α) Καπιταλισμός «καζίνο» με: μεταφορά πόρων στους κινητήρες της αέναης «ανάπτυξης», «σοσιαλισμός πλουσίων» (μεταφορά πόρων από τους «από κάτω» προς τις ελίτ), junkie οικονομία (απαραίτητη όλο και μεγαλύτερη «δόση» χρήματος), δημοσιονομικά χρέη – κρατική κρίση και  κατάσταση «έκτακτης ανάγκης»: το διακύβευμα θα είναι αν θα γίνονται αποδεκτές οι βίαιες αλλαγές ως ο «μονόδρομος» που θα μας βγάλει από την κρίση.

Ads

Αν θα επικρατήσει πολιτικά η διαδικασία ολιγαρχικοποίησης των δυτικών κοινωνιών. Αν η διαχείριση του φόβου σε συνδυασμό με την αύξηση της καταστολής και την αναβάθμιση του νομικού συστήματος θα συντελέσει αποφασιστικά στην επικράτηση της κουλτούρα «έκτακτης ανάγκης», όπου θα γίνεται αποδεκτή η άσκηση μιας πολιτικής όχι στο όνομα της βούλησης του λαού, αλλά στο όνομα της προστασίας του από τους μεγάλους κινδύνους που τον περιτριγυρίζουν (π.χ. η κλιματική αλλαγή με τις επακόλουθες καταστροφές, οι λιμοί και διατροφική κρίση σε πολλές περιοχές του πλανήτη, τα οικονομικά – περιβαλλοντικά ρεύματα μετανάστευσης, οι επιδημίες – πανδημίες και η παγκοσμιοποίηση κάθε ασθένειας, η διάλυση των ασφαλιστικών δομών και των δομών πρόνοιας με την ιδιωτικοποίηση των φυσικών – κοινωνικών αγαθών, τοπικοί πόλεμοι και προσφυγικό). 

Σε συνθήκες οικονομικής φούσκας και οικολογικών ορίων του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, η φιλελεύθερη άποψη για αποφυγή ενός πολέμου όλων εναντίον όλων παίρνει σάρκα και οστά με την υιοθέτηση μιας αυταρχικότερης μορφής διακυβέρνησης στηριζόμενης στη διαχείριση μιας διαρκούς κατάστασης διάσωσης και επιβίωσης. Είναι πολύ πιθανή η κατάληξη αυτής της διαδικασίας να είναι μια τεχνοφασιστική κοινωνία.

Προς το παρόν αυτή η απάντηση στη κρίση φαίνεται να είναι η  επικρατέστερη, αλλά θα έχουμε στη συνέχεια όξυνση της οικολογικής κρίσης και εκτός από πτωχεύσεις κρατών και τη πτώχευση της «Α.Ε.Γη». 

Ads

β) Επιστροφή στη Σοσιαλδημοκρατία και το κράτος πρόνοιας: Μικρή πιθανότητα, γιατί είναι αδύνατη πια η ρύθμιση και ο έλεγχος της οικονομίας-περιβάλλοντος από τα κράτη (χαρακτηριστικές οι αποκαλύψεις για τους παραδείσους φοροδιαφυγής, όπως ο Παναμάς). Οι κεϋνσιανικές πολιτικές του είδους «το κράτος να ρίξει λεφτά στην αγορά, για να τονωθεί η εγχώρια ζήτηση», πέρα από το ότι σκοντάφτει στις δυνατότητες της εγχώριας παραγωγής κάθε φορά, μετατρέπεται –μέσω της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας- σε πιθανές θέσεις εργασίας αλλού και όχι στο συγκεκριμένο κράτος. Γιατί έχει να κάνει με την ποιότητα της ζήτησης και την πιθανότητα να ικανοποιείται αυτή από προϊόντα που παράγονται αλλού (χαρακτηριστικό παράδειγμα στην Ελλάδα, όπου η ζήτηση μέχρι τώρα είχε να κάνει με προϊόντα, που στη μεγάλη πλειοψηφία τους παράγονταν στη Β. Ευρώπη). Γενικότερα: αποσυντίθεται πια το πανανθρώπινο όνειρο της αφθονίας πάνω στο οποίο στηριζόταν η σοσιαλδημοκρατία[1].

