Την Τρίτη 26 Ιανουαρίου πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία του Βρετανικού Οργανισμού Lumos και της Διεύθυνσης Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού συνάντηση εργασίας με θέμα την ανάγκη μεταρρύθμισης του συστήματος παιδικής προστασίας στην χώρα μας. Στην συνάντηση αυτή επιβεβαιώθηκαν και παλαιότερα ευρήματα για την δραματική κατάσταση στην Ελλάδα ιδιαίτερα αναφορικά με τα πλαίσια τοποθέτησης και φιλοξενίας παιδιών που απομακρύνονται από τις βιολογικές τους οικογένειες.

Ads

Έτσι, από αρκετές μελέτες που πραγματοποιήθηκαν τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα φαίνεται ότι τα παιδιά που απομακρύνονται από τις οικογένειές τους τείνουν να τοποθετούνται σε κλειστή ιδρυματική φροντίδα (συχνά σε ιδρύματα μεγαλύτερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο), όπου παραμένουν για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Τα ποσοστά επανένωσης των παιδιών με τη βιολογική τους οικογένεια είναι χαμηλά, όπως χαμηλά είναι και τα ποσοστά τοποθέτησης σε ανάδοχες οικογένειες. Οι διαπιστώσεις αυτές επιβεβαιώθηκαν πρόσφατα σε σχετική μελέτη του Κέντρου Ερευνών Ρίζες, που υλοποιήθηκε στο πλαίσιο της πανευρωπαϊκής καμπάνιας Opening Doors, όπου εκτιμήθηκε ότι κατά το έτος 2014 2.825 παιδιά διαβιούσαν σε ιδρυματική φροντίδα σε σύνολο 85 ιδρυμάτων, τα περισσότερα εκ των οποίων νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου.

Η στρατηγική ανασκόπηση της κατάστασης στην Ελλάδα του Οργανισμού Lumos κατέληξε σε παρόμοιες διαπιστώσεις. Στην ανασκόπηση αυτή διαπιστώθηκε επίσης ότι η κακοποίηση – παραμέληση των παιδιών ήταν ένας από τους πιο συνηθισμένους λόγους παραπομπής των παιδιών σε κοινωνικές υπηρεσίες ή και εισαγωγής τους σε ιδρύματα. Ωστόσο, η τοποθέτηση σε ιδρύματα ως απάντηση σε περιστατικά βίας κατά των παιδιών είναι απίθανο να αποφέρει θετικά αποτελέσματα, δεδομένου ότι τα παιδιά σε ιδρύματα διατρέχουν πολύ πιο αυξημένο κίνδυνο να υποστούν εκ νέου κακοποίηση, βία, παραμέληση και εμπορία σε σύγκριση με τους συνομηλίκους τους που ζουν σε οικογένειες. Επιπλέον, η έλλειψη ενός αποτελεσματικού μηχανισμού καταγραφής, επιτήρησης ή/και εποπτείας των δομών κλειστής ιδρυματικής φροντίδας στην Ελλάδα θέτει αυτά τα ευάλωτα παιδιά σε ακόμη μεγαλύτερο κίνδυνο καθώς η έλλειψη ελεγκτικών μηχανισμών για το σύνολο των ιδρυμάτων, σημαίνει ότι τυχόν παραβιάσεις συχνά παραμένουν απαρατήρητες. Οι προβληματισμοί είναι εντονότεροι για παιδιά που ζουν σε ιδρύματα που δεν διαθέτουν άδεια λειτουργίας και, ως εκ τούτου, βρίσκονται ακόμα πιο μακριά από τον έλεγχο αρμόδιων δημόσιων υπηρεσιών.

Η φτώχεια, η έλλειψη γονικών δεξιοτήτων, η περίπτωση γονέων με ειδικές ανάγκες, η ανεπαρκής εκπαίδευση ή ακόμα οι ασθένειες ή οι ακατάλληλες συνθήκες στέγασης καταγράφηκαν επίσης ως συχνοί παράγοντες για την τοποθέτηση παιδιών σε ιδρυματική φροντίδα. Τέτοιες τοποθετήσεις, ωστόσο, αντιβαίνουν στα δικαιώματα του παιδιού στην οικογενειακή ζωή, όπως αυτά κατοχυρώνονται στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού, τονίζοντας την επιτακτική ανάγκη για περισσότερες κοινοτικού τύπου υπηρεσίες προκειμένου να υποστηριχθούν οι ευάλωτες οικογένειες στην Ελλάδα. Ανησυχία προκαλούν επίσης αναφορές σύμφωνα με τις οποίες έχει αυξηθεί ο αριθμός των παιδιών που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας λόγω των μέτρων λιτότητας και της οικονομικής κρίσης. Η υπάρχουσα κατάσταση σε συνδυασμό με την απουσία συστηματικής στήριξης των ευάλωτων οικογενειών υποδεικνύουν περαιτέρω αύξηση του αριθμού των παιδιών που διατρέχουν τον κίνδυνο ιδρυματοποίησης.

