Πιθανό να τους ξέρετε. Κάπου τους έχετε ακούσει ή τους έχετε διαβάσει. Είναι μια ομάδα δημοσιογράφων, αρθογράφων και αυτοαποκαλούμενων διανοούμενων οι οποίοι δεν πρέπει να νιώθουν και τόσο καλά στο πετσί τους. Μισούν βαθειά οτιδήποτε ελληνικό και εξυψώνουν κάθε τι δυτικό και κυρίως, ευρωπαϊκό. Δηλώνουν εκσυγχρονιστές, πεφωτισμένοι, προοδευτικοί και άλλα τινά, πάντα μέσα από μια ακραιφνώς φιλοδυτική σκοπιά. Την Ελλάδα τη βλέπουν ως μια καθυστερημένη βαλκανική χώρα που δεν αξίζει τίποτα και φταίει για τα πάντα. Για αυτό και τους προκαλεί απέχθεια το όποιο ίχνος πατριωτισμού (και όχι «υπερπατριωτισμού») ή εθνικής (και όχι «εθνικιστικής») θεώρησης των πραγμάτων.

Ads

 
Τις προάλλες, οι «συνήθεις ύποπτοι» ξαναχτύπησαν. Με άρθρο του ο «Αναγνώστης Λασκαράτος», γνωστός δημοσιογράφος και εκδότης μιας κάποιας αθηναϊκής επιθεώρησης βιβλίου, καταγγέλλει τον υποτιθέμενο ελληνικό εθνικισμό και αποκαθιστά την ιστορική «αλήθεια» για τους αλβανόφωνους Τσάμηδες που ζούσαν στην Ήπειρο ως το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Επιλέγει, δε, να το κάνει ακριβώς τη στιγμή που στη γειτονική Αλβανία ο Σπετίμ Ιντρίζι, πρόεδρος του κόμματος των Τσάμηδων, του PDIU, έγινε αντιπρόεδρος της εκεί Βουλής. Ένα κόμμα που εξαίρει τους προγόνους του, οι οποίοι συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς και Ιταλούς κατακτητές και δεν κρύβει τις αλυτρωτικές του ιδέες. Χαρακτηριστική είναι η πολύ πρόσφατη απάντησή του στη δυσαρέσκεια που εξέφρασε το ελληνικό ΥΠΕΞ για την επιλογή του ως αντιπροέδρου της αλβανικής Βουλής, λέγοντας: «Είμαι πεπεισμένος ότι όταν οι Αλβανοί της Τσαμουριάς στην Ελλάδα θα κερδίσουν τα δικαιώματά τους, σύντομα θα έχουμε και Τσάμη αντιπρόεδρο στη Βουλή της Ελλάδας». 

Αφού λοιπόν κάποιοι επιμένουν να ξαναγράψουν την ιστορία, ας αντιπαραθέσουμε τους ισχυρισμούς με τα γεγονότα για να δούμε τι πραγματικά συνέβη με τους Τσάμηδες.
 
Σύμφωνα με κάποιους νεότερους μύθους, οι Τσάμηδες κινδύνευσαν να εξοριστούν στη Μικρά Ασία κατά την ανταλλαγή πληθυσμών με βάση το θρήσκευμα (1923-’26) μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας, γεγονός που απεφεύχθη κατά κύριο λόγο ύστερα από έντονα διαβήματά τους στην «Κοινωνία των Εθνών». Στην πραγματικότητα, ο βασικός λόγος που δεν αντηλλάγησαν οφειλόταν στην επιμονή της Ιταλίας του Μουσολίνι που χρειαζόταν ένα πληθυσμό τον οποίο θεωρούσε ότι θα μπορούσε να επηρεάσει. Αυτό αποδείχθηκε την περίοδο της κατοχής, όταν οι Ιταλοί εξόπλισαν τους Τσάμηδες για να στραφούν κατά των Ελλήνων.
 
