Με βάση την παραδοχή ότι ιστορικά οι άνθρωποι δεν έχουν εθνικό πολιτισμό ως άτομα, αλλά ως μέλη αντικειμενικώς υφιστάμενης εθνικής ομάδας, η εθνική ταυτότητα της Ευρώπης είναι δευτερογενής, δηλαδή αποτελεί σύνθεση των εθνικών πολιτισμών των λαών που έχουν ζήσει μέχρι σήμερα στην εδαφική της επικράτεια και αποτύπωσαν εκεί τους πολιτισμούς τους.

Ads

Τα θεμέλια για τη διαμόρφωση αυτής της δευτερογενούς ταυτότητας, παρείχαν τρεις παράγοντες: ο Ελληνικός πολιτισμός, η ιδιαίτερη Ρωμαϊκή παράδοση της δυτικής Ευρώπης και ο Διαφωτισμός που διαμόρφωσε τη νεωτερική Ευρώπη. Όμως, συστατικό στοιχείο του Ευρωπαϊκού πολιτισμού, είναι επίσης ο Χριστιανισμός, ως προς τον οποίο πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ των τριών Εκκλησιών του, δηλαδή Ορθόδοξης, Καθολικής και Προτεσταντικής Εκκλησίας, αντιστοιχούσα σε τρεις ειδικότερες ομάδες αξιών. Όσο και αν έχουν γίνει προσπάθειες άμβλυνσης αυτών των διαφορών χάριν της ενότητας της Ευρωπαϊκής ταυτότητας, αυτές παραμένουν, έχοντας βαρύνουσα σημασία στη Βιώσιμη Πολιτεία.

Αυτές οι διαφορές, που διαμορφώνουν την Ευρώπη σε περιοχές της Ορθόδοξης, Καθολικής και Προτεσταντικής Εκκλησίας, λαμβάνονται σοβαρά υπ’ όψιν κατά την οργάνωση του πολιτικού συστήματος και των διαφόρων πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έτσι, τα έθνη της Ορθόδοξης και Καθολικής Εκκλησίας διακρίνονται για το μεταφυσικό και συλλογικό χαρακτήρα των αξιών τους, ενώ τα Προτεσταντικά έθνη, για τον ατομοκεντρικό και υλιστικό χαρακτήρα των αξιών τους αντίστοιχα, κάτι το οποίο δεν επιτρέπει να λησμονηθεί ότι από τους τελευταίους προέκυψε η αγορά.

Η ροπή της αγοράς προς επικράτηση, τείνει να υποβαθμίσει τη δέσμη των αξιών που, θεωρητικά, υπαγορεύει η θρησκεία. Βάσει αυτής της ουσιώδους διαφοράς, τροφοδοτείται και ο διαχωρισμός που θέλει τους Ορθόδοξους και Καθολικούς να φέρονται προς τη Βιωσιμότητα και το Κράτος, ενώ τους Προτεστάντες προς τις ατομοκεντρικές αξίες και την αγορά.

Ads

Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι η βιώσιμη πολιτική οργάνωση για την Ευρώπη, δεν μπορεί να είναι Ομοσπονδιακό Κράτος ή Συνομοσπονδία κυρίαρχων κρατών και ισχυροποιεί την παρουσία της Βιώσιμης Ευρώπης ως Διεθνή Οργανισμό, αποτελούμενο από κυρίαρχα κράτη, τα οποία συντονίζουν απλώς τις πολιτικές τους και δεν ακολουθούν ενιαίες λύσεις. Είμαστε μακρυά από την εποχή των θρησκευτικών πολέμων και τις νύχτες του Αγίου βαρθολομαίου, αλλά ούτε οι Ορθόδοξοι της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης πρόκειται να αποδεχθούν τα ήθη των Προτεσταντών, ούτε αντιστρόφως εκείνοι τις αυστηρές παραδόσεις των Ορθοδόξων και Καθολικών.

