Φαντάζει ακόμη αρκετά δύσκολο να βγάλει κανείς ασφαλή συμπεράσματα σχετικά με το ποιος αναδείχτηκε ουσιαστικά νικητής από το power game που βλέπουμε να εξελίσσεται γύρω από το νέο τηλεοπτικό πεδίο. Ας μην ξεχνάμε ότι σε πρώτο πλάνο βρίσκονται πολλοί και διάφοροι: η κυβέρνηση, που επιδιώκει να εξασφαλίσει πολιτικά οφέλη μέσα από την επικοινωνιακή διαχείριση της διαδικασίας, αλλά κι αρκετοί από τους πλέον ισχυρούς παράγοντες τη χώρας, ανάμεσα στους οποίους μοιάζει να έχει ξεσπάσει ένας ανελέητος πόλεμος, και μάλιστα με άδηλες προεκτάσεις.

Ads

Από την άλλη όμως, ένα πράγμα είναι μάλλον σαφές: η διαπλοκή όχι μόνο δεν πέθανε, αλλά αντιθέτως ζει και βασιλεύει. Με νέα μορφή, νέους παίκτες, καινούργια δεδομένα, διαφορετικούς οικονομικούς όρους, πάντως είναι εδώ.
Δε χρειάζεται να είναι κανείς ειδήμων περί των μιντιακών για να το αντιληφθεί. Η πιο τρανταχτή απόδειξη, άλλωστε, βρίσκεται μπροστά στα μάτια όλων κι έχει να κάνει με εκείνο το στοιχείο, για το οποίο πανηγυρίζουν ο Αλέξης Τσίπρας, ο Νίκος Παππάς και τα υπόλοιπα κυβερνητικά στελέχη. Πράγματι, το οικονομικό όφελος που αποκόμισε η κυβέρνηση από την τριήμερη δημοπρασία υπήρξε ιδιαιτέρως υψηλό, όπως είναι επίσης θετικό ότι αυτά τα χρήματα θα διατεθούν για την, πρόσκαιρη έστω, στήριξη όσων έχουν περιέλθει σε έσχατο σημείο φτωχοποίησης.

Την ίδια στιγμή, όμως, είναι αυτό αυτό ακριβώς το υψηλό τίμημα που αποδεικνύει τη «έμφυτη ροπή» των συμμετεχόντων στην όλη διαδικασία προς την ανακύκλωση της διαπλοκής. Γιατί όπως και να το δει κανείς, από καθαρά επιχειρηματική άποψη η επένδυση δε στέκει και πολύ καλά, από τη στιγμή που νέοι και παλιοί καναλάρχες έχουν κληθεί να πληρώσουν δεκάδες εκατομμύρια ευρώ μόνο για την άδεια λειτουργίας. Αν σε αυτά προσθέσει κάποιος τα (μεγάλα ομολογουμένως) λειτουργικά έξοδα, αλλά και την περιορισμένη διαφημιστική πίτα απ’ όπου θα αναζητήσουν έσοδα, εύκολα καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα ότι έχουμε να κάνουμε με εκ των προτέρων ζημιογόνες επιχειρήσεις.
Ποιος σοβαρός επιχειρηματίας θα έβαζε λοιπόν τόσα λεφτά σε ένα εγχείρημα, από το οποίο γνωρίζει εξ αρχής ότι θα βγει ζημιωμένος; «Κάποιος που θέλει να αφιερωθεί στην ποιοτική ενημέρωση της κοινής γνώμης» θα απαντούσε κάποιος καλόπιστος. Επειδή όμως κανείς από τους τέσσερις «προσωρινούς υπερθεματιστές» δε δείχνει να διέπεται από τόσο ιδεαλιστικά κριτήρια, μάλλον κάτι άλλο θα έχουν στο μυαλό τους για να προχωρούν σε μια τέτοια κίνηση.
Πιθανότατα βέβαια ο καθένας από αυτούς να είχε διαφορετικά κίνητρα για την απόκτηση ενός διαύλου επιρροής στην κοινή γνώμη. Κάποιος για παράδειγμα ενδεχομένως να θέλει μια «ασπίδα» απέναντι σε πιθανές σοβαρές δικαστικές περιπέτειες, άλλος ίσως να προσβλέπει σε ευκολότερη πρόσβαση στην δεξαμενή των δημόσιων έργων κι άλλος να «καίγεται», για προφανείς λόγους, για την ταχεία αλλαγή του πολιτικού status quo σε Ελλάδα  και… Βενεζουέλα.  Όλοι όμως σίγουρα ήξεραν καλά πολύ πριν τη μαραθώνια δημοπρασία πως πιθανότατα θα προκύψουν στο μέλλον πολλές ευκαιρίες για να «καρπωθούν υπεραξία» από τη συγκεκριμένη επένδυση, ακόμη κι αν αυτή αρχικά τους στοίχιζε κάτι παραπάνω.

Μέσα σε αυτή την κατάσταση, οι εργαζόμενοι στα Μέσα μάλλον θεωρούνται από όλες τις πλευρές ως «οι παράπλευρες απώλειες» μέσα σε έναν άγριο πόλεμο. Η κυβέρνηση ουσιαστικά κάνει πως δεν τους βλέπει, οι καναλάρχες τους χρησιμοποιούν ως «ανθρώπινη ασπίδα», τη στιγμή που εκατοντάδες από αυτούς κινδυνεύουν να μείνουν άνεργοι και άλλοι τόσοι εκτιμάται ότι θα υποστούν μειώσεις μισθών, καθώς οι ιδιοκτήτες ήδη επικαλούνται «μεγάλες οικονομικές ζημιές». Ας μην ξεχνάμε, ειρήσθω εν παρόδω, ότι από το 2009 και μετά οι ιδιοκτήτες των μεγάλων ΜΜΕ, εκμεταλλευόμενοι τη μνημονιακή ελαστικοποίηση της εργασιακής νομοθεσίας, είχαν φροντίσει να απομακρύνουν περίπου το 1/3 του προσωπικού τους. Τότε βέβαια πολύ λίγων το αυτί είχε ιδρώσει.

Ads

Έχοντας υπόψη λοιπόν όλα τα παραπάνω, είναι κανείς να μην πιστεύει πως τα «έργα κι ημέρες» της υπόλοιπης ζωής της διαπλοκής θα είναι το ίδιο σκοτεινά όσο κι εκείνα του προτέρου (ομολογουμένως καθόλου έντιμου) βίου της;