Η Ευρώπη, τέκνο του Διαφωτισμού, αποτέλεσε κοινωνική και πολιτιστική πραγματικότητα, κατάκτηση των ευρωπαϊκών λαών. Προπύργιο και λίκνο των ατομικών, κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων, του Κράτους Δικαίου, της αλληλεγγύης των λαών, της δημοκρατίας, αποτελεί το κοινό μας σπίτι, παρά τις διαφορετικές πολιτιστικές και κοινωνικές αφετηρίες μας. Το κοινωνικό οικοδόμημα της Ευρώπης παγίωσε και αποκρυστάλλωσε την έννοια του κοινωνικού κράτους, οι ιδρυτικές αρχές και αξίες των οραματιστών της, παρά τις εγγενείς διαφοροποιήσεις των κρατών εντός της, αποτέλεσαν οδηγό και πυξίδα προς το όραμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Πού βρισκόμαστε όμως σήμερα ως προς αυτό το στόχο;

Ads

Ο στόχος της ολοκλήρωσης, όπως αυτός αποτυπώνεται με την παράλληλη διεύρυνση και εμβάθυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πήρε λάθος δρόμο. Η διαμόρφωση του  συσχετισμού των πολιτικών δυνάμεων εντός της Ευρώπης και η επικράτηση συγκεκριμένων στρατηγικών επιλογών τους, έχει οδηγήσει στην υιοθέτηση ακραίων νεοφιλελεύθερων πρακτικών, που επιδρούν στην ποιότητα ζωής των ευρωπαϊκών λαών, αλλού περισσότερο και αλλού λιγότερο. Ακολουθήθηκαν, από τους έχοντες την πολιτική πρωτοκαθεδρία, μονεταριστικές πολιτικές και ακραιφνώς νεοφιλελεύθερες στρατηγικές, τα αποτελέσματα των οποίων πόρρω απέχουν από τις έννοιες και τα προτάγματα των ιδρυτών και οραματιστών της Ευρώπης των λαών, της κοινωνικής αλληλεγγύης και συνοχής, της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

Η Ένωση απέτυχε να προχωρήσει τους δύο πυλώνες της ολοκλήρωσης ισόρροπα. Η εμβάθυνση, το ποιοτικό χαρακτηριστικό της ολοκλήρωσης, μπήκε σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με τη διεύρυνση –ποσοτικό χαρακτηριστικό. Ακολουθήθηκε μια πλήρως ανισοβαρής τακτική η οποία οδήγησε σε αυτό που σήμερα παρατηρούμε, μια διόγκωση του αριθμού των κρατών – μελών, χωρίς να υπάρχουν τα στέρεα, αναλόγως εξελιγμένα θεμέλια για να τη στηρίξουν. Προτάχθηκε ο αμιγώς μονεταριστικός παράγων «κοινό νόμισμα» ως τελεολογικός, χωρίς υιοθέτηση πολιτικών που να βασίζονται στην ανάπτυξη και την αναδιανομή και που να έχουν ουσιαστικό στόχο την προώθηση ποιοτικών ενοποιητικών δράσεων μεταξύ των διαφορετικών παραγωγικών δυνατοτήτων των ευρωπαϊκών κρατών.

Αυτό, όμως, δεν είναι αποτέλεσμα ούτε της θείας βούλησης ούτε κάποιας μυστικιστικής νομοτέλειας. Είναι ζήτημα βαθύτατα πολιτικό, θέμα δομικών και πρακτικών λάθος επιλογών και επικράτησης πολιτικών, που στο θέατρο των παγκόσμιων αγορών επέλεξαν στρατηγικά να ακολουθήσουν ένα δρόμο παρεκκλίνοντα από αυτόν του στόχου του φεντεραλισμού και της ολοκλήρωσης, που γιγάντωσαν την αποθεσμοποίηση της Ένωσης και που αύξησαν, αντί να εξισώσουν, τις διαφορές μεταξύ των κρατών – μελών.
Η Ελλάδα, ούσα κομμάτι του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, βρίσκεται σήμερα στο κέντρο του ενδιαφέροντος.

Ads

Αποτελεί παράδειγμα αποσάθρωσης των μονεταριστικών πολιτικών που ακολουθήθηκαν, καθρέφτη των ουσιωδών αναπτυξιακών, παραγωγικών και θεσμικών διαφορών μεταξύ των κρατών, που ουδέποτε γεφυρώθηκαν, με ευθύνη των κυβερνήσεων επί σειρά δεκαετιών, αλλά εξίσου και του λάθος προσανατολισμού των ευρωπαϊκών ακολουθούμενων πολιτικών και στόχων.

Βρισκόμαστε σε ένα σταυροδρόμι πολύ κρίσιμων αποφάσεων, που δεν μπορούν πλέον να μετατεθούν στο μέλλον. Αποτελεί κοινωνιολογική παραδοχή, πως οι νοοτροπίες αλλάζουν πιο αργά από τα δεδομένα, όμως το σημείο είναι κομβικό και οι αποφάσεις που πρέπει να παρθούν εκατέρωθεν θα σηματοδοτήσουν πολύ σημαντικές εξελίξεις, και για τη χώρα μας αλλά και για τον προσανατολισμό που η Ένωση θα κληθεί να ακολουθήσει εφεξής.

O ΣΥΡΙΖΑ, εκλεγμένος για να κυβερνήσει με σκοπό την αλλαγή πολιτικής ως προς το μείζον για τη χώρα ζήτημα της αντιμετώπισης του χρέους, κλήθηκε να διαπραγματευτεί, με βασικό πυλώνα την παραμονή της χώρας εντός του ευρωπαϊκού πλαισίου. Δεν απέφυγε τις παλινωδίες επί πέντε μήνες, απέτυχε να κερδίσει καλύτερους όρους και χρηματοδότηση στη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου, κάτι που παραδέχτηκαν και αρμόδια κυβερνητικά στελέχη. Έχει εντός του στελέχη με αντιευρωπαϊκές θέσεις.

Δεδομένου του τεταμένου κλίματος των τελευταίων μηνών, της κοινωνικής αναταραχής, της ανθρωπιστικής κρίσης και της φτωχοποίησης μεγάλου μέρους του πληθυσμού, παρατηρείται μια πολύ ανησυχητική κλιμάκωση ενός αντιευρωπαϊκού κλίματος, εν μέρει και λόγω της ρητορικής των προαναφερθέντων στελεχών, αλλά και της παλαιόθεν ενδημούσας, σε σεβαστό κομμάτι του κόσμου, λογικής του «ανάδελφου έθνους».

Από την άλλη, μέρος της ευθύνης φέρουν οι ηγέτιδες ευρωπαϊκές πολιτικές δυνάμεις που διαμορφώνουν την κοινοτική πολιτική. Με αφορμή την ελληνική κρίση, που δεν είναι μεμονωμένη αλλά δομική, έχουμε φτάσει σε μια πολύ καθοριστική στιγμή για το όλον ευρωπαϊκό οικοδόμημα, σε στιγμές κρίσιμων αποφάσεων που δε δύνανται πλέον να μετατεθούν σε μεταγενέστερο χρόνο.

Το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, με τη σύμπραξη και την καταστροφική στροφή των Σοσιαλδημοκρατών, έχουν προκαλέσει και συντηρούν την αποθεσμοποίηση στους κόλπους της Ένωσης. Εξωθεσμικά υπερσυντηρητικά Διευθυντήρια έχουν νομιμοποιηθεί από τις ανωτέρω δυνάμεις, αποκρυσταλλώνοντας με την ισχύ τους τις πολιτικές της λιτότητας, της ευημερίας των αριθμών και όχι των λαών της Ευρώπης. Είναι αναμφισβήτητη πλέον η μεγάλη κρίση εμπιστοσύνης των ευρωπαίων πολιτών προς τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επί της ουσίας η θεσμική απαξίωσή τους στις συνειδήσεις των λαών.

Το εντεινόμενο χάσμα ανάμεσα στις χώρες Βορρά – Νότου λόγω της ελλιπούς εμβάθυνσης, η στρατηγική επιλογή της λιτότητας, η σταδιακή απώλεια θεμελιωδών εργασιακών δικαιωμάτων, κατεύθυνση που έχει καταστεί εμμονική, κόντρα σε κάθε λογική περί ανθρώπινης ευημερίας και ανάπτυξης, έχει απομακρύνει τους πολίτες από τα κέντρα αποφάσεων, οι πολιτικές των οποίων αφορούν όμως πρώτα και κύρια τους ίδιους. Νιώθουν πως δεν έχουν πλέον κανέναν έλεγχο, κανέναν λόγο στη λήψη αποφάσεων, αφού η αποθεσμοποίηση και η αδυναμία πραγματικού κοινωνικού ελέγχου τους έχει μετατοπίσει στο περιθώριο, απέναντι σε κάθε έννοια λαϊκής κυριαρχίας και εν γένει ιδρυτικών ευρωπαϊκών αξιών. 