Ένας άλλος μύθος θέλει το ελληνικό κράτος να έχει δημεύσει τις περιουσίες όλων ανεξαιρέτως των Τσάμηδων. Τελικά όμως, οι περιουσίες που απαλλοτριώθηκαν ήταν τα μεγάλα τσιφλίκια τα οποία διανεμήθηκαν σε πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Επρόκειτο για απόφαση της κυβέρνησης Πλαστήρα η οποία δεν αφορούσε μόνο τους Τσάμηδες, αλλά όλους όσους είχαν τσιφλίκια άνω των 1.000 στρεμμάτων. Το ίδιο ισχύει και για τις επόμενες απαλλοτριώσεις περιουσιών αλβανόφωνου πληθυσμού με επόμενο νόμο, ο οποίος δεν αφορούσε όλες τις περιουσίες των Τσάμηδων, αλλά μόνο όσες διακατέχονταν ήδη από το δημόσιο ως μεγάλα τσιφλίκια.
 
Γράφτηκε, ακόμη ότι στην αρχή της Κατοχής οι Τσάμηδες της Θεσπρωτίας που είχαν απομείνει ήταν περί τους 20.000. Το «είχαν απομείνει» υπονοεί μείωση του πληθυσμού τους εξαιτίας των διώξεων του ελληνικού κράτους. Μόνο που αυτό δεν ισχύει. Ο αριθμός των Τσάμηδων που επέλεξαν να μείνουν στην Ελλάδα κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1923 ήταν 20.319. Τόσοι περίπου ήταν και το 1940. Οπότε, η αριθμητική καταρρίπτει το επιχείρημα περί διωγμών έως εκείνη την περίοδο.
 
Ένα άλλο επιχείρημα που αγγίζει τα όρια του απολογητισμού είναι ότι μέρος των Τσάμηδων συνεργάστηκε με τα στρατεύματα της φασιστικής και της ναζιστικής Κατοχής όχι από ιδεολογία, αλλά από «ανάγκη», εξαιτίας κυρίως των επιθέσεων που εξαπέλυσε εναντίον τους ο ΕΔΕΣ. Μόνο που κι εδώ η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Ο αρχηγός των Τσάμηδων και μεγαλοτσιφλικάς της περιοχής Νούρι Ντίνο εμφανίστηκε στην Ήπειρο με ιταλική στολή την επομένη κιόλας της ιταλικής κατοχής το 1941. Μαζί του εξοπλίστηκαν και όλα τα μέλη της πολυπληθούς φάρας του. Αυτό έγινε πολύ πριν ιδρυθεί ο ΕΔΕΣ ή ο ΕΛΑΣ. Στη συνέχεια, οι Τσάμηδες έφτιαξαν δική τους πολιτοφυλακή, την Ksilia η οποία αριθμούσε 14 μονάδες στην Ήπειρο κι εξοπλίστηκε πλήρως από τα ιταλικά στρατεύματα κατοχής.
 
Δυστυχώς για τους Τσάμηδες, σχεδόν ολόκληρη η εθνοτική τους ομάδα ταυτίστηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα με τις επιλογές Ντίνο για απόσπαση της Θεσπρωτίας από την Ελλάδα και ένωσή της με την Αλβανία και πολέμησε συστηματικά εναντίον των Ελλήνων. Συγκεκριμένα, τον Ιανουάριο του 1944 δημιουργήθηκε στο Αργυρόκαστρο της Αλβανίας το τάγμα Ντίνο που η αρμοδιότητά του εκτεινόταν από το Αργυρόκαστρο ως τη Θεσπρωτία, σε ελληνικό έδαφος δηλαδή. Στόχος ήταν πολύ απλά η ένωση της Θεσπρωτίας με την Αλβανία. Το τάγμα αυτό υπαγόταν υπηρεσιακά στη γερμανική μεραρχία Steyrer.
Θα πρέπει, βέβαια, να σημειώσουμε ότι ανάμεσα στους μαχητές του ΕΔΕΣ υπήρχαν και λίγοι μουσουλμάνοι Τσάμηδες από το χωριό Κόντρα της Γκρόμπας.

