Ο αθλητισμός είναι πάνω απ’ όλα πολιτική και τα σπορ γίνονται ο καθρέφτης της κοινωνίας. Ο τοπικός, ερασιτεχνικός αθλητισμός, η ενασχόληση των απλών ανθρώπων, είναι μια συλλογική δραστηριότητα, η οποία ελέγχεται από εκείνους που συμμετέχουν. Παρόλο που πολλές πρακτικές μιμούνται τον επαγγελματικό αθλητισμό, η «πολιτική» παραμένει καθαρά δημοκρατική. Του Neil Faulkner από το CounterFire

Ads

 
Ο επαγγελματικός αθλητισμός, από την άλλη, είναι αρκετά σημαντικός για το κεντρικό σύστημα, ώστε να τον αφήσουν να λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο. Ο αθλητισμός χρησιμοποιείται για διαφήμιση, κύρος και κέρδος. Πάνω απ’ όλα, ο επαγγελματικός αθλητισμός ελέγχεται από τις μεγάλες εταιρείες.
 
Όσο πιο σημαντική η διοργάνωση, τόσο πιο αυστηρός ο έλεγχος. Δεν υπάρχει αγώνας πιο υψηλού προφίλ από τους Ολυμπιακούς, οι οποίοι παρέχουν μια εξαιρετική ευκαιρία για την άρχουσα τάξη να «διαλαλήσει» την προπαγάνδα της. Έτσι έχουμε την εταιρεία Dow Chemicals να χρηματοδοτεί τους Αγώνες του Λονδίνου, το καλοκαίρι  του 2012, με σκοπό να αλλάξει την δημόσια εικόνα της. Η εταιρεία είναι υπεύθυνη για την χειρότερη βιομηχανική καταστροφή στην ιστορία της ανθρωπότητας, με περισσότερους από 25.000 θανάτους μέχρι σήμερα, περισσότεροι από 100.000 πάσχουν από σοβαρές ασθένειες, ενώ ακόμα δεν έχει ξεκινήσει τον καθαρισμό του μολυσμένου νερού και εδάφους στο Μποπάλ της Ινδίας.
 
Ακολουθεί η BP, γνωστή για το πρασινοκίτρινο logo της και την καταστροφή του Κόλπου του Μεξικού. Η BP είναι ο «επίσημος χορηγός πετρελαίου και φυσικού αερίου» και θα παρέχει τα καύσιμα για πάνω από 4.000 επίσημα οχήματα, ώστε το Λονδίνο 2012 να πραγματοποιήσει «τους πιο πράσινους αγώνες που έγιναν ποτέ».
 
Η ATOS, μία διεθνής εταιρεία τεχνολογίας, με έσοδα ύψους 8.5 δισ. το 2010, περηφανεύεται για την χορηγία της στους Παραολυμπιακούς. Ωστόσο, η ATOS στη Βρετανία επωφελείται από τη καταδίωξη των ατόμων με αναπηρία και τους οδηγεί στη φτώχεια, καθώς στο συμβόλαιο συνεργασίας με την εταιρεία, μπορούν να επιβάλλουν «εκτιμήσεις ικανότητας εργασίας», οι οποίες σχεδιάστηκαν ειδικά για να δικαιολογήσουν την κατάργηση των δικαιωμάτων.
 
Επειδή ο αθλητισμός προωθεί την καλή υγεία, επίσημοι χορηγοί των Ολυμπιακών του Λονδίνου είναι ακόμα η Cadbury, η Coca Cola και τα McDonalds. Μέρος της συμφωνίας τους φαίνεται πως είναι οι εξονυχιστικοί έλεγχοι στις εισόδους των σταδίων, προκειμένου να κατάσχουν συσκευασμένα γεύματα και να αναγκάσουν τους γονείς να αγοράσουν  στα παιδιά τους υπερτιμημένες σοκολάτες, αναψυκτικά και junk food, όταν μπουν μέσα.
 
