν από έναν αριθμό μελών που θα προέρχονταν από την πανεπιστημιακή κοινότητα και τα οποία θα εκλέγονταν από αυτήν. Αλλά και αυτή ακόμη, η εκλογή των εσωτερικών μελών, που θα ήταν τελικά και τα μόνα εκλεγμένα μέλη του νέου συστήματος, εμφάνιζε σημαντικές αποκλίσεις από τη δημοκρατική και αντιπροσωπευτική εκλογή. Τα εσωτερικά μέλη του συμβουλίου θα εκλέγονταν όχι ως ομάδα, με ενιαία πολιτική αντίληψη και συγκεκριμένη πρόταση διοίκησης του ιδρύματος, αλλά ως προσωπικότητες μεμονωμένες και ανεξάρτητες μεταξύ τους, που ως εκ τούτου δεν θα είχαν να υποβάλουν στην πανεπιστημιακή κοινότητα επεξεργασμένο ακαδημαικό πρόγραμμα και σχέδιο, ούτε και θα είχαν συνεπώς δημοκρατικό έλεγχο από τις ακαδημαϊκές μονάδες από τις οποίες θα προέρχονταν. Αυτοί, με τη σειρά τους, θα διόριζαν κατά το δοκούν τα υπόλοιπα εξωτερικά μέλη του συμβουλίου με κλειστές διαδικασίες και θα διοικούσαν χωρίς διαφάνεια και χωρίς αντιπροσωπευτικότητα στο εξής το πανεπιστήμιο. Πρόεδρος αυτού του συμβουλίου, σε μια προσπάθεια συμβολισμού του τέλους της εποχής της ακαδημαικής αυτοδιοίκησης, θα τοποθετούνταν υποχρεωτικά εξωτερικό μέλος του, διορισμένο και πάλι με κλειστές διαδικασίες από το ίδιο το συμβούλιο.
 
Όσο για τον πρύτανη, εφόσον θα καλείτο να διοικήσει μια εκπαιδευτική επιχείρηση, θα έπρεπε ασφαλώς να έχει ικανότητες manager, με την τρέχουσα αγοραία έκφραση του όρου. Και βέβαια ένας manager δεν μπορεί να εκλέγεται από την ίδια την κοινότητα, αλλά μόνο να διορίζεται μετά από διεθνή διαγωνισμό… Η ίδια μοίρα προοριζόταν και για τον ηγέτη της σχολής, τον κοσμήτορα, ο οποίος και εκείνος με τη σειρά του θα διορίζονταν από το συμβούλιο με κλειστές και αδιαφανείς διαδικασίες.   
 
Κι ακόμη τα Τμήματα (Πολιτικών Μηχανικών, Ιατρικής, Φυσικής κλπ) θα καταργούνταν ως αυτόνομες ακαδημαικές μονάδες που αντιστοιχούν σε πλήρεις επιστημονικούς κλάδους, καθώς για λόγους… οικονομίας κυρίαρχο λόγο πλέον θα είχαν οι Σχολές. Πρόκειται για παγκόσμια… πρωτοτυπία, η πηγή της οποίας ανιχνεύεται μάλλον στο υποσυνείδητο του τότε πρωθυπουργού. Ο οποίος αξίζει να υπενθυμιστεί ότι για να προετοιμάσει το έδαφος για την εφαρμογή αυτού του νόμου, κάλεσε τις (τελευταίες εκλεγμένες) διοικήσεις των πανεπιστημίων στους Δελφούς, τον Οκτώβριο του 2010, προκειμένου να τους ανακοινώσει ότι τα πανεπιστήμια της χώρας ήταν τρίτης κατηγορίας και ως εκ τούτου έπρεπε να κατεδαφιστούν, για να θεμελιωθούν στη θέση τους τα νέα και προσαρμοσμένα στις σύγχρονες απαιτήσεις της παγκόσμιας αγοράς.
 