Επειδή, λοιπόν, η Ευρώπη ξεκίνησε με τα κυρίαρχα κράτη να συνάπτουν διεθνή σύμβαση για οργανώσουν μια κοινή αγορά, έναν διεθνή οικονομικό θεσμό, και ακριβώς επειδή ήταν καθαρά Κράτη Πρόνοιας, διατήρησαν και προήγαγαν όχι μόνο την αγορά, αλλά παράλληλα και την κοινωνική πολιτική. Αυτό είναι το περίφημο «Ευρωπαϊκό Πρότυπο» (European Model) που ίσχυσε μέχρι σήμερα και διέκρινε την Ευρωπαϊκή αγορά από την Αμερικανική και πάνω στο οποίο βασίστηκε η μετονομασία της «Οικονομικής Ανάπτυξης» σε «Βιώσιμη Ανάπτυξη».

Οι σοβαρότατες και βαθιές διαφορές στις αξίες που ανάγονται στον θρησκευτικό προσανατολισμό και στην αντίστοιχη φιλοσοφία, θεωρητικά πάντα, έχουν παντού και συνεχή την παρουσία τους, ιδίως στη βιώσιμη ανάπτυξή τους, αφ ’ενός μεν διότι αντανακλούν στις επιλογές των πρακτικών σκοπών και της νομοθεσίας και αφ ‘ετέρου δε, διότι επηρεάζουν τις κατευθύνσεις και το περιεχόμενο της κοινωνικής πολιτικής.

Ορισμένες κοινωνικές πολιτικές όμως, είναι η άλλη όψη του νομίσματος της αγοράς που προσείλκυε πάντοτε την προσοχή των ανθρώπων της, ενδιαφερομένων πρωτίστως για τη συμπίεση του κόστους. Και ο μεγάλος, επικείμενος κίνδυνος, προέρχεται από την επιδρομή που έχει ήδη αναλάβει η αγορά, κατά ζωτικών τομέων της κοινωνικής πολιτικής, αποβλέπουσα ακριβώς στην ενσωμάτωσή τους στην αγορά, κίνδυνος, ο οποίος, θεωρητικά, θα εκτιμηθεί διαφορετικά από Ορθόδοξους και Καθολικούς και διαφορετικά από Προτεστάντες.

Η αγοραία καταγωγή και η μακρά παράδοση του Κράτους Πρόνοιας, συντηρούν στους κόλπους της Ευρώπης, δύο αλληλοσυγκρουόμενες τάσεις: η πρώτη τάση αντιλαμβάνεται τη διαχείριση όλων των αξιών ως υποτελή στη διαχείριση της αγοράς, ενώ η δεύτερη τάση ακολουθεί τη μακρά παράδοση του Κράτους Δικαίου και Πρόνοιας που εκφράζει τον Ευρωπαϊκό Πολιτισμό. Έτσι, μολονότι η Ε.Ε. φιλοδοξεί να παίξει πρωτεύοντα ρόλο στη βιώσιμη ανάπτυξη, εμφανίζει διακυμάνσεις στην πολιτική της, είτε λόγω εξαγοράς πολλών ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, είτε λόγω ευθείας εξάρτησης πολλών νέων μελών της από την Αμερικανική πολιτική. Για το λόγο αυτόν, δεν έχουν επιτευχθεί πολλά πράγματα σε επίπεδο εμπέδωσης και διάδοσης της Βιώσιμης Ανάπτυξης, κάτι το οποίο επιβεβαιώνει η αποτυχία κατάρτισης εθνικών στρατηγικών σχεδίων βιώσιμης ανάπτυξης, με αποτέλεσμα η Ευρώπη να αναγκαστεί να εξειδικεύσει τομείς προτεραιότητας στη βιώσιμη ανάπτυξη, όπως η αλλαγή κλίματος, η δημόσια υγεία, η φτώχεια, η γήρανση πληθυσμού, η διαχείριση φυσικών πόρων και μεταφορές, ενώ η πραγματική προτεραιότητα είναι ο οικονομικός ανταγωνισμός, προς απόσπαση μείζονος μεριδίου στην παγκόσμια αγορά.

Κάπως έτσι, η ηπειρωτική Ευρώπη περνάει από τη διδασκαλία του Θωμά του Ακινάτη και την εξημέρωση της απόλυτης εξουσίας με την εισαγωγή των εννοιών  της κρατικής σκοπιμότητας, (raison d’etat) και του γενικού συμφέροντος (interest general), στις πρώτες φιλελεύθερες αντιλήψεις για την υπεροχή του ατομοκεντρικού επί του κοινωνιοκεντρικού αξιώματος, γύρω στα μέσα του 18ου αιώνα.

