Χρειάζεται τριπλάσια μείωση των εκπομπών απ’ αυτή που έχουν συμφωνήσει να πραγματοποιήσουν οι χώρες μέλη της Συμφωνίας για το Κλίμα για να μην περάσει το ανεκτό κατώφλι των 2 °C  η άνοδος της θερμοκρασίας του πλανήτη  σύμφωνα με μελέτη που δημοσίευσε το Πρόγραμμα Περιβάλλοντος των Ηνωμένων Εθνών στη φετινή Συνόδου για το Κλίμα που έγινε στη Βόννη της Γερμανίας 6-17 Νοεμβρίου. 

Ads

‘Τα δύο βασικά αποτελέσματα της Συνάντησης ήταν μια δέσμη οδηγιών για την υλοποίηση της Συμφωνίας του Παρισιού, καθώς και ο διάλογος για τον τρόπο καταμέτρησης και καθορισμού των σημερινών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Είναι και τα δύο κρίσιμα διότι η Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα αποφάσισε μεν πολλά πράγματα αλλά δεν ανέλυσε ποιος θα κάνει τί, πότε και πως’, λέει ο κ Ψύχας, Τμηματάρχης στο Τμήμα Κλιματικής Αλλαγής του ΥΠΕΚΑ και μέλος της Ελληνικής αντιπροσωπείας στη Βόννη. ‘Όπως επισημαίνει βέβαια ο κ Ψύχας ‘δεν έχουν παρθεί τελικές αποφάσεις στη Συνάντηση και η συζήτηση θα ολοκληρωθεί στις επόμενες δύο ετήσιες Συναντήσεις για το Κλίμα πριν δηλαδή τεθεί σε εφαρμογή η Συμφωνία του Παρισιού το 2020’.

Υπενθυμίζεται ότι στη Σύνοδο του Παρισιού που υπέγραψαν 200 χώρες το 2015 καθορίστηκε το ανεκτό κατώφλι της ανόδου της θερμοκρασίας στους 2 °C και κατά το δυνατόν χαμηλότερα στους 1,5 °C. ‘Αυτό δεν σημαίνει ότι ακόμη κι αν παραμείνουμε στο κατώφλι των 2 °C ή 1,5 °C δεν θα καταγραφούν μεγάλες καταστροφές. Ο καταστροφές που θα σημειωθούν όμως με αύξηση της θερμοκρασίας πάνω από 2 θα είναι πολύ σημαντικότερες’ διευκρινίζει ο κ Ψύχας. 

Πολλές από τις ισχυρές οικονομίες του πλανήτη έχουν εντωμεταξύ  εντατικοποιήσει τις προσπάθειές τους για το μετριασμό της κλιματικής αλλαγής, όμως η καλύτερη γνώση του θέματος έχει ανεβάσει τις εκτιμήσεις για την μείωση των εκπομπών. ‘Η σταθεροποίηση των επιπέδων των αερίων του θερμοκηπίου που παρατηρείται την περασμένη τριετία είναι θετική αλλά φαίνεται πως  δεν αρκεί για να αποφύγουμε μια άνοδο της θερμοκρασίας κατά 3. Επιπλέον αυτή η επιτυχία είναι πιθανό να ανατραπεί από την επιτάχυνση της παγκόσμιας οικονομίας’, επισημαίνει ο ίδιος. 

Ads

Για την Ελλάδα ειδικότερα οι εκτιμήσεις των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής στην οικονομία ανέρχονται σε δεκάδες εκατομμύρια. Σύμφωνα με μελέτη που εκπόνησε η Τράπεζα της Ελλάδας (ΤτΕ) τα μέτρα προσαρμογής στην άνοδο της θερμοκρασίας κατά την περίοδο 2025-2050 μπορεί να αντιστοιχούν στο 1,5% του ΑΕΠ, την περίοδο 2051-2070, σε 0,9% του ΑΕΠ και μετά το 2070 σε 0,1% του ΑΕΠ. Σωρευτικά, η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή μπορεί να  στοιχίσει στην ελληνική οικονομία (μέχρι το 2100) €123 δισεκ. (τιμές 2008). ‘Πρόκειται για μια χώρα με εξαιρετικά μεγάλο μήκος ακτογραμμής, περίπου 16.300 χλμ. εκ των οποίων περίπου τα 1.000 χλμ. αποτελούν περιοχές υψηλής ευπάθειας στην κλιματική αλλαγή. Η ευπάθεια των Ελληνικών ακτών έγκειται στον κίνδυνο ανόδου της μέσης στάθμης της θάλασσας στη χώρα μας, η οποία εκτιμάται ότι θα κυμανθεί μέχρι το 2100 μεταξύ 0,2 και 2 μέτρων’ επισημαίνει ο κ Ψύχας. Περίπου το 20% της ακτογραμμής αποτελείται από ακτές με μέτρια έως υψηλή ευπάθεια στις εκτιμώμενες εξελίξεις σύμφωνα με τις αναλύσεις της Τράπεζας.