Έτσι, συνοψίζοντας την πρώτη εκδοχή του νόμου Παπανδρέου – Διαμαντοπούλου, σημειώνει κανείς την κατάργηση του πρυτανικού συμβουλίου, ως εκλεγμένου δημοκρατικά ακασημαικού οργάνου με σχέδιο διοίκησης επεξεργασμένο και εγκεκριμένο από την πανεπιστημιακή κοινότητα, την αποδυνάμωση της συγκλήτου, ως εκλεγμένου και αντιπροσωπευτικού των ακαδημαϊκών μονάδων του κάθε ιδρύματος οργάνου, καθώς και την απόδοση όλων των εξουσιών και αρμοδιοτήτων των δύο αυτών οργάνων σε ένα διορισμένο από μια μικρή και κλειστή ομάδα καθηγητών όργανο, το οποίο θα συγκέντρωνε και θα ασκούσε την διοίκηση σε επίπεδο ακαδημαικό, οικονομικό και διοικητικό. Ο πρύτανης, όπως και ο πρόεδρος του συμβουλίου και οι κοσμήτορες, θα διορίζονταν από το συμβούλιο με κλειστές και αδιαφανείς διαδικασίες.
 
Και βέβαια για να υλοποιηθεί η μεγάλη αντιδημοκρατική “μεταρρύθμιση” των πανεπιστημίων, έπρεπε σ´ αυτά να μη μείνει ούτε ίχνος εκλεγμένου πανεπιστημιακού οργάνου. Σύμφωνα με το νόμο Διαμαντοπούλου λοιπόν, οι θητείες κοσμητορικών και πρυτανικών αρχών θα έληγαν περίπου στο μέσον τους, προκειμένου να τοποθετηθούν τα νέα διορισμένα πανεπιστημιακά όργανα στη θέση τους. Αν αυτό συνέβαινε κατ´ αντιστοιχία στην πολιτική ζωή, κάθε κυβέρνηση που θεσμοθετούσε ένα νέο εκλογικό νόμο, θα έπρεπε να δικαιούται να διαλύει άμεσα τη Βουλή και να κάνει εκλογές με το εκλογικό σύστημα που η ίδια μόλις είχε νομοθετήσει…
 
Η αντίσταση αποδίδει καρπούς – Ο νόμος Αρβανιτόπουλου

Ads

Τα ελληνικά πανεπιστήμια έδωσαν τότε μια μεγάλη μάχη, την οποία τελικά μερικώς μόνο κέρδισαν, καταφέρνοντας, μέσω της ψήφισης από τον επόμενο υπουργό Παιδείας ενός νέου, βελτιωμένου νόμου, να εμποδίσουν τέσσερις μείζονες κινδύνους που ενείχε ο νόμος Διαμαντοπούλου. Πρώτον, απέτρεψαν να συγκροτηθούν συμβούλια διοίκησης, πανίσχυρα δηλαδή όργανα αποτελούμενα κατά κύριο λόγο από εξωπανεπιστημιακούς, τα οποία θα διοικούσαν συγκεντρωτικά, χωρίς επροσώπηση των ακαδημαϊκών μονάδων και αυταρχικά, χωρίς λογοδοσία στην ακαδημαϊκή κοινότητα. Τα Συμβούλια Ιδρύματος που θεσμοθετήθηκαν αντ´ αυτών και ισχύουν σήμερα είναι όργανα εποπτείας και ελέγχου, αφήνοντας χώρο στη Σύγκλητο και τον Πρύτανη να ασκήσουν διοίκηση. Δεύτερον, διασφάλισαν την εκλογή από τη βάση αντί του διορισμού από το συμβούλιο των μονοπρόσωπων πανεπιστημιακών οργάνων, πρυτάνεων και κοσμητόρων, επαναφέροντας τη δημοκρατία στους ναούς της παιδείας. Ακόμη, πέτυχαν να διατηρηθεί η ακαδημαϊκή δομή των πανεπιστημίων όπως ισχύει σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο, με κυρίαρχο ακαδημαϊκό όργανο το Τμήμα που αντιστοιχεί σε μια πλήρη επιστημονική περιοχή. Και τέλος οι αλλαγές που κατακτήθηκαν στο νέο νόμο, επέτρεψαν στα εκλεγμένα πανεπιστημιακά όργανα να εξαντλήσουν τις θητείες για τις οποίες είχαν εκλεγεί, αποκαθιστώντας τη δημοκρατική ομαλότητα στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα.
 
Ένα ακόμη σημαντικό βήμα που κατακτήθηκε, όχι μέσω αλλαγής των προβλέψεων του νόμου αυτή τη φορά, αλλά από τις επιλογές της ίδιας της ελληνικής πανεπιστημιακής κοινότητας, ήταν η πρώτη εκλογή εξωτερικών μελών του συμβουλίου να καταλήξει να εκλεγούν πανεπιστημιακοί από πανεπιστήμια κυρίως του εξωτερικού και όχι εκπρόσωποι της αγοράς, όπως επιδίωκε ο… νεοφιλελεύθερος νομοθέτης.
 
Το μεταρρυθμιστικό τερατούργημα είναι ακόμη εδώ…

Παρά την αντίσταση που προέβαλαν τα πανεπιστήμια στο νομικό μόρφωμα Διαμαντοπούλου όμως και παρά τα όσα κερδήθηκαν μετά από πιέσεις, υπάρχουν και σήμερα ακόμη στην ισχύουσα νομοθεσία σημαντικά ίχνη του… μεταρρυθμιστικού τερατουργήματος. Με πρώτη απ´ όλες αναμφίβολα τη δυαρχία που επέφερε στα ιδρύματα η ύπαρξη του συμβουλίου. Αποτέλεσμα αυτής της πρωτόγνωρης δυαρχίας είναι οι δυσλειτουργίες που εμφανίζονται στα περισσότερα πανμια της χώρας, είτε με τη μορφή εσωτερικού πολέμου μεταξύ των δύο πόλων εξουσίας, της πρυτανείας και της συγκλήτου αφενός και του συμβουλίου αφετέρου, που συχνά φτάνει μέχρι τα δικαστήρια, (περίπτωση ΕΚΠΑ), είτε με τη μορφή μη έγκρισης από πλευράς συμβουλίων βασικών εισηγήσεων των πρυτανικών αρχών και των συγκλήτων, όπως του οικονομικού προϋπολογισμού και απολογισμού. Εξ αιτίας μιας τέτοιας αδικαιολόγητα κακής απόφασης του συμβουλίου του ΑΠΘ χάθηκαν, σε καιρό κρίσης και λιτότητας, ένα εκατομμύριο Ευρώ από τον τακτικό προϋπολογισμό του! Αλλά εκείνο που προέχει, φαίνεται, είναι τα νέα όργανα να δείξουν τα δόντια τους και να διεκδικήσουν τον απόλυτο ρόλο που αρχικά είχε προβλεφθεί γι αυτά. Έστω κι αν στο όνομα των οιωνεί υπερεξουσιών τους, τα συμβούλια φέρονται εκδικητικά προς τα πανεπιστήμιά τους, εμφανιζόμενα ως σώματα ξένα προς αυτά.
 
Αλλά και η εκλογή των πρυτάνεων και των κοσμητόρων από την κοινότητα νοθεύεται στο σημερινό σύστημα από την προεπιλογή των τριων επικρατέστερων υποψηφίων από τα (μερικώς διορισμένα) συμβούλια. Μια προεπιλογή που χωρίς σαφή κριτήρια κινδυνεύει, αν εφαρμοστεί, να χρησιμοποιηθεί σαν όχημα για το σημάδεμα της τράπουλας της δημοκρατικής εκλογής, προς όφελος αλλότριων συμφερόντων εκπροσωπούμενων από μέλη του συμβουλίου.
 
