Κάθε χρόνο οι μαθητές της Γ΄ Λυκείου και οι γονείς τους ζουν με την αγωνία της βαθμολογίας που θα κατακτήσουν και της Σχολής στην οποία θα ενταχθούν – μέσα από ένα σύστημα που περισσότερο μοιάζει με μπιλιάρδο παρά με εξεταστικό ή εισαγωγικό σύστημα. Κεντρική θέση σε τούτο το εξεταστικό σύστημα κατέχει το μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας. Ένα κείμενο που υπέγραψαν δεκάδες εκπαιδευτικοί για την αξιολόγηση των πανελλαδικών εξεταζόμενου μαθήματος της έκθεσης, μας δίνει την ευκαιρία να κάνουμε ένα ευρύτερο διάλογο σχετικά με μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας (έκθεση)…

Ads

Ένα αναμφισβήτητο γεγονός που αποδεικνύεται τόσο από διεθνείς συγκριτικές μελέτες όσο και στην καθημερινή εκπαιδευτική πράξη εμπειρικά είναι η αδυναμία των μαθητών μας να αντιληφθούν κείμενα διαφορετικής σκοπιμότητας και ύφους, να τα αποδώσουν περιληπτικά, να τα αξιολογήσουν και να τα αναπαραγάγουν στις κεντρικές τους ιδέες. Επίσης εμφανής είναι η αδυναμία των μαθητών να καταγράψουν σε κείμενο τις δικές τους ιδέες και να πείσουν μέσω του κειμένου τους.
Κάθε συζήτηση όμως για την αδυναμία αυτή όταν στέκεται μακριά από τη φύση του σχολείου απλά συντελεί σε μία βαθμοθηρική συζήτηση ή και σε μία ρατσιστική αντιμετώπιση των “νέων που δεν ξέρουν ελληνικά, που καταστρέφουν τη γλώσσας μας κλπ”…

Οι μαθητές μας δε γράφουν όσα γραπτά κείμενα χρειάζονται ώστε να φτάσουμε στο απαιτούμενο επίπεδο των πανελλαδικών εξετάσεων. Ο ανταγωνισμός των Πανελλαδικών σε συνδυασμό με την εξαντλητική φροντιστηριακή εκπαίδευση δημιουργούν ένα αβυσσαλέο κενό μεταξύ των πέντε τάξεων της Μέσης Εκπαίδευσης και της Γ΄ Λυκείου. Δεν είναι τυχαίο ότι ουσιαστικά οι μαθητές γράφουν δύο ή τρεις εκθέσεις (άρθρα άλλα κείμενα) στις έξι σχολικές τάξεις (ενώ στα φροντιστήρια μία κάθε εβδομάδα σχεδόν). Κι όμως έχει αποδειχθεί ότι όσο περισσότερο γράφει κάποιος, τόσο βελτιώνεται στην έκφραση και την έκθεση επιχειρημάτων και ιδεών.

Τούτο δε έρχεται να συμπληρώσει έναν βασικό παράγοντα που συνήθως οι εκπαιδευτικοί της πράξης παραβλέπουν: την κοινωνική προέλευση της γλωσσικής αρτιότητας ή αδυναμίας ενός μαθητή. Η γλώσσα που μεταχειρίζονται οι γονείς μεταξύ τους είτε στα τέκνα τους ή σε τρίτους και η βιωματική σχέση με το βιβλίο κινητοποιούν ή αδρανοποιούν αναλόγως τις γλωσσικές ικανότητες των μαθητών. Και καθώς τούτο είναι αντικειμενικό, καλείται το σχολείο να μειώσει το κοινωνικό – γλωσσικό – χάσμα των νέων.

Ads

Το γλωσσικό μάθημα είναι άμεσα συνυφασμένο, λοιπόν, με την κοινωνική προέλευση, την οικογενειακή μόρφωση και την οικογενειακή σχέση με το βιβλίο και το γραπτό λόγο. Δεν είναι απλά ένα διδακτικό αντικείμενο στο οποίο η εκμάθηση κανόνων και αρχών θα οδηγήσει σε θετική αξιολόγηση (όπως τα αρχαία ελληνικά και μαθήματα όγκου ή θετικών επιστημών). Είναι ένα αντικείμενο που απαιτεί χρόνια εκπαίδευση, βιωματική σχέση, ένα μάθημα στο οποίο η βαθμολογική βελτίωση απαιτεί καιρό για να φανεί, αφού πρέπει πρώτα ο μαθητής να κατακτήσει το αντικείμενο.