Πόσο μεγάλη είναι λοιπόν η ψαλίδα ανάμεσα στις σημερινές δεσμεύσεις  και  στις απαιτούμενες μειώσεις εκπομπών για να αποτραπεί ο κίνδυνος θέρμανσης του πλανήτη πάνω από 2 °C ή 1,5 °C; Για να μείνουμε στο όριο των 2 °C βαθμών σύμφωνα με τις αναλύσεις των επιστημόνων της μελέτης του ΟΗΕ η μείωση των εκπομπών πρέπει να προσεγγίσει τους 11-13 Gt δηλαδή ενώ αντίστοιχα για τον στόχο των 1,5 °C βαθμών η μείωση πρέπει να στα 16-19 Gt αναφορικά με τους σημερινούς στόχους, δηλαδή 27% και 38% επί των συνολικών εκπομπών αντίστοιχα.

Όσον αφορά στην Ελλάδα, η χώρα  ‘θα πετύχει και μάλιστα θα υπερκαλύψει τους στόχους της μείωσης των εκπομπών που έχουν τεθεί ως το 2020.  Στις μειώσεις των εκπομπών ρόλο έχει παίξει βέβαια και η κρίση που έχει οδηγήσει σε ελάττωση των βιομηχανικών ρύπων και των εκπομπών από μετακινήσεις’, αναφέρει ο κ Ψύχας.

Το οικονομικό ζήτημα ‘αγκάθι’ της Συνόδου

Αντίθετα με τη γενική εντύπωση αισιοδοξίας που χαρακτήρισε τις διαπραγματεύσεις διαφωνίες σημειώθηκαν για άλλη μια φορά στις συζητήσεις γύρω από το οικονομικό ζήτημα που είναι και το πλέον ακανθώδες. Αναγνωρίζοντας ότι αν υπάρχει ελπίδα να αντιμετωπιστεί η πρόκληση της κλιματικής αλλαγής αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με οικονομική στήριξη των αναπτυσσόμενων κρατών, οι αναπτυγμένες χώρες έχουν συμφωνήσει να προσφέρουν το ποσό των 100 δις δολαρίων ετήσια σε αναπτυξιακή βοήθεια από το 2020. Το ποσό αυτό που ξεπερνά συνολικά σε μέγεθος το 55% του Ελληνικού ΑΕΠ θα διατεθεί για δράσεις μετριασμού της κλιματικής αλλαγής δηλαδή δράσεις ελάττωσης των εκπομπών αλλά και για την προσαρμογή στην αύξηση της στάθμης της θάλασσας, σε ακραία καιρικά φαινόμενα κι άλλες απειλητικές επιδράσεις της κλιματικής αλλαγής. 

Όπως όμως ισχυρίζονται οι αναπτυσσόμενες χώρες επικρατεί ασάφεια για το πως και με τί όρους θα εκταμιευτούν τα 100 δις δολάρια μες την επόμενη τριετία.. ‘Είναι βέβαιο πως οι χώρες που θα υποστούν τις βαρύτερες συνέπειες από την κλιματική αλλαγή, δηλαδή οι αναπτυσσόμενες χώρες είναι και αυτές που φταίνε λιγότερο για τα σημερινά επίπεδα διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα. Η ασάφεια όμως στην επικείμενη χρηματοδότηση είναι υπαρκτή και υπάρχει ανάμεσα σε άλλα κι επειδή οι διαπραγματεύσεις διεξάγονται σε έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο όπου για παράδειγμα δεν είναι ξεκάθαρο ποιες είναι αναπτυσσόμενες και ποιες αναπτυγμένες χώρες. Έτσι λοιπόν με τα σημερινά δεδομένα η Κίνα συγκαταλέγεται ανάμεσα στις αναπτυσσόμενες χώρες που θα λάβει βοήθεια ενώ η Ελλάδα είναι μια χώρα που πρέπει να δώσει βοήθεια. Όπως επίσης η Τουρκία παρότι συγκαταλέγεται στους G20 θεωρείται αναπτυσσόμενη οικονομία’, επισημαίνει ο  κ Ψύχας.

Η παραφωνία των ΗΠΑ στις διαπραγματεύσεις της Βόννης

Παρά τις ανησυχίες των χωρών ότι λόγω της αμφισβήτησης από τις ΗΠΑ για τη Συμφωνία για το Κλίμα η Αμερικανική αντιπροσωπεία θα έπαιζε διαλυτικό ρόλο στις διαπραγματεύσεις, στην πράξη όπως παραδέχονται κατά κοινή ομολογία συμμετέχοντες στη Σύνοδο η παρουσία των ΗΠΑ ήταν κυρίως χαμηλόφωνη και η στάση που υιοθέτησαν ήταν παθητική.