Όπως επίσης θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι υπήρξαν αντίποινα εκ μέρους του ελληνικού πληθυσμού προς τους Τσάμηδες στην πόλη της Παραμυθιάς, στην Πάργα και στους Φιλιάτες κατά την απελευθέρωση εκείνων των περιοχών. Και πάλι όμως, αυτά τα γεγονότα θα πρέπει να τα κρίνουμε μέσα από το πρίσμα εκείνης της εποχής και του πολεμικού κλίματος. Είχε προηγηθεί, άλλωστε, μεταξύ πολλών άλλων, η συνεργασία των Τσάμηδων με τα ναζιστικά στρατεύματα κατοχής σε αγριότητες κατά του ντόπιου ελληνικού πληθυσμού το 1943, όπως ήταν η καταστροφή του Φαναριού και η εκτέλεση 49 προκρίτων της Παραμυθιάς. Στη συνέχεια, υπήρξαν πράξεις αυτοδικίας και αντεκδικήσεων από μαχητές του Ζέρβα που είχαν προσχωρήσει στον ΕΔΕΣ λόγω των δολοφονιών των συγγενών τους στις οποίες προέβαιναν συστηματικά οι Τσάμηδες από το 1941 ως το 1944. Φαινόμενα θλιβερά, δυστυχώς όμως, συνηθισμένα σε πολλούς πολέμους.
 
Χάρη στις παρεμβάσεις ελλήνων αντιστασιακών, δεν επαναλήφθηκαν τα αιματηρά γεγονότα σε όλες τις περιοχές που κατοικούσαν Τσάμηδες. Επιβλήθηκε πειθαρχία και ο άμαχος μουσουλμανικός πληθυσμός περιφρουρήθηκε σε ασφαλή σημεία. Επίσης, το καλοκαίρι του 1944 ο Νούρι Ντίνο απέσυρε τους Τσάμηδες των χωριών της περιοχής χωρίς να δεχτεί επίθεση από τον Ζέρβα.
 
Τέλος, μια «λεπτομέρεια» την οποία παραλείπουν (σκόπιμα άραγε;) οι νεόκοποι «ερευνητές» είναι ότι ο ίδιος ο Χότζα στη συνέχεια αντιμετώπισε τους Τσάμηδες ως συνεργάτες των Ιταλών και Γερμανών κατακτητών. Εξάλλου, οι Τσάμηδες είχαν δράσει και σε αλβανικό έδαφος ως συνεργάτες των δυνάμεων κατοχής και της κατοχικής αλβανικής κυβέρνησης. Οποιαδήποτε άλλη στάση απέναντι στους συνεργάτες των ναζί κατακτητών θα ήταν αδιανόητη μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Κάτι που μάλλον αδυνατούν να κατανοήσουν κάποιοι σύγχρονοι αυτοαποκαλούμενοι εκσυγχρονιστές και φιλοευρωπαϊστές αρθογράφοι. Άραγε, θα έρθει η μέρα που οι ίδιοι αυτοί κύριοι θα δικαιολογούν τον Χίτλερ και θα μας τον παρουσιάσουν ως έναν παρεξηγημένο από την ιστορία, διεθνιστή;
 
Το πιο ανησυχητικό πάντως στην όλη ιστορία δεν είναι οι απόψεις και τα δημοσιεύματα κάποιων εν Ελλάδι γραφικών και εμμονικών τύπων. Μεγαλύτερη ανησυχία προκαλεί η χαλαρή και αμφιλεγόμενη αντίδραση της Ευρωπαϊκής Ένωσης η οποία, σήμερα, υποστηρίζει πολιτικές δυνάμεις που ξυπνούν αναμνήσεις από την πιο σκοτεινή και εγκληματική περίοδο που έζησε αυτή η ήπειρος τον 20ο αιώνα. Η ΕΕ εκφράζει – και με το δίκιο της – την ανησυχία της για την άνοδο της νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής στην Ελλάδα, κάνει όμως τα στραβά μάτια απέναντι στον Δεξιό Τομέα στην Ουκρανία και τώρα στην ανάληψη της αντιπροεδρίας της αλβανικής βουλής από το κόμμα των Τσάμηδων.  Απέναντι στους θιασώτες του φασισμού, στους μισαλλόδοξους εθνικιστές και τους υποστηρικτές των ναζί, δεν πρέπει να υπάρχουν δύο μέτρα και δύο σταθμά. Ο πολιτικός και κοινωνικός αποκλεισμός πρέπει να είναι καθολικός και χώρος για δικαιολογίες δεν υπάρχει.
 

Ads