Η σκέψη για την εξάντληση των πεπερασμένων οικονομικών πόρων είναι ανύπαρκτη στα παραπάνω συμβατικά οικονομικά μοντέλα και αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα, που δεν αντιμετωπίζουν. Η ανθρωπότητα δεν μπορεί να αγνοεί μονίμως τους νόμους της φύσης. Αν συνεχίσει να το κάνει, θα καταστρέψει την ίδια τη βάση της ύπαρξης των μελλοντικών γενιών της. Αντίθετα τα παρακάτω μοντέλα παίρνουν σε ένα βαθμό υπόψη τους αυτό το γεγονός.

γ) Η «πράσινη βιώσιμη – ανάπτυξη»: ένα μέρος του κεφαλαίου (το «έξυπνο») θα επενδύσει στη βιόσφαιρα και το περιβάλλον και θα μετατραπεί σε «πράσινο», επιδιώκοντας την «πράσινη» ανάπτυξη, σαν κύρια μορφή ανάπτυξης. Δεν είναι μακροπρόθεσμη λύση, αφού ακόμα και με «πράσινη» ανάπτυξη θα απαιτηθούν μεγενθύνσεις πέρα από τις δυνατότητες του πλανήτη (π.χ. μέχρι το 2050 με 9 δισ πληθυσμό, αποφυγή της κλιματικής καταστροφής θα σήμαινε 90% της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, πράγμα αδύνατο αν δεν υπάρξει μείωση της ζήτησής της και «αποανάπτυξη»).

δ) Η απάντηση της «αποανάπτυξης»: η αύξηση της θερμοκρασίας πάνω από 2 βαθμούς θα σημάνει ανεξέλεγκτη κλιματική αλλαγή η οποία θα θέσει σε κίνδυνο την ίδια τη ζωή στη βιόσφαιρα, γιατί δε θα μπορεί να προσαρμοσθεί στις γρήγορες αλλαγές και στις ακραίες συνθήκες. Αυτό σημαίνει δύσκολη επιβίωση και για την ανθρωπότητα, γιατί πολλές οικονομικές δραστηριότητες δεν θα είναι πια δυνατές και για να μη γίνει αυτό θα πρέπει οι εκπομπές των αερίων του θερμοκηπίου να μην υπερβούν τους 750 γιγατόνους μέχρι το 2050, δηλαδή για τα επόμενα χρόνια αντιστοιχούν στον κάθε άνθρωπο εκπομπές περίπου 2,3 τόνων το χρόνο.

Σήμερα εκπέμπει ενδεικτικά κάθε μέσος: Βορειαμερικάνος 20 τ, Γερμανός 10 τ, Έλληνας 8,7 τ, Κινέζος 4,6 τ, Μπαγκλαντέζος 0,3 τ, Μαλιέζος μόνο 50 κιλά. Τεράστιο πρόβλημα δικαιοσύνης. Πέρα από τη κοινωνική δικαιοσύνη θα πρέπει να υπάρχει και η δικαιοσύνη του οικολογικού αποτυπώματος. Στη δύση – βορά θα πρέπει να υπάρξει μεγάλη απο – ανάπτυξη σε όλους σχεδόν τους τομείς, εκτός από εκείνους όπου έχουμε μηδενικές ή αρνητικές (απορρόφηση) εκπομπές.

«Αποανάπτυξη εδώ», «συντήρηση εκεί», «ανάπτυξη παραπέρα», αλλά σε καμιά περίπτωση «ανάπτυξη ή θάνατος». Η τελευταία πρόταση εμπεριέχει – κατά τη γνώμη μου – τη δυνατότητα επιβίωσης των μελλοντικών γενιών, χωρίς να ζήσουν αυτές το λυκόφως της ανθρωπότητας.

Ένα είναι σίγουρο: τη μεγαλύτερη ουτοπία τη προτείνουν τα καπιταλιστικά οικονομικά μοντέλα, είτε με την νεοφιλελεύθερη εκδοχή, είτε με τη σοσιαλδημοκρατική ατζέντα, είτε με τη κρατικοκαπιταλιστική εκδοχή του κεντρικού πλάνου. Γιατί όλα στηρίζονται στο πρόταγμα της συνεχούς «ανάπτυξης», η οποία δεν είναι δυνατή για πολύ ακόμα, όπως αναφέραμε πιο πάνω.

Για αυτό και είναι ουτοπία, μεγαλύτερη από κάθε άλλη ουτοπία που έχει προταθεί μέχρι τώρα. Στα πλαίσιά της ο καπιταλισμός δεν έχει διέξοδο. Και αυτό φαίνεται με το πώς διαχειρίζεται τη σημερινή κρίση στην Ευρώπη, ένα από τα προπύργια του δυτικού αναπτυξιακού μοντέλου, που είχε εποικίσει τη κοινωνική συνείδηση με την ιδεολογία της «ανάπτυξης» πετυχαίνοντας σε μεγάλο βαθμό τη κοινωνική συναίνεση (τη συναίνεση των μεσαίων τάξεων βασικά). Εφαρμόζει με αρκετή επιτυχία τη λιτότητα για τους «από κάτω».

Η Χριστιανοδημοκρατία έχει αντιληφθεί ότι δε μπορεί να διατηρήσει πλέον το υπερκαταναλωτικό μοντέλο και το υψηλό βιοτικό επίπεδο πολυπληθών μεσοστρωμάτων. Μέσω της «λιτότητας» – και ξεκινώντας από τη Ν. Ευρώπη με πειραματόζωο την Ελλάδα – έχει στόχο τη συρρίκνωση των μεσοστρωμάτων. Για να μπορεί τουλάχιστον η ανώτερη κυρίαρχη τάξη και μια μερίδα της «εργατικής αριστοκρατίας» – την οποία έχει ακόμα ανάγκη ιδίως στη β. Ευρώπη – να συνεχίζει στο προηγούμενο μοτίβο κατανάλωσης.

Χρειάζεται να προβάλει την ελπίδα για συνέχιση αυτού του μοντέλου για ένα μικρό τουλάχιστον τμήμα του πληθυσμού, ώστε να μπορεί να καλλιεργεί την ψευδαίσθηση και στη πλειοψηφία ότι «θα έρθουν καλύτερες μέρες» και για αυτήν και θα συμμετάσχει στο «πάρτι», αρκεί προς το παρόν να κάνει υπομονή και θυσίες. Προφανώς δε θέλει να χάσει τη συναίνεση της μεσαίας τάξης καλλιεργώντας την ελπίδα ότι με την «λιτάκαμψη» θα υπάρξει η δυνατότητα να επανέλθει στις «παλιές καλές μέρες».

[1] Χαρακτηριστικό το  παράδειγμα στην Ελλάδα, όπου το ΠΑΣΟΚ ανέβηκε στη κυβέρνηση το 2009 με σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα, αλλά εφάρμοσε υπερφιλελεύθερο πρόγραμμα υπέρ των χρηματοπιστωτικών κεφαλαίων (την κορωνίδα του καπιταλισμού «καζίνο»), ενώ το ΠΑΣΟΚ του Βενιζέλου – Φώφης έχει αποδεχθεί πλήρως το νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα και συρρικνώνεται. Το ίδιο θα γίνει και με τον ΣΥΡΙΖΑ, που όπως δείχνει θέλει να μετατραπεί και αυτό σε νέα Σοσιαλδημοκρατία.