Αντίθετα αντιδράσεις από ΜΚΟ και ομάδες πολιτών προκάλεσε εκδήλωση που διοργάνωσε η Αμερική στο περιθώριο της Συνόδου. Την αντίδραση πυροδότησε η τοποθέτηση των ΗΠΑ υπέρ της χρήσης κάρβουνου καθώς και της πυρηνικής ενέργειας για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών στο μέλλον. Οι ΗΠΑ ισχυρίζονται ότι η χρήση ‘καθαρότερου’ κάρβουνου είναι κεντρικής σημασίας και αποτελεί μονόδρομο για τις αναπτυσσόμενες χώρες και τα εκατομμύρια πληθυσμών που αντιμετωπίζουν θεόρατη ενεργειακή φτώχια.

‘Συμμεριζόμαστε τη θέση των αναπτυσσόμενων χωρών που ισχυρίζονται ότι η παύση της λειτουργίας για τις υπάρχουσες μονάδες ηλεκτροπαραγωγής από κάρβουνο είναι αντί-οικονομική και γι’ αυτό δεν αποτελεί ρεαλιστική λύση. Αυτό που υποστηρίζουμε όμως είναι πως όλες οι κυβερνήσεις ανεξαιρέτως των αναπτυγμένων και αναπτυσσόμενων χωρών οφείλουν να πάρουν στα σοβαρά την ανάγκη τερματισμού χρήσης λιθανθράκων και να επενδύσουν αποτελεσματικά προς αυτή την κατεύθυνση’, επισημαίνει ο κ Γουέντελ Τρίο, Διευθυντής του ΜΚΟ Climate Action Network, ένα συνασπισμό πάνω από 100 ΜΚΟ που με έδρα τις Βρυξέλλες εργάζονται για το θέμα της κλιματικής αλλαγής.

‘Για την ΕΕ όμως ειδικότερα υποστηρίζουμε ότι πρέπει να τεθούν εκτός λειτουργίας μονάδες κάρβουνου ως το 2020. Ήδη ορισμένες χώρες έθεσαν πρόσφατα συγκεκριμμένα χρονοδιαγράμματα όπως η Ιταλία που δεσμεύτηκε να θέσει εκτός λειτουργίας όλες τις μονάδες κάρβουνου ως το 2025’ επισημαίνει ο κ Τρίο. ‘Παράλληλα συστάθηκε πρόσφατα μια νέα πρωτοβουλία υπό την καθοδήγηση του Καναδά και του Ηνωμένου Βασιλείου καθώς και άλλων 20 χωρών ανακοίνωσαν την πρόθεση να τερματίσουν την χρήση κάρβουνου για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας’ συμπληρώνει ο ίδιος.

Την άποψη ότι οι αναπτυσσόμενες χώρες οφείλουν να τραβήξουν τη μπρίζα σε σχέδια κατασκευής νέων μονάδων κάρβουνου υποστηρίζει και η κα Βιτζέτα Ρατάνι, εκπρόσωπος του Ινδικού ΜΚΟ Centre for Science and Environment που με έδρα το Ν. Δελχί εργάζεται για θέματα προστασίας του περιβάλλοντος. ‘Για να αποεπενδύσουν από τις μονάδες κάρβουνου που βρίσκονται σε λειτουργία οι αναπτυσσόμενες χώρες θα χρειαστούν βεβαίως μακρύτερα χρονικά διαστήματα απ’ ότι τα αναπτυγμένα κράτη. Όμως οι οικονομικές και τεχνολογικές εξελίξεις έχουν καταστήσει τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας προσιτές. Επιπλέον θα χρειαστεί να δοθεί οικονομική στήριξη και τεχνογνωσία από τις αναπτυγμένες χώρες προκειμένου να διασφαλιστεί η μετάβαση των αναπτυσσόμενων χωρών σε καθαρές πηγές ενέργειας’ επισημαίνει η κα Ρατάνι.

Νέο αγκάθι όμως στη συγκέντρωση των 100 δις δολαρίων για τη χρηματοδότηση δράσεων μετριασμού και προσαρμογής στην κλιματική στις αναπτυσσόμενες χώρες αποτελεί η ενδεχόμενη αποχώρηση των ΗΠΑ από τη Συμφωνία για το Κλίμα. ‘Αυτή τη στιγμή οι ΗΠΑ έχουν δεσμευτεί να παρέχουν 30 δις επί του συνόλου των 100 δις ετησίως από το 2020, δηλαδή έχουν αναλάβει να συμβάλουν με ένα ποσό ανάλογο με αυτό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αν αποχωρήσουν από τη Συμφωνία θα δημιουργηθεί ένα πολύ μεγάλο χρηματοδοτικό κενό δημιουργώντας νέες αβεβαιότητες για την εφαρμογή της Συμφωνίας για το Κλίμα’, καταλήγει ο κ Ψύχας.-

* Η Σοφία Σπύρου, είναι δημοσιογράφος – οικονομολόγος Περιβάλλοντος