Οι τελευταίες εβδομάδες έχουν πολλά να μας διδάξουν στο πεδίο της οικονομικής πολιτικής. Ανοίγουν, επίσης, μία ρωγμή στην κυρίαρχη μέχρι τώρα αντίληψη ως προς το τι επιτρέπεται να κάνει ένα κυρίαρχο κράτος. 

Ads

Κατ’ αρχάς έχει πολύ ενδιαφέρον η εκκωφαντική σιωπή όλων αυτών των οικονομικών αναλυτών που για πάνω από δέκα χρόνια αναπαράγουν το ερώτημα «πού θα τα βρείτε τα λεφτά;;!!» προς κεντρικές κυβερνήσεις ανά τον κόσμο.  Αν μη τι άλλο, η σημερινή κρίση καταδεικνύει περισσότερο από ποτέ ότι οι βασικοί δημοσιονομικοί περιορισμοί στην αύξηση δαπανών είναι πολιτικοί – όχι οικονομικοί. H περίπτωση της Ευρωζώνης ενέχει ασφαλώς την ιδιαιτερότητα μη- ελέγχου του νομίσματος από τα κράτη μέλη, ιδιαιτερότητα η οποία δεν καταργεί την παραπάνω διαπίστωση, αλλά την μεταφέρει σε Ευρωπαϊκό επίπεδο.

Οι πρωτόγνωρες συνθήκες τις οποίες ζούμε έχουν επαναφέρει το φάντασμα της ύφεσης πάνω στην παγκόσμια οικονομία. Το απαισιόδοξο σενάριο είναι μία νέα ύφεση όμοια με αυτή του 2008- 2010, ή και χειρότερη. Το «αισιόδοξο» είναι μία ραγδαία αλλά προσωρινή κάμψη στην οικονομική δραστηριότητα, με ανάκαμψη το δεύτερο εξάμηνο του 2020 ή το πρώτο του 2021. Το τελικό αποτέλεσμα θα είναι συνάρτηση δύο παραγόντων. Ο πρώτος παράγοντας είναι αυτός της αποτελεσματικότητας και του εύρους των μέτρων αντιμετώπισης της κρίσης. Εδώ η βασική διαφορά με το 2008 είναι ότι στήριξη χρειάζονται όλοι οι τομείς της οικονομίες ταυτόχρονα, και όχι μόνο το τραπεζικό σύστημα. Ο δεύτερος παράγοντας είναι η συνολική διάρκεια της πανδημίας, κάτι το οποίο δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε αυτή τη στιγμή.

Αυτό που μπορούμε να προβλέψουμε είναι ότι όπως σταδιακά θα επιστρέφουμε σε μία κατάσταση κανονικότητας η προσοχή θα στραφεί ξανά στην κατακόρυφη αύξηση των δημοσιονομικών ελλειμάτων και χρεών τα οποία πολλές δυτικές κυβερνήσεις θα καταγράφουν. Το κύριο ερώτημα που θα προκύψει είναι το πώς θα αντιμετωπισθεί αυτή η καταγραφή.  Από τη μία μεριά οι χρηματαγορές και οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης θα επιδεινώσουν την πρόσβαση σε ιδιωτικά κεφάλαια αυξάνοντας τα κόστη δανεισμού και μειώνοντας τους βαθμούς πιστοληπτικής ικανότητας (credit ratings). Από την άλλη θα υπάρχουν οικονομολόγοι και πολιτικές δυνάμεις οι οποίες θα ξεκινήσουν να επαναλαμβάνουν το επιχείρημα που λέει ότι ‘ναι μεν ήταν αναγκαίες οι έκτακτες δαπάνες για την αντιμετώπιση της κρίσης, αλλά θα έπρεπε οι κυβερνήσεις να είχαν μεριμνήσει για ένα πλεόνασμα/ κουμπαρά για τέτοιες περιπτώσεις’.

Ads

Είναι εύκολο να δει κανείς τον αντικατοπτρισμό της ιστορίας των τελευταίων ετών στη μελλοντική αυτή κατάσταση. Γι’ αυτό το λόγο, το ζήτημα δεν είναι πια η παρουσίαση νέων προοδευτικών οικονομικών προτάσεων, αλλά ο βαθμός στον οποίο οι υπάρχουσες προτάσεις θα μπορέσουν να γίνουν κυρίαρχες. Εδώ έχει σημασία να διαχωρίσουμε τις προτάσεις σε αυτές που μπορούν να υιοθετηθούν ως έκτακτες (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι από μόνες τους τέτοιες) από αυτές που είναι εκ φύσεως δομικές.

Εστιάζοντας στην Ευρωζώνη, όπου κατά έναν παράλογο τρόπο η συζήτηση έχει ανοίξει εν μέσω της ίδιας της κρίσης, μερικά παραδείγματα έκτακτων προτάσεων είναι η ιδέα του Ευρωομολόγου καθώς και η ιδέα μιας μερικής παραγραφής του χρέους των κρατών μελών. Από την άλλη, παραδείγματα δομικών προτάσεων είναι η κατάργηση των δημοσιονομικών κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας (60% όριο στο δημόσιο χρέος προς ΑΕΠ, και 3% όριο στο δημοσιονομικό έλλειμα), η εισαγωγή νέων στόχων στο καταστατικό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), πέραν του στόχου σταθερού πληθωρισμού (π.χ. στόχος πλήρους απασχόλησης), καθώς και η θέσπιση μιας ουσιαστικής ΕυρωπαΪκής Αναπτυξιακής Τράπεζας.

Και στις δύο κατηγορίες προτάσεων, ο βασικός παράγοντας που θα καθορίσει το βαθμό αποδοχής τους είναι οι πολιτικοί συσχετισμοί που θα αναδειχθούν μέσα από την κρίση. Θεωρώ όμως ότι παρ’ όλες τις αρχικές τους αντιδράσεις, ακόμα και οι χώρες του ΕυρωπαΪκού βορρά θα αναγκαστούν να συμφωνήσουν σε έκτακτα μέτρα, όπως η έκδοση Ευρωομολόγου. Αυτό για το λόγο ότι σε διαφορετική περίπτωση θα οδηγήσουν την Ευρωζώνη στην οριστική διάλυσή της. Τα μόνα δύο εναλλακτικά τα οποία έχουν είναι είτε να αφήσουν κυβερνήσεις όπως αυτές της Ιταλίας και της Ισπανίας να χρεοκοπήσουν, είτε να τις οδηγήσουν σε νέα πακέτα στήριξης όμοια με αυτά της προηγούμενης δεκαετίας. Η πρώτη περίπτωση ουσιαστικά δεν υφίσταται λόγω του μεγέθους των δύο αυτών χωρών. Η δεύτερη είναι πολιτικά μη διαχειρίσιμη έπειτα από μία δεκαετία λιτότητας και οικονομικής στασιμότητας.  Με αυτή την έννοια, η θέσπιση έκτακτων μέτρων δεν θα πρέπει να θεωρηθεί νίκη της προοδευτικής Ευρώπης, αλλά καταφύγιο ανάγκης της οικονομικής ορθοδοξίας και της πολιτικής συντήρησης. Το πραγματικό πολιτικό διακύβευμα είναι η δομική μεταστροφή του Ευρωπαϊκού οικονομικού μοντέλου.

* Ο Στέφανος Ιωάννου είναι μεταδιδακτορικός ερευνητής οικονομικής γεωγραφίας Πανεπιστήμιο Οξφόρδης