Στη Μεγάλη Βρετανία, το πέρασμα από την εμποροκρατική πολιτική των Τυδώρ και Στιούαρτ, στην επικράτηση της φιλελεύθερης διδασκαλίας των Lock, Hume και Adam Smith, δε συνάντησε δυσκολίες και ήρθε να εξάρει τον ατομικό εγωισμό, ως μοχλό της κοινωνικής ευημερίας. Κατά την Αγγλοσαξωνική αντίληψη, η έννοια του δημοσίου συμφέροντος δεν έχει αντικειμενική υπόσταση. Το Κράτος απομακρύνεται από κάθε παραγωγική δράση, περιορίζει την κηδεμονία του επί της οικονομικής ζωής, αποσυνθέτει τις συντεχνίες, καταργεί κάθε προστασία της εγχώριας παραγωγής και αφήνει τα άτομα, να διακανονίσουν την τύχη τους, ανάλογα με τις δυνάμεις τους.

Οι σχέσεις Κράτους και Οικονομίας ανά τα έτη δοκιμάζονται, για να φθάσουμε μετά από δύο παγκόσμιους πολέμους και την ενδυνάμωση του ρόλου του Κράτους που αυτοί επέφεραν, για να φθάσουμε τελικά στην κρίσιμη δεκαετία του 1980. Όπου η παραπάνω φιλοσοφία, λαμβάνει τη σάρκα και τα οστά του επίσημου προγράμματος  Ρήγκαν στις Η.Π.Α (θρήσκευμα: Πρεσβυτεριανισμός, ήτοι χριστιανικό δόγμα που συνδέεται με την Καλβινιστική θεολογική παράδοση του Προτεσταντισμού) και Θάτσερ στη Μεγάλη Βρετανία ( Θρησκεία: Η Εκκλησία της Αγγλίας, Καθολική και Μεταρρυθμισμένη, καθώς οι αξίες στις οποίες βασίζεται, ανήκουν στην Προτεσταντική Μεταρρύθμιση).

Βασικές νομικές μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για την εφαρμογή αυτών των προγραμμάτων, είναι η ιδιωτικοποίηση (privatization) και η αποδέσμευση, δηλαδή η έξοδος από το καθεστώς διοικητικών ρυθμίσεων (deregulation).

Η νέα τάξη πραγμάτων δεν έχει προηγούμενο. Ο λεγόμενος συντηρητισμός του Ρήγκαν και της Θάτσερ, δεν έχει τίποτα το συντηρητικό, με την έννοια της προσήλωσης ή επιστροφής στις παραδόσεις. Η νέα αυτή τάξη, υπερβαίνοντας όρια και περιορισμούς που θέτουν ιστορικές, γεωγραφικές και κοινωνικές συνθήκες, μέσα από ζυμώσεις και αντιφάσεις, ήρθε για να δημιουργήσει μία τάξη πραγμάτων θεμελιωμένη στους νόμους της αγοράς και φυσικά της παγκοσμιοποίησης, για την επικράτηση της οποίας ‘σμίλεψε’ τις κοινωνίες και άνοιξε το δρόμο.

Και κάπως έτσι, με το προσφυγικό σε έκρηξη και ανθρώπους σε απόγνωση για μια καλύτερη ζωή, τελικά να τη χάνουν, την άνοδο της φασίζουσας δεξιάς να είναι πλέον πραγματικότητα και όχι πιθανότητα, τη δικτατορία των πολυεθνικών να επιβάλλει χάρτα απορρύθμισης σε βασικούς τομείς του κοινωνικού ιστού μέσω των εμπορικών συμφωνιών Ε.Ε και Η.Π.Α., μέσα από τον κυκεώνα των ιστορικοπολιτικών εξελίξεων, φθάνουμε στο σήμερα του 2015, να βιώνουμε τις και στις, αλλαγές της Προτεσταντικής, κατά το μεγαλύτερο ποσοστό Βόρειας Ευρώπης των αποφάσεων, μετα-απορρυθμιστικού, όμως κρίνοντας εκ των ενόντων, περιεχομένου..

* Η Αλεξία Κωνσταντινίδου είναι Χημικός Μηχανικός και Περιβαλλοντολόγος – Επιστημονική Συνεργάτιδα του Επιμελητηρίου Περιβάλλοντος και Βιωσιμότητος