Τούτα τα δεδομένα όμως σε ένα εξετασιοκεντρικό σύστημα που στέκει με απάθεια απέναντι στις κοινωνικές κι εκπαιδευτικές ανισότητες – και τελευταία στοχεύει στην όξυνσή τους – δημιουργούν προβλήματα όχι μόνο στην παιδευτική διαδικασία, αλλά και στην ψυχολογία των μαθητών (όρα παλαιότερα άρθρα μας «Σπάζοντας τα δεσμά των εξετάσεων», «Κωπηλατώντας στην τρικυμία της γνώσης» και «Υπουργείο εξετάσεων, ανεργίας, σκλάβων και Θρησκευμάτων»).

Κάθε απόπειρα να συζητήσουμε για τις Πανελλαδικές (για το συγκεκριμένο διδακτικό αντικείμενο) χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη βασικούς παράγοντες, ακούσια υπηρετεί ένα εξετασιοκεντρικό και βαθμοθηρικό σύστημα που βιάζει την αξιοπρέπεια των μαθητών και εντείνει τις μαθησιακές ανισότητες. Αντίθετα, είναι ανάγκη να κατατεθούν προτάσεις που να καλλιεργούν τη γλωσσική ικανότητα των παιδιών από τάξεις μακριά ακόμα από τις εξετάσεις…

Είναι αναγκαίο οι μαθητές μας να μάθουν από μικρή ηλικία να διαβάζουν κείμενα διαφορετικής σκοπιμότητας και ύφους (άρθρα, δοκίμια, ταξιδιωτικά κείμενα), να παίρνουν ιδέες και τούτες να συζητούνται/αναπτύσσονται στην τάξη.

Είναι αναγκαίο οι νέοι από την εφηβική ηλικία να παρατηρούν την κοινωνία και να μπορούν να εντοπίσουν τα προβλήματά της και να υποστηρίξουν σχετικές ιδέες τους.

Και τούτο δε θα γίνεται απλά με μία έκθεση. Καθώς στόχος είναι η βιωματική σχέση με την γραπτή αναπαραγωγή της γλώσσας, το σχολείο οφείλει να αναπτύξει δράσεις εκτός αίθουσας (σχολική εφημερίδα, εκθέσεις επισκέψεων, λογοτεχνικές δράσεις μαθητών μέσα στο σχολείο, εισηγήσεις μαθητών σε συνέδρια ή σχολικές δράσεις κλπ). Είναι χαρακτηριστικό ότι το παλαιότερο καλλιτεχνικό μάθημα του σχολείου, Η Νεοελληνική Λογοτεχνία, διδάσκεται όπως τα μαθήματα προς αποστήθιση κι όχι ως μία μορφή Τέχνης προκαλώντας τους μαθητές να δημιουργήσουν κι εκείνοι έργα λόγου.

Έχουμε ανάγκη από την πλήρη ανασχηματισμό της γλωσσικής εκπαίδευσης. Όχι απλά αλλαγή βιβλίων, αλλά αύξηση των γραπτών κειμένων (κατά τον γράφοντα χωρίς αξιολόγηση, ώστε να μην ενισχύσουν τον εξετασιοκεντρισμό και τη βαθμοθηρία) κάθε είδους και με κάθε αφορμή. Και για τούτο πρέπει να αλλάξει άρδην η λογική που διέπει τη διδακτική προσέγγιση της γλώσσας. Curriculum – αντί του υπάρχοντος αναλυτικού -, υποστήριξη ενισχυτική των αδύναμων βαθμολογικά μαθητών, παρακίνηση των μαθητών να συγγράψουν, να εμπνευστούν από την κοινωνία και τα προβλήματά της… Και σαφώς τούτη η γλωσσική διδακτική προσέγγιση, ενισχύει και την κριτική αντίληψη.

* Κατεβάστε ελεύθερα το πολιτικό δοκίμιο Η μεσαία τάξη στην αγχόνη της κρίσης του Δήμου Χλωπτσιούδη από εδώ ή διαβάστε το online