Έχω την εξής απορία: Ας υποθέσουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε κερδίσει τις εκλογές το 2015 και ο επαίσχυντος «νόμος Γαβρόγλου» δεν είχε υπάρξει ποτέ. Τα ΤΕΙ δεν θα είχαν ενσωματωθεί στα Πανεπιστήμια, αλλά θα είχαν παραμείνει (όπως προέβλεπε ο παλαιότερος νόμος) Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, με εισακτέους που γράφουν για 3, 4 ή 5. Τί θα έκανε μπροστά σ’ αυτή την κατάσταση το σημερινό Υπουργείο Παιδείας;

Ads

Μια  λύση θα ήταν να αποδεχθεί το 3, 4, 5 ως αρκετά καλό για να ξεκινήσουν οι απόφοιτοι Λυκείου σπουδές στην τεχνολογική εκπαίδευση. Αυτό όμως θα αντέφασκε με τη ρητορική της υπουργού, που έχει εξηγήσει σε κάθε τόνο ότι τα ΑΕΙ πρέπει να απαλλαγούν από φοιτητές με τόσο χαμηλές επιδόσεις στις πανελλήνιες για να «αναβαθμιστούν». Η άλλη λύση θα ήταν να κλείσουν τα περισσότερα Τμήματα των ΤΕΙ, γεγονός που θα δημιουργούσε ένα τεράστιο κενό στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και θα προκαλούσε θύελλα διαμαρτυριών. Τρίτη λύση δεν μπορώ να φανταστώ, εκτός εάν ο συντελεστής της ελάχιστης βάσης εισαγωγής που προτείνεται με το νέο νομοσχέδιο κατέβαινε από το 0,8  (όπως εικάζεται ότι θα είναι στο κάτω όριο) στο 0,3. Αυτό όμως θα ήταν λαϊκισμός αισχίστου είδους, αφού το ψάρι θα βαφτιζόταν κρέας και η περίφημη ελάχιστη βάση εισαγωγής δεν θα είχε κανένα νόημα. Από που προκύπτει αυτό το άτοπο; Μα βέβαια από το γεγονός ότι οι πανελλήνιες εξετάσεις, που έχουν αναμφίβολα τον χαρακτήρα κατατακτηρίων, θεωρούνται από το Υπουργείο ως μια αξιόπιστη δοκιμασία που ελέγχει το επίπεδο των γνώσεων -και των ικανοτήτων.

Συνεχίζω το υποθετικό μου σενάριο, γιατί η παραπέρα εξειδίκευσή του οδηγεί σε διασκεδαστικά συμπεράσματα. Εάν είχαν κλείσει Τμήματα των ΤΕΙ, δεν θα υπήρχε πιθανότατα το Τμήμα Τεχνολογίας Ήχου και Ακουστικής (που σήμερα ανήκει στο Ελληνικό Μεσογειακό Πανεπιστήμιο), γιατί ο τελευταίος σε σειρά υποψήφιος συγκέντρωσε πέρυσι  4.200 μόρια, δηλαδή περίπου 4 στα μαθήματα που εξετάστηκαν. Άρα, κάποιοι ενδιαφέροντες τύποι, όπως ο Βαγγέλης Χατζηγιάννης, δεν θα είχαν φοιτήσει σ’ αυτό το Τμήμα και  δεν θα είχαν αναγκαστεί να μάθουν κιθάρα και κάτι άλλα περί ήχου και ηχοληψίας. Χωρίς αυτά τα τεχνικά εφόδια (συν κάτι ψιλά, όπως Αγγλικά, ψηφιακά και μια ευρύτερη γνώση του μουσικού στερεώματος), οι Χατζηφραγκέτα θα είχαν παραμείνει στην καλύτερη ένα συμπαθητικό συγκροτηματάκι, πολύ διαφορετικό από αυτό που ξέρουμε σήμερα ως Xatzifrageta (ή Hatzifrageta), the Band. Για ρίξτε μια ματιά στο πρόγραμμα του Τμήματος Τεχνολογίας Ήχου και Ακουστικής στην Κρήτη και θα καταλάβετε γιατί το λέω αυτό.