Επειδή ο αθλητισμός γίνεται σε μεγάλους εξωτερικούς χώρους και προωθεί ένα πιο καθαρό περιβάλλον, η British Airways και η BMW έχουν επίσης κληθεί να βοηθήσουν. Η συνεισφορά της BMW περιλαμβάνει την παροχή υπηρεσιακών οχημάτων, αυτά για τα οποία η BP θα παρέχει τα καύσιμα. Η λίστα πάει ως εξής: μια λίστα με πολυεθνικές που κερδίζουν δισεκατομμύρια, χρησιμοποιούν το Λονδίνο 2012 για να μεταδίδουν ψέματα και να προωθούν τα προϊόντα τους.
 
Η άρχουσα τάξη συνήθιζε να χρησιμοποιεί τις αθλητικές εκδηλώσεις υψηλού επιπέδου με σκοπό την ανάδειξη της αυτοκρατορικής ή εθνικής αίγλης για πάνω από 2.500 χρόνια.
 
Αφού κατέκτησε την Ελλάδα, ο Μέγας Αλέξανδρος ανέγειρε έναν ναό μέσα στο Ιερό της Ολυμπίας για να στεγάσει αγάλματα της δυναστείας του, μια χυδαία επιβεβαίωση της πρώιμης αυτοκρατορικής εξουσίας, σχεδιασμένη για να επιβεβαιώσει ο Αλέξανδρος τον ρόλο του ως υπερασπιστή του ελληνικού πολιτισμού.
 
Ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Νέρωνας, ο οποίος αντιπροσωπεύει μια άλλη δυναστεία κατακτητών, πήγε ένα βήμα παραπέρα. Ειδικοί αγώνες διεξήχθησαν προς τιμή του στην Ολυμπία και δύο νέα αθλήματα μπήκαν στο πρόγραμμα. Ο αυτοκράτορας ανακηρύχθηκε ο νικητής σε όλους τους διαγωνισμούς που επέλεξε να συμμετάσχει. 
 
Στους σύγχρονους Ολυμπιακούς συμβαίνει ακριβώς το ίδιο. Ο ιδρυτής τους, βαρόνος Pierre de Coubertin, ήταν πλούσιος, αριστοκράτης και αντιδραστικός. Οι Γερμανοί είχαν δημιουργήσει φήμη γύρω από το όνομά τους με τις ανασκαφές της αρχαίας Ολυμπίας και ο Coubertin πίστευε πως οι Γάλλοι δεν έπρεπε να μείνουν πίσω. «Η Γερμανία έφερε στο φως τα ερείπια της Αρχαίας Ολυμπίας. Γιατί να μην μπορέσει η Γαλλία να καταφέρει να αναβιώσει την αρχαία δόξα της;».
 
Ο Coubertin ήταν πεπεισμένος για την ανάμειξη του ανταγωνιστικού χαρακτήρα του αθλητισμού στη διαμόρφωση της κοινωνικής ελίτ των αυτοκρατορικών εθνών. «Μέσα από τη φυσική κατάσταση, τον υγιή ανταγωνισμό, τον πραγματικό ερασιτεχνισμό και το πνεύμα του ευ αγωνίζεσθαι, η φυσική ελίτ της Γαλλίας, που προέρχεται από την αριστοκρατία και την ευημερούσα μεσαία τάξη, θα παρέχει στην πατρίδα της μια νέα και εμπνευσμένη ηγεσία τόσο στο εσωτερικό, όσο και στις αποικίες στο εξωτερικό», γράφει ο ιστορικός Moses Finley, σχολιάζοντας τον σκοπό του Coubertin.

image

Ο βαρόνος, ένας αριστοκράτης πατερναλιστής, ήλπιζε ότι οι «κατώτερες τάξεις» θα αγκάλιαζαν το όραμά του για την αναβίωση των αγώνων. Ωστόσο, ήταν φανερό πως μόνο οι καλύτεροι θα ήταν σε θέση να αγωνιστούν, δεδομένου ότι «η ανισότητα είναι κάτι περισσότερο από νόμος: είναι γεγονός». Οι γυναίκες κάθε τάξης συμμετείχαν ελάχιστα στο όραμα του Coubertin. Καμία γυναίκα δεν συμμετείχε στους πρώτους σύγχρονους Αγώνες της