Η περίπτωση της Ελλάδας, προϊόν μεγάλων λαθών και δομικών ανεπαρκειών και της χώρας αλλά και της Ένωσης, έχει καταστεί κέντρο παγκόσμιου ενδιαφέροντος λόγω πιθανών οικονομικών επιπτώσεων. Για την Ευρώπη όμως, το διακύβευμα είναι πλέον υπαρξιακό και θα καθορίσει την πορεία που θα κληθεί να επιλέξει εφεξής.

Η κυβέρνηση, με όλα τα λάθη που έκανε στη διάρκεια της διαπραγμάτευσης, καλεί τον ελληνικό λαό να αποφασίσει ως προς το μέλλον του, πάνω σε μια προτεινόμενη συμφωνία της οποίας τα χαρακτηριστικά έχουμε βιώσει τα τελευταία χρόνια και θα συνεχίσουμε να βιώνουμε για ένα πολύ μακρύ χρονικό διάστημα, εάν την αποδεχθούμε ως έχει. Μια συμφωνία, της οποίας τα χαρακτηριστικά και αποδεδειγμένα αποτελέσματα βαίνουν ενάντια σε κάθε λογική αλληλεγγύης, ανθρώπινης αξιοπρέπειας, κοινωνικής ευημερίας και ανάπτυξης, που διέπουν τα θεμελιώδη ευρωπαϊκά κεκτημένα.

Αυτός ο δρόμος της άμεσης λαϊκής ετυμηγορίας, που δε θα διακυβεύει την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας αλλά θα καταστεί το ισχυρότερο διαπραγματευτικό χαρτί στα χέρια της κυβέρνησης σε αναζήτηση μιας βιώσιμης συμφωνίας, με αναπτυξιακά χαρακτηριστικά και –επιτέλους- οριστική διευθέτηση του ζητήματος του χρέους, είναι ο ορισμός της άσκησης λαϊκής κυριαρχίας των ελλήνων πολιτών.

Και οι πολίτες πρέπει σε αυτό το κομβικό σημείο να αποφασίσουν με νηφαλιότητα, μακριά από την πρωτοφανή και απροκάλυπτη τρομοκρατία που τα ΜΜΕ ασκούν από την πρώτη στιγμή της εξαγγελίας  δημοψηφίσματος και την εντελώς απαράδεκτη στάση της αντιπολίτευσης, η οποία, επιλέγοντας να χαρακτηρίσει την ύψιστη αμεσοδημοκρατική δημοκρατίας ως «πραξικόπημα», αποδεικνύεται ανάξια των ευθυνών της και κινείται στα όρια της δημοκρατικής εκτροπής.

Το διακύβευμα την ερχόμενη Κυριακή δεν είναι μόνο η ανάσχεση της καταστροφικής ασκούμενης ευρωπαϊκής πολιτικής στη χώρα μας και η απόπειρα ανάκτησης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και προοπτικής.

Ένα ισχυρό «όχι» προερχόμενο από έναν κυρίαρχο ευρωπαϊκό λαό θα γίνει, αναπόφευκτα και μπροστά στα μάτια όλων πλέον χωρίς υπεκφυγές, η αφορμή και το έναυσμα για μια συζήτηση που από καιρό έπρεπε να είχε αρχίσει και είναι υπαρξιακού για την Ευρώπη χαρακτήρα: Την επιστροφή στις ρίζες και το χαμένο της δρόμο, στις ιδρυτικές αρχές και αξίες της και τον αταλάντευτο προσανατολισμό της στην ομοσπονδιοποίηση και ολοκλήρωση, με βάση τα κοινωνικά της κεκτημένα και το όραμα των ιδρυτών της.

* Η Μαρία Γιαννακάκη είναι μέλος της ΚΕ της Δημοκρατικής Αριστεράς