Η πολιτική της λιτότητας και το μέτρο της διαθεσιμότητας

Αμέσως μετά το νόμο Διαμαντοπούλου έρχεται το δεύτερο πλήγμα στην Παιδεία, η λιτότητα, που αποδιαρθρώνει τα πανεπιστήμια με την περικοπή του δημόσιου προϋπολογισμού κατά 60% μέχρι σήμερα. Μια μείωση που είναι αναμφίβολα πέραν των δυνατοτήτων εξορθολογισμού και που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί χωρίς μείωση των λειτουργικών αναγκών και άρα και του φυσικού αντικειμένου των ιδρυμάτων. Μια μείωση δηλαδή που αναπόφευκτα θα οδηγήσει στη συρρίκνωση των ακαδημαικών λειτουργιών των πανεπιστημίων. Σήμερα δίνεται ένας μεγάλος αγώνας προκειμένου τα πανεπιστήμια να επιβιώσουν, να κρατήσουν δηλαδή βασικές εκπαιδευτικές και ερευνητικές μονάδες σε λειτουργία, τη στιγμή που ο αριθμός των φοιτητών τους εξακολουθεί δια της διολισθήσεως να αυξάνει κάθε χρόνο, συμπαρασύροντας σε αύξηση και τις λειτουργικές δαπάνες των πανεπιστημίων.
 
Έρχεται τέλος η τρίτη κατά σειρά πολιτική, αυτή της διαθεσιμότητας, η οποία δίνει τη χαριστική βολή σε οχτώ από τα μεγαλύτερα πανμια της χώρας, απομακρύνοντας αναίτια από αυτά, χωρίς αξιολόγηση ή άλλη τεκμηρίωση, χρήσιμο υποστηρικτικό προσωπικό. Μια πολιτική που αν τη δει κανείς μεμονωμένα είναι ακατανόητη, διότι δεν παρέχει κανένα όφελος στη χώρα, αφού διαλύει θεσμούς χρήσιμους και παραγωγικούς που χρειάστηκαν δεκαετίες για να αναπτυχθούν.
 
Δεν θέλουν ισχυρή δημόσια εκπαίδευση στην Ελλάδα

Αν όμως κανείς συνδυάσει τις τρεις πράξεις του έργου, νόμος Διαμαντοπούλου, λιτότητα και διαθεσιμότητα, θα δει όλη την εικόνα. Και θα δαπιστώσει ότι πίσω από όλα αυτά υπάρχει συγκεκριμένη νεοφιλελεύθερη πολιτική κατεύθυνση. Που συμπυκνώνεται στη διαπίστωση: Δεν θέλουν ισχυρά δημόσια πανεπιστήμια στην Ελλάδα.
 
Και δεν τα θέλουν για δύο βασικά λόγους: Ο προφανής είναι ότι θέλουν να ανοίξουν την “αγορά” για τα ιδιωτικά, αποδυναμώνοντας τον μεγάλο ανταγωνιστή, τα δημόσια πανεπιστήμια. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι στη μητρόπολη του φιλελευθερισμού, στις ΗΠΑ, ως βασικός κορμός της ανώτατης εκπαίδευσης παραμένουν τα δημόσια ή αλλιώς τα πολιτειακά πανεπιστήμια (state Universities).
 
Η δεύτερη αιτία είναι πιο υποδόρια: Στη σημερινή εποχή της οικονομίας της γνώσης, όποιος ελέγχει την εκπαίδευση και την έρευνα, έχει την πραγματική εξουσία στα χέρια του. Γι αυτό και οι ίσες ευκαιρίες στη γνώση και τη μόρφωση που παρέχει η δημόσια εκπαίδευση, είναι κατ´ ουσία ίσες ευκαιρίες στην οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική ευημερία. Αυτή την αλήθεια υπερασπίζονται τα πανεπιστήμια σήμερα, ως χώροι ελεύθερης σκέψης και έκφρασης και συνεπώς και ως χώροι αντίστασης απέναντι σε αλλότριες πολιτικές μεθοδεύσεις. Εκεί που τα δελτία των οχτώ προσπαθούν με σύστημα και μεθόδευση να αποπροσανατολίσουν την κοινωνία και να δημιουργήσουν την εικονική πραγματικότητα του success story, έρχονται τα πανεπιστήμια, ως αξιόπιστοι θεματοφύλακες της επιστημονικής μεθοδολογίας, μακρυά από πολιτικές και άλλες σκοπιμότητες, να διαψεύσουν την προπαγάνδα και να αποκαταστήσουν την αλήθεια.
 
Γι’ αυτό δεν αρέσουν στην εξουσία τα πανεπιστήμια. Γί αυτό τα θέλουν εξανδραποδισμένα, βωβά και κωφά, υπηρέτες του συστήματος. Αλλά τα πανεπιστήμια στην Ελλάδα, όπως για μια ακόμη φορά αποδεικνύεται, δίνουν στο όνομα της ελληνικής κοινωνίας έναν αγώνα για να υπάρξει αύριο σ´ αυτή τη χώρα και δεν αρέσουν γιατί ενοχλούν, αποκαλύπτοντας την αλήθεια.
 
Η λυσσαλέα άλλωστε και οργανωμένη κατασυκοφάντηση από τα ΜΜΕ πολλών από τους πρωταγωνιστές της πανεπιστημιακής αντίστασης, (η τουαλέτα του πρύτανη, το iPhone του αντιπρύτανη, ο πρύτανης-θεατρίνος κλπ) δεν αποδεικνύει ρίποτε άλλο, παρά την αγωνία τους να κάμψουν την αντίσταση, αποδυναμώνοντας τους πρωταγωνιστές της.
 
Όπως εύστοχα όμως έλεγε ο Γκάντι: “Πρώτα μας αγνοούν, μετά μας συκοφαντούν, στη συνέχεια μας πολεμούν και στο τέλος τους νικάμε!”
 
Κι όμως, τα πανεπιστήμια παράγουν και οικονομικά αποτελέσματα

Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι ακόμη και εν μέσω κρίσης, τα πανεπιστήμια εξακολουθούν και παράγουν σημαντικά οικονομικά αποτελέσματα. Το ΑΠΘ σήμερα για παράδειγμα, για κάθε ευρώ που παίρνει από το κράτος, κερδίζει 4-5 από την ερευνητική δραστηριότητα, παρέχοντας μάλιστα κάθε χρόνο 3.000 νέες θέσεις εργασίας σε νέους ερευνητές, δίνοντας έτσι μια λύση στα προβλήματα της ανεργίας και του brain drain. Το δημόσιο πανεπιστήμιο είναι συνεπώς και ένας κερδοφόρος οργανισμός, που στηρίζει την εθνική οικονομία σε εποχή απόλυτης ύφεσης. Ωστόσο, η προπαγάνδα των ΜΜΕ προσπαθεί εναγώνια να το απαξιώσει και η πολιτεία συστηματικά να το διαλύσει…
 
Στα πανεπιστήμια ξεκινά κι εκεί καταλήγει η αφήγηση του μέλλοντος της χώρας…

Ο αγώνας λοιπόν των πανεπιστημίων είναι ο αγώνας της συντριπτικής πλειοψηφίας των μη προνομιούχων Ελλήνων που αντιστέκονται απέναντι σ´ αυτούς που θέλουν να επιστρέψουμε στην εποχή της ψωροκώσταινας. Τότε που ευκαιρίες να σπουδάζουν και συνεπώς να συμμετέχουν στα αγαθά της ανάπτυξης και της ευημερίας, είχαν μόνο τα παιδιά της οικονομικής ελίτ και της άρχουσας τάξης.
 
Αυτό που διακυβεύεται τελικά σήμερα δεν είναι ένα εξάμηνο για τους φοιτητές και τις φοιτήτριες, όπως υποκριτικά παρουσιάζεται από τα ΜΜΕ της συγκυβέρνησης, αλλά αμέτρητα χαμένα εξάμηνα για μια Ελλάδα που στο εξής, αν συνεχίσει η κατηφόρα, δεν θα έχει το δικαίωμα ούτε να ελπίζει…
 
Ιδού λοιπόν πεδίον δόξης λαμπρόν για την κυβέρνηση της αλλαγής, οψέποτε κι αν γίνουν εκλογές. Το στοίχημα της πολιτικής κατεύθυνσης παίζεται στα πανεπιστήμια. Γιατί από εκεί ξεκινά κι εκεί καταλήγει η αφήγηση του μέλλοντος της κάθε χώρας…