Ads

Στην συνάντηση εργασίας που συμμετείχαν ο Συνήγορος του Παιδιού Γ. Μόσχος, ο Εκπρόσωπος για την Ευρώπη του Ύπατου Αρμοστή του Ο.Η.Ε. για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα Jan Jarab, εκπρόσωποι της πολιτικής ηγεσίας των συναρμόδιων Υπουργείων Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Υγείας και Δικαιοσύνης αλλά και της τοπικής αυτοδιοίκησης, επιστήμονες και φορείς παιδικής προστασίας του κυβερνητικού χώρου και της κοινωνίας των πολιτών συζητήθηκαν μια σειρά προτάσεις για την αναγκαία μεταρρύθμιση του συστήματος στην Ελλάδα.

Σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα και τις κατευθυντήριες οδηγίες όλων των διακρατικών οργανισμών, ένα σύγχρονο σύστημα προστασίας των παιδιών πρέπει να στηρίζεται πρωταρχικά στην πρόληψη, στην διαθεσιμότητα κοινοτικών κοινωνικών υπηρεσιών που να υποστηρίζουν αλλά και να επιβλέπουν τις οικογένειες σε κρίση έτσι ώστε να μειώνεται ο αριθμός των παιδιών που θα χρειαστεί να απομακρυνθούν από τους γονείς τους. Αλλά και για όσες περιπτώσεις αυτό είναι αναπόφευκτο, η προσωρινή τοποθέτηση των παιδιών για φιλοξενία πρέπει να γίνεται κατ’ εξοχήν σε ανάδοχες οικογένειες ή σε μικρές δομές δυναμικότητας μονοψήφιου αριθμού παιδιών με παράλληλα εντατική παρέμβαση στην βιολογική οικογένεια για να μπορέσει το παιδί να επιστρέψει σε αυτήν με ασφάλεια το συντομότερο. Και για όσα παιδιά τελικώς θα χρειαστεί να μεγαλώσουν μακριά από τους γονείς τους και πάλι οι προτεινόμενες επιλογές οφείλουν να εξασφαλίζουν περιβάλλον που να προσιδιάζει στον οικογενειακό θεσμό.

Τέλος θα πρέπει με ένα συστηματικό τρόπο να προτυποποιηθούν οι διαδικασίες αξιολόγησης παιδιών σε κίνδυνο, και η επαφή τους με τις αρχές, να διατυπωθούν σύγχρονες, αντι-ιδρυματικές προδιαγραφές ποιότητας για τις υπηρεσίες παιδικής προστασίας, να σταματήσει η συνεχιζόμενη κακοποίηση παιδιών σε ιδρύματα (όπως π.χ. οι δραματικές περιπτώσεις παιδιών με αναπηρία που διαβιούν σε ξύλινα κλουβιά υπό την φροντίδα του κράτους!), να τεθεί ένα συστηματικό πρόγραμμα σταδιακού κλεισίματος κάθε ιδρυματικού πλαισίου για βρέφη και νεογνά όπως άλλωστε εδώ και πολλά χρόνια επιτάσσει η σχετική παγκόσμια οδηγία του Ο.Η.Ε.

Στην κατεύθυνση της προώθησης μιας τέτοιας ριζικής μεταρρύθμισης είναι πιο απαραίτητη από ποτέ μια συμμαχία όλων των σχετικών φορέων της κοινωνίας των πολιτών. Μια συμμαχία που θα αναλάβει την «από τα κάτω» προώθηση και υλοποίηση ενός άλλου προτύπου αντίληψης και δράσης για την προστασία των παιδιών. Ενός προτύπου το οποίο μακάρι και οι ιθύνοντες να υιοθετήσουν ώστε να αποκτήσει και η χώρα μας επιτέλους ένα πραγματικό Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τα Δικαιώματα του Παιδιού που να καταλήγει σε συγκεκριμένες δεσμεύσεις, χρονοδιαγράμματα και παρεμβάσεις και να μην εξαντλείται σε γενικόλογα ευχολόγια όπως δυστυχώς γίνεται μέχρι σήμερα.

Σήμερα έχει πλέον συστηματικά αποδειχθεί πως όλες οι προαναφερόμενες δράσεις προστασίας και φιλοξενίας των παιδιών θυμάτων δεν είναι μόνο πιο αποτελεσματικές στην προστασία των παιδιών από την επαναθυματοποίηση και στην προαγωγή της ψυχικής τους υγείας αλλά είναι και λιγότερο ή στην χειρότερη περίπτωση το ίδιο δαπανηρές με το βαρύ, αναποτελεσματικό και κακοποιητικό ιδρυματικό μοντέλο παιδικής προστασίας. Στις μέρες μας λοιπόν, που με δεδομένη την ένδεια που θα υπάρχει για αρκετά χρόνια στους διατιθέμενους πόρους κοινωνικής προστασίας, η Ελληνική κοινωνία βρίσκεται μπροστά στο δίλημμα: θα συνεχίζει να σπαταλά τους λίγους αυτούς πόρους σε υπηρεσίες που αποδεδειγμένα εκθέτουν τα παιδιά – θύματα σε κινδύνους περαιτέρω επαναθυματοποίησης ή θα αποφασίσει να ξεπεράσει αντιστάσεις, αναστολές και συμφέροντα και να ακολουθήσει ένα εναλλακτικό, φιλικό προς τα παιδιά μοντέλο;

Διαβάστε επίσης: 

Επόμενο: Το φαινόμενο του «παγόβουνου» στην έκταση της βίας κατά των παιδιών

* Ο Γιώργος Νικολαίδης είναι ψυχίατρος