Αλλά ποιοι είναι τέλος πάντων αυτοί οι Χατζηφραγκέτα; Είναι ένα μουσικό συγκρότημα αποτελούμενο από τους Βαγγέλη Χατζηγιάννη, Πάνο Φραγκιαδάκη (που είναι και ο πυρήνας του γκρουπ), Γιώργο Χριστοδούλου και Βασίλη Τσιγκρή.  Ξεκίνησαν γύρω στο 2007 και είναι πασίγνωστοι στους μαθητές και τους νεαρούς φοιτητές. Όποιος διαθέτει στοιχειώδη μουσική παιδεία και έχει διαβάσει λίγο περισσότερο από τον Υπουργό ΠΡΟΠΟ καταλαβαίνει με την πρώτη επαφή ότι το συγκρότημα αυτό έχει κάτι να πει και να δείξει. Και στη μελωδική γραμμή, και στους στίχους, και στη σκηνική παρουσία. Είναι πρωτότυποι, ακόμα και όταν διασκευάζουν ή «κλέβουν» στοιχεία·  σοβαροί επί της ουσίας, παρά την ακραία πλάκα που κάνουν αυτοσαρκαζόμενοι· επίκαιροι, παρότι ορισμένα τραγούδια τους αναφέρονται σε «πανάρχαια» προβλήματα· και πολύ τολμηροί, μ’ όλο το έκκεντρο και το υπαινικτικό που έχουν οι στίχοι τους. Να μη το κάνω πολύ ακαδημαϊκό και το χαλάσω: Δεν πρόκειται για τους Έλληνες Beatles, αλλά, τηρουμένων των αναλογιών, οι Χατζηφραγκέτα βρίσκονται στον ίδιο «ρου» με τον Springsteen, τον πρώιμο Dylan και τον δικό μας Σαββόπουλο. Αυτή είναι η εικόνα για τον μη συμπλεγματικό παρατηρητή, που βλέπει youtube και το σκέφτεται λίγο μετά, βοηθούσης της πανδημίας.

Ads

Υπάρχει η πλάνη ότι οι δημιουργικοί μουσικοί και γενικά οι καλλιτέχνες δεν χρειάζονται τυπική Παιδεία. Αυτό είναι μόνο εν μέρει σωστό. Ο Bob Dylan έχει εξηγήσει στην αυτοβιογραφία του ότι τα θεμέλια της στιχογραφίας του (που κέρδισε Nobel) βρίσκονται σε όσα έμαθε ως μαθητής στο σχολείο και στα άπειρα βιβλία που διάβασε όταν πρωτοπήγε στη Νέα Υόρκη. Την Παιδεία και τις δεξιότητες μπορεί να τα αποκτήσει κανείς με πολλούς τρόπους. Οι λαϊκοί καλλιτέχνες μπορεί να μην πήγαν σε ωδεία και σε πολυτεχνεία, αλλά είτε παιδεύτηκαν μόνοι τους για χρόνια, είτε τους «σήκωσε» μέχρι εκεί που έφτασαν η κουλτούρα της εποχής τους, είτε βρήκαν συνεργάτες που με τον τρόπο τους τους δίδαξαν τα βασικά. Τα «γρατζουνίσματα» του Σαββόπουλου στο «Φορτηγό» (μαζί με τους στίχους του) ήταν αρκετά για να τον φέρουν στο προσκήνιο τη δεκαετία του 1960, αλλά δεν θα αρκούσαν για να εκφράσει τον μελωδικό πλούτο και τα νοήματα που είχε στο μυαλό του τα επόμενα χρόνια. Όταν κάποτε τον επισκεφτήκαμε στο σπίτι του, διαπιστώσαμε έκπληκτοι ότι η βιβλιογραφία για τον Καραγκιόζη ήταν σχεδόν ένα ολόκληρο ράφι στη βιβλιοθήκη. Και να σκεφτείτε ότι μιλάμε για μόνο για ένα τραγούδι.

Κακά τα ψέματα. Η Τέχνη έχει τεχνικές προϋποθέσεις και αφετηρίες, που δεν είναι πάντοτε διαισθητικές. Αν αυτό ισχύει λοιπόν για το κατ’ εξοχήν αφηρημένο, θα ισχύει κατά μείζονα λόγο και για τη «μαστοριά». Δεν έχουμε πλέον την ανάγκη αυτοδίδακτων ή «πρακτικών» ηλεκτρολόγων, μηχανικών αυτοκινήτων, ψυκτικών και … μαιών. Ήδη πολλές από τις συσκευές που χρησιμοποιούμε επισκευάζονται ή συντηρούνται με βάση δύσκολα manuals, λογισμικό και εξειδικευμένα εργαλεία.  Η δε Μαιευτική είναι πια μια ολόκληρη επιστήμη.  

Αυτό που επιχειρεί η κυβέρνηση, να μετατρέψει δηλαδή ένα ζωντανό Πανεπιστήμιο σε έναν κλειστό, αποστειρωμένο χώρο, με «φύτουλες» φοιτητές και μονοδιάστατους δασκάλους, δεν υπηρετεί την κοινωνική προκοπή και την ανάταξη της Οικονομίας, αλλά πολιτικές σκοπιμότητες που οδηγούν με μαθηματική βεβαιότητα στον μαρασμό του τόπου και τη βαρβαρότητα. Για να ξανοιχτούμε στο μέλλον, χρειάζονται άλλα εφόδια. Διότι, όπως λέει κι ο Χατζηγιάννης, «Στα βάθη του ωκεανού, μ’ έριξε μια ιδέα (νου)».

Τελευταίο μου επιχείρημα: Ακούστε τα «Κοτσάκια Νάξου».