Κάπου ανάμεσα στις ειδήσεις για την πορεία της διαπραγμάτευσης με τους δανειστές εδώ και λίγες μέρες η ελληνική κοινωνία έγινε κοινωνός ενός φαινομενικά μικρότερου, παράλληλου δράματος που εκτυλίσσεται λίγα χιλιόμετρα από το κέντρο της Αθήνας: τη φρίκη του στρατοπέδου των μεταναστών στην Αμυγδαλέζα. Ανάμεσα στα άλλα, ιδιαίτερη εντύπωση έχει κάνει το γεγονός ότι απροσδιόριστος αριθμός ανηλίκων κρατείται εκεί επί μήνες σε άθλιες συνθήκες. Ρακένδυτα, με πρόχειρα επιδιορθωμένες σαγιονάρες στα πόδια και μακό μέσα στην καρδιά του χειμώνα, δίχως θέρμανση και καθαριότητα, παιδιά που ξεκίνησαν το ταξίδι τους από χώρες με εμφύλιο και γενοκτονίες προς τον «Παράδεισο» της Ευρώπης βρέθηκαν πίσω από συρματοπλέγματα σε άθλια μισοκατεστραμμένα κοντέινερ να τρέφονται επί μήνες καθημερινά μόνο με λιγοστό ρύζι ή μισή μερίδα πατάτες χωρίς ιατρική φροντίδα, χωρίς πρόσβαση σε εκπαιδευτικές ή άλλες υπηρεσίες που όλες οι διεθνείς συμβάσεις για τα δικαιώματα του παιδιού θεωρούν απαραίτητες για όλους τους ανηλίκους ανεξαρτήτως φύλου, φυλής, θρησκείας ή εθνικότητας.

Ads

Τα γεγονότα μιλούν από μόνα τους:

Στα κέντρα κράτησης ανά την Ελλάδα παραμένουν σήμερα σε συνθήκες στρατοπέδου συγκέντρωσης περίπου 200 ανήλικοι: οι κρατικές υπηρεσίες δεν μπορούν καν να ορίσουν με βεβαιότητα τον ακριβή αριθμό, καθώς η διαπίστωση της ανηλικιότητας ενός μετανάστη σπανίως ακολουθεί προτυποποιημένες διαδικασίες, με αποτέλεσμα να υπάρχουν ανήλικοι (πέραν των 200 «αναγνωρισμένων») που κρατούνται μαζί με τους ενήλικες (ή και το αντίθετο).

Ετησίως η χώρα μας υποδέχεται περί τους 4.000 ασυνόδευτους ανηλίκους και παιδιά θύματα trafficking. Για τους ανηλίκους αυτούς έχουν προβλεφθεί γύρω στις 320 κλίνες σε ξενώνες ανοιχτού τύπου, προς τους οποίους προωθούνται, δεδομένου όμως του μεγάλου αριθμού των παιδιών αυτών αρκετά «ξεμένουν» επί μήνες σε κέντρα κράτησης όπως η Αμυγδαλέζα και άλλα. Το γεγονός ότι με μόλις 320 κλίνες που εξυπηρετούν 4.000 ανήλικους «ξεμένουν» εντέλει καμιά διακοσαριά ανήλικοι και όχι παραπάνω εξηγείται μόνο από το ότι, μετά την τοποθέτησή τους στους ξενώνες, τα παιδιά αυτά διαφεύγουν σε διάστημα από λίγες ώρες έως λίγες εβδομάδες, προκειμένου να βρουν διακινητή και να συνεχίσουν το ταξίδι τους προς τη Βόρεια και Κεντρική Ευρώπη.

Ads

Ωστόσο ακόμα και οι 320 αυτές κλίνες είναι αμφίβολο πόσο μπορούν να διατηρηθούν, καθώς λειτουργούν (από ΜΚΟ με ανάθεση από την κυβέρνηση) με χρήματα ευρωπαϊκών προγραμμάτων, τα οποία ως γνωστόν είναι πεπερασμένης χρονικής διάρκειας και λήγουν οσονούπω. Η δε ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών στους ξενώνες διαφέρει από περίπτωση σε περίπτωση ανάλογα με τον… «πατριωτισμό των Ελλήνων», καθώς δεν υπάρχει κανένας επί της ουσίας έλεγχος ποιότητας της παρεχόμενης φροντίδας στα παιδιά αυτά. Σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα οι συνθήκες διαβίωσης είναι απλώς κατά τι καλύτερες από τα κέντρα κράτησης-στρατόπεδα συγκέντρωσης αλλοδαπών. Και σε κάθε περίπτωση, αυτό που τελικά τους προσφέρεται είναι στην πλειονότητα των περιπτώσεων μια απλή στάση στο ταξίδι τους σε συνθήκες ιδρυματικής φιλοξενίας.

Το όλο «σύστημα» αυτό κοστίζει ετησίως πάνω από 4,5 εκατ. ευρώ στο Δημόσιο. Ένα σύστημα που διακηρυκτικά τουλάχιστον έχει στόχο είτε την επαναφορά των ανηλίκων αυτών στις βιολογικές τους οικογένειες είτε την ανατροφή τους έως την ενηλικίωσή τους και το οποίο με βάση τα επίσημα στοιχεία πετυχαίνει το σκοπό του σε λιγότερες του 2% περιπτώσεις… Και μόνο αυτή η τραγική αναποτελεσματικότητα θα έπρεπε και τεχνοκρατικά να έχει θορυβήσει τους ιθύνοντες.

Όπως συνήθως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, από το «σύστημα» αυτό δεν λείπει και ο παραλογισμός: λόγου χάρη, για να μετακινηθούν οι ασυνόδευτοι ανήλικοι από κάποιο σημείο των συνόρων όπου εντοπίζονται σε κάποιον ξενώνα απαιτείται αστυνομική συνοδεία «ένας προς ένα» (ένας αστυνομικός ανά ανήλικο) προκειμένου οι συνοδευόμενοι να παραδοθούν στους ανοιχτούς ξενώνες από τους οποίους πρόκειται να «την κοπανήσουν»,  στατιστικά μέσα σε λίγες ημέρες…

Ούτε και λείπει η υποκρισία των διεθνών και εγχώριων θεσμών. Για παράδειγμα, όλοι οι σχετικοί με το θέμα γνωρίζουν πως οι ασυνόδευτοι ανήλικοι ανήκουν σχηματικά σε τρεις κατηγορίες: εκείνους που έχασαν τους γονείς/φροντιστές τους στο ταξίδι (σαφώς η μικρότερη κατηγορία), τα θύματα λαθραίας διακίνησης παιδιών (smuggling) και τα θύματα εμπορίας ανηλίκων (trafficking). Και όλοι ξέρουν ότι ασυνόδευτος ανήλικος που δεν είναι ήδη θύμα smuggling ή trafficking είναι σίγουρα δυνητικό θύμα εντός λίγων ημερών. Επιπροσθέτως όλοι γνωρίζουν ότι τα όρια μεταξύ smuggling και trafficking (τα οποία έχουν διαφορετική νομική υπόσταση και επιφέρουν διακριτή μεταχείριση στα εκάστοτε θύματα) στην πράξη είναι αρκετά ασαφή. Η λαθρεμπορία ανθρώπων δεν είναι κάτι σαν εισιτήριο με το ΚΤΕΛ ή κλείσιμο θέσης με τουριστικό πρακτορείο. Και όλοι οι επαγγελματίες του χώρου έχουν ακούσει ιστορίες για παιδιά που δεν πουλήθηκαν (trafficking), αλλά απλώς αγόρασαν το λαθραίο ταξίδι τους (smuggling) και βρέθηκαν μολαταύτα πουλημένα σε επιχειρήσεις σεξουαλικής ή εργασιακής εκμετάλλευσης ανηλίκων στο τέλος της διαδρομής τους. Ή και που απλώς ήταν αρκετά ελκυστικά για τις ορέξεις του λαθρέμπορου τις ατέλειωτες νύχτες του μακρινού ταξιδιού τους… Επίσης, η επανένωση με τις βιολογικές οικογένειες που ορθώς μπορεί να προβλέπουν οι διακρατικές συμβάσεις ενδέχεται τελικά να είναι κάτι πολύ επικίνδυνο για τα παιδιά αυτά. Ιδιαίτερα αν αναλογιστεί κανείς πως οι οικογένειές τους μάλλον πουλήθηκαν ολόκληρες προκειμένου να πληρώσουν τα ναύλα στους λαθρεμπόρους, για να φτάσει το έφηβο αγόρι στην Ευρώπη να δουλέψει και να ξεφύγει από τη φρικτή ζωή στον τόπο τους. Έτσι, το να επιστρέψει άπρακτος και αποτυχημένος ο έφηβος αυτός στην πατρίδα του συχνά επιφέρει μοιραίες συνέπειες. Με δυο λόγια, η νομική και τυπική διαχείριση του προβλήματος με βάση τις προβλεπόμενες κατηγορίες και έννοιες είναι σφαλερή και παραπλανητική και συχνά είτε οδηγεί σε μέτρα που αποβαίνουν τελικά εις βάρος των ανηλίκων αυτών είτε παραγνωρίζει την πραγματικότητά τους αποτυγχάνοντας ως εκ τούτου να τα βοηθήσει.

Τέλος, εκτός από τα παιδιά στα κέντρα κράτησης και στους ξενώνες υπάρχουν και άλλοι ασυνόδευτοι ανήλικοι στη χώρα μας: Εκείνοι που δραπέτευσαν αλλά δεν έχουν ακόμα βρει τον τρόπο τους να συνεχίσουν το ταξίδι τους προς την «πλούσια» Ευρώπη. Μπορεί να τους βρει κανείς τα βράδια στο Πεδίον του Άρεως ή σε άλλα μισοσκότεινα σημεία της πόλης να ζητιανεύουν ή συχνότερα να εκπορνεύονται, προσπαθώντας έτσι να μαζέψουν τα υπέρογκα ναύλα που τους ζητούν διακινητές και λαθρέμποροι (η διάκριση άλλωστε είναι μόνο στο νομικό σύστημα, γιατί στη ζωή διαφορά ανάμεσα στις δυο κατηγορίες δεν πολυϋφίσταται). «Εδώ βγάζω 40 ευρώ την ημέρα, άμα έρθω μαζί σου θα βγάζω τόσα;» ρώτησε ένα από αυτά τα παιδιά έναν επαγγελματία που έκανε street work για μια ΜΚΟ και προσπαθούσε να το πείσει να εγκαταλείψει αυτή τη ζωή. Ίσως πάλι δεν τα μάζευε όλα για τα ναύλα, ίσως να έστελνε κι ένα μέρος πίσω στην οικογένειά του, λέγοντάς τους ψέματα ότι έχει βρει άλλη δουλειά, ότι κάνει άλλη ζωή, ότι σύντομα θα φέρει και τα αδέλφια του να ζήσουν μαζί του καλύτερα…

Αυτά είναι λίγο πολύ τα δεδομένα του προβλήματος. Και η παρούσα κυβέρνηση εξαγγέλλοντας σχεδόν εξαρχής το κλείσιμο του κέντρου κράτησης στην Αμυγδαλέζα έδωσε έμφαση στην άμεση ανάγκη μετακίνησης των ανηλίκων. Ωστόσο, οι εγγενείς αδυναμίες του «συστήματος», η εμπλοκή τριών συναρμόδιων υφυπουργείων (Μετανάστευσης, Προστασίας του Πολίτη και Κοινωνικής Αλληλεγγύης), οι ούτως ή άλλως ελλιπείς ανθρώπινοι και υλικοί πόροι για την παιδική προστασία, η απουσία ενιαίου συντονιστικού κέντρου και συντεταγμένου σχεδίου δράσης αλλά και οι ποικίλες αντιστάσεις από το εσωτερικό του παρόντος αναποτελεσματικού και ανάλγητου «συστήματος» κάνουν την υλοποίηση των κυβερνητικών αυτών εξαγγελιών αναμένεται.
Εντούτοις τα παιδιά αυτά εξακολουθούν να μένουν στην Αμυγδαλέζα και στα άλλα κολαστήρια. Με τα μακό τους και τις σαγιονάρες μέσα στο χιονιά, χωρίς θέρμανση και καθαριότητα, χωρίς γιατρούς και φροντίδα, τρώγοντας ρύζι και πατάτες. Και η εθελοντική προσφορά διάφορων ΜΚΟ που με τη θετική στάση τής παρούσας κυβέρνησης μπορούν πλέον να βελτιώνουν κάπως τις συνθήκες παρηγορούν λίγο την κατάσταση, αλλά δεν θεραπεύουν το πρόβλημα. Γιατί ακόμα κι αν εντός 100 ημερών όπως έχει εξαγγελθεί απομακρυνθούν όλοι οι ανήλικοι από τα κέντρα κράτησης, μέσα σε λίγες εβδομάδες πλέον με τη σταδιακή βελτίωση του καιρού το νέο εαρινό κύμα μεταναστών θα μας φέρει καινούργιους.

Οπότε και θα πρέπει να αναμετρηθούμε ως κοινωνία με το ερώτημα πώς διαχειριζόμαστε το πρόβλημα εν γένει. Οι απαντήσεις φυσικά δεν ταυτίζονται με ό,τι γίνεται σήμερα. Έτσι, π.χ. αντί για ένα αναποτελεσματικό και ακριβό «σύστημα» που συμπεριφέρεται στους ανήλικους αυτούς σαν να είναι κρατούμενοι και τους δίνει στην καλύτερη των περιπτώσεων ιδρυματικού τύπου φιλοξενία λίγων ημερών, θα μπορούσε κανείς να κινηθεί τελείως διαφορετικά. Να αρχίσει από το γεγονός ότι τα παιδιά αυτά είναι καταρχήν θύματα, ότι ως ανήλικοι έχουν δικαίωμα στη φροντίδα – άρα να δει πώς με τους υφιστάμενους πόρους θα τους παρέχει την καλύτερη δυνατή φροντίδα, αναγνωρίζοντας κιόλας παράλληλα την πραγματικότητα: ένα μέρος τους θα επιλέξει ούτως ή άλλως να συνεχίσει το ταξίδι. Επομένως μια ενέργεια θα ήταν ο εφοδιασμός με όσο γίνεται πιο ενισχυμένες δεξιότητες προκειμένου οι ανήλικοι αυτοί να τα βγάλουν πέρα αποφεύγοντας τους πολλούς κινδύνους που μια τέτοια πρόθεση εμπεριέχει.

Ως εκ τούτου θα μπορούσε να οργανώσει κέντρα παροχής πρώτων φροντίδων με έμφαση στην ενημέρωση – πληροφόρηση και όχι στη φύλαξη/κράτηση, υπηρεσίες μακράς φιλοξενίας για μέρος των ανηλίκων με μεγαλύτερο ορίζοντα παραμονής, αξιοποιώντας ιδιαίτερα τις τεχνικές της αναδοχής υπό κοινωνική εποπτεία κ.ο.κ.: και τεχνογνωσία υπάρχει αλλά και πρότερη εμπειρία σε άλλες χώρες του κόσμου. Αλλά και μια άμεση απάντηση στο καυτό πρόβλημα τού «εδώ και τώρα» θα μπορούσε να οργανωθεί εμπεριέχοντας:

(α) μια άμεση κοινωνική και όχι μόνο αστυνομική αξιολόγηση της ευαλωτότητας και του βαθμού κινδύνου των σημερινών κρατουμένων ανηλίκων,
(β) την άμεση μεταφορά των πιο ευάλωτων σε υφιστάμενες δομές με τη δυνατή επέκταση του δυναμικού τους αλλά και αναγκαστική αξιοποίηση και χώρων εν γένει παιδικής φιλοξενίας,
(γ) το συντονισμό των εθελοντικών προσφορών της κοινωνίας των πολιτών για τη βελτίωση των όρων διαβίωσης των ανηλίκων όπου σήμερα βρίσκονται, μέχρι την οριστική μεταφορά τους σε άλλα πιο ανθρώπινα περιβάλλοντα,
(δ) την οργάνωση ήδη από σήμερα της αναδιοργάνωσης του συστήματος διαχείρισης των ασυνόδευτων ανηλίκων έτσι ώστε το καλοκαίρι το νέο μεταναστευτικό κύμα να μη μας βρει πάλι απροετοίμαστους, και
(ε) τον ορισμό ενιαίου συντονιστικού κέντρου με αρμοδιότητα να υλοποιήσει όλα τα παραπάνω καθοδηγώντας τις συναρμόδιες υπηρεσίες και υπερβαίνοντας γραφειοκρατικές αγκυλώσεις και φορμαλισμούς, αν θέλουμε όντως αποτελεσματικότητα και ταχύτητα.

Θα απαιτηθούν όμως τομές στη λειτουργία του κρατικού μηχανισμού σε αυτό το πεδίο δράσης. Πάντως, ως προς τον τρόπο με τον οποίο απαντά εν γένει σε τέτοια ερωτήματα, θα χρειαστεί μάλλον η κυβέρνηση να αναμετρηθεί με τα προβλήματα:

(α) της μεθοδολογίας: αν προχωράει με αποφασιστικότητα και τόλμη σε μια ριζικά άλλη από την προηγούμενη διακυβέρνηση διαχείριση των προβλημάτων σύμφωνα με τη διαφορετική της πολιτική οπτική ή αν απλώς συνεχίζει την τυπολατρική διαχείριση των υφιστάμενων διαδικασιών και θεσμών, ίσως πιο έντιμα ίσως πιο ένθερμα αλλά πάντως business as usual
(β) του υποκειμένου: αν σε ένα τέτοιο εγχείρημα η νέα κυβέρνηση προτίθεται να κινηθεί με διαφάνεια αποκαλύπτοντας το εύρος και το βάθος των προβλημάτων που κληρονόμησε (π.χ. εν προκειμένω αναγνωρίζοντας δημόσια πως πρόκειται για μια ανθρωπιστική κρίση), να διευκολύνει τη συνδρομή της κοινωνίας των πολιτών και των κοινωνικών δυνάμεων, να προκαλέσει και να οργανώσει την εμπλοκή τους αλλά και την εποπτεία σε αυτές ή αν θα ακολουθήσει μια πιο παραδοσιακή διαχείριση εντός των κρατικών μηχανισμών, και
(γ) του στόχου: αν έχει όντως εναλλακτικό σχέδιο και άποψη για το «πού θέλει να το πάει» και αν προτίθεται να το υλοποιήσει ή αν βασικά θα ακολουθήσει την τροχιά των προηγούμενων διακυβερνήσεων ως προς τις βασικές πολιτικές στοχεύσεις αλλά και συνακόλουθα τις κοινωνικές δυνάμεις στήριξης της επίτευξής τους.
Αλλά αυτό το στοίχημα μάλλον αφορά το σύνολο του κυβερνητικού έργου και του πρακτέου της νεοεκλεγμένης κυβέρνησης ετούτο τον καιρό, τα οποία μετ’ ου πολύ θα απαντηθούν στην πράξη. Μέχρι τότε όμως τα παιδιά αυτά θα συνεχίζουν να είναι κρατούμενα πίσω από συρματοπλέγματα, θα μετακινούνται με συνοδεία αστυνομικών οργάνων «έναν προς ένα» μέσα σε κλούβες, θα είναι μέσα στη βρομιά, ντυμένα με κουρέλια και υποσιτισμένα στην καρδιά του χειμώνα, και μόλις τους δοθεί η ευκαιρία να δραπετεύσουν θα συχνάζουν στο Πεδίον του Άρεως ή άλλα μισοσκότεινα σημεία της πόλης κάνοντας οτιδήποτε για λίγα ευρώ προκειμένου να μπορέσουν ίσως να συνεχίσουν το ταξίδι τους για μια καλύτερη ζωή. Θα συνεχίσουν λοιπόν να είναι τα παιδιά του κατώτατου Θεού που υπάρχει σ’ αυτό τον κόσμο.  

*Ο Γιώργος Νικολαιδης, είναι διευθυντής Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας στο Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού