Ένα από τα χαρακτηριστικά του καπιταλιστικού συστήματος στο επίπεδο πολιτικής λειτουργίας είναι η σχετική αυτονομία του συστήματος διακυβέρνησης από τα πολιτικά κόμματα και τις οικονομικές ελίτ. Αυτή είναι απολύτως αναγκαία για να λειτουργεί αποτελεσματικά η κυβέρνηση ως θεσμός που νομοθετεί και εκτελεί τις αποφάσεις της, αλλά και ως φορέας που οφείλει να δείχνει ότι υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον και το κοινό καλό. Όσο δε αυτές οι έννοιες αποκτούν όλο και περισσότερη ασάφεια και αναφέρονται από τα πολιτικά κόμματα κατά το δοκούν, τόσο η κυβέρνηση μπορεί να υπερηφανεύεται ότι επιτελεί τους σκοπούς της, όποτε και όταν θεωρεί αυτή ότι κάνει κάτι τέτοιο.

Ads

Όταν όμως με τις αποφάσεις της, η κοινωνία (ως γενικώς αφηρημένη έννοια, καθώς αυτό εξυπηρετεί κόμματα και ελίτ) χειμάζεται, τότε κόμματα και ελίτ μπορούν να νίπτουν τας χείρας τους, αφήνοντας ως Πόντιοι Πιλάτοι την κυβέρνηση να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά. Κάπως έτσι, εκείνοι που ουσιαστικά επηρεάζουν τη λήψη των αποφάσεων, μπορούν και ελέγχουν τόσο το επίπεδο της επισφάλειας του αποτελέσματος μιας πολιτικής απόφασης, όσο και τη δική τους απεμπλοκή στην περίπτωση που τα πράγματα πάνε κατά διαόλου.

Όλα τα παραπάνω, έχουν μια λογική ερμηνεία, εφόσον τα κόμματα που διαγκωνίζονται για τον κυβερνητικό θώκο, ανήκουν στην ίδια ευρύτερη πλευρά που πολιτικού και οικονομικού φάσματος του καπιταλιστικού συστήματος. Μαζί με τις οικονομικές ελίτ, τα χρηματοπιστωτικά συμφέροντα, τα κάθε λογής υψηλά ιερατεία και την καθεστηκυία τάξη που παραδοσιακά νομοθετεί, ελέγχει, δικάζει, αποφασίζει και ρυθμίζει, διασφαλίζοντας την τήρηση της ασφαλούς κανονικότητας. Τα πολιτικά κόμματα δημιουργούνται, συντίθενται, αποσυντίθενται, διασπώνται, ανασυγκροτούνται, μεταλλάσσονται, μεταβάλλονται, μετονομάζονται ή παραλλάζονται, αρκεί να υπηρετούν τον έναν και μοναδικό τους ρόλο: τη σχετική αυτονομία από τους ελέγχοντες το σύστημα.

Τι γίνεται όμως όταν στην κυβέρνηση βρίσκεται ένας πολιτικός φορέας που δεν έχει εκ προοιμίου τα κατάλληλα διαπιστευτήρια; Τι γίνεται όταν εμφανίζει μη προβλέψιμα σκαμπανεβάσματα στις αποφάσεις του τα οποία δημιουργούν μίαν αναπάντεχη νευρικότητα στους ελέγχοντες το σύστημα; Πολύ δε περισσότερο, πόσο μπορεί να γίνεται ανεκτό (αποδεκτό σχεδόν ποτέ) ότι υπάρχει πιθανότητα να τα καταφέρει χωρίς να ανοίξει ρουθούνι; Χωρίς να έχει συντελεστεί πολιτική αναταραχή που ενώ οι στυλοβάτες του συστήματος την απεύχονται, θα ήταν όμως γι’ αυτούς μια κάποια λύση! Στην περίπτωση της πολιτικής έκρηξης θα είχαν λόγους (σύμφωνα με τα δικά τους μέτρα και σταθμά) να βγουν στους δρόμους με κατσαρόλες και τηγάνια, ώστε να περισώσουν τα κινδυνεύοντα όσια και ιερά! Μια τέτοια ακραία επιλογή, άκρως όμως επικίνδυνη, παραμένει στην ημερήσια διάταξη εκείνων που δεν προτίθενται να ρισκάρουν το ελάχιστο από τα ωφελήματα των τελευταίων δεκαετιών.

Ads

Τι συμβαίνει όταν τα Ατλαντικά και Ευρωπαϊκά νεοφιλελεύθερα συμβούλια αναγνωρίζουν ότι τα συμφωνηθέντα τηρούνται (από εκείνους που ούτε στα όνειρά τους θέλουν να βλέπουν) και αναγκάζονται να παραδεχτούν ότι αυτοί τουλάχιστον είναι φερέγγυοι (γιατί η φερεγγυότητα και η αξιοπιστία είναι βασικό μέλημα των καπιταλιστών); Πολιτεύονται χωρίς να έχουν προλάβει να γίνουν μέρος του συστήματος και δίχως να εφαρμόζεται σε αυτούς η σχετική αυτονομία.

Τι όμως μπορεί να σημαίνει αυτό; Είτε ότι αναλαμβάνουν πλήρως τις πολιτικές επιλογές που κάνουν (κόστος και ωφέλεια, ό,τι και αν από τα δύο προκύψει), είτε ότι αναδύεται μια νέα, πιο περίπλοκη σχέση στο πολιτεύεσθαι του καπιταλιστικού συστήματος.

Εάν συμβαίνει το πρώτο, τότε έχουμε μια νέα κατάσταση στα πολιτικά κόμματα. Ένα κόμμα αποκτά μεγαλύτερη αυτονομία στην κυβερνητική του λειτουργία, αναλαμβάνει την ευθύνη των πολιτικών του αποφάσεων, γνωρίζοντας ότι ο πολιτικός του φορέας υποχρεούται να τις στηρίζει. Όσο δύσκολο κι εάν είναι αυτό. Ταυτόχρονα δεν διατηρεί τους αναμενόμενους διαύλους επικοινωνίας και εξάρτησης με τους ελέγχοντες το σύστημα. Αυτό, για τα μέτρα του καπιταλιστικού συστήματος, είναι μια ιδιαίτερα ριζική μετάλλαξη.

Στην περίπτωση που συμβαίνει το δεύτερο, η σχετική αυτονομία που υπηρετεί την καπιταλιστική κανονικότητα και τον αστικό ορθολογισμό, εμφανίζει προβλήματα. Η σχετική αυτονομία όπως μέχρι σήμερα λειτουργεί, τίθεται εν αμφιβόλω, ανοίγοντας δύο δρόμους.

Ο πρώτος είναι αντιδραστικός. Το πολιτικό σύστημα ταυτίζεται με τις ελίτ και τις νομοθετικές, ελεγκτικές και δικαστικές λειτουργίες, με απώτερο σκοπό την επιστροφή στην πρωθύστερα κατάσταση (την παλινόρθωση), ακόμα και με εμφανώς αυταρχικές και αντιδημοκρατικές παρεμβάσεις. Ο δεύτερος δρόμος είναι η συνεχής απόσχιση των πολιτικών αποφάσεων από τις επιδιώξεις των ελίτ, διαμορφώνοντας θεσμούς και συστήματα αμεσοδημοκρατικής παρέμβασης και αδρανοποίησης των κυρίαρχων μηχανισμών, τα οποία μέχρι σήμερα στηρίζουν (έως και διαμορφώνουν) τις πολιτικές αποφάσεις.

Το επόμενο χρονικό διάστημα θα προς ποια κατεύθυνση πορεύεται το πολιτικό σύστημα, έχοντας κατά νου, ότι όσο οι υπάρχοντες μηχανισμοί παραμένουν αμήχανοι, τόσο τα θεμέλια τους θα είναι επισφαλή και τα τείχη τους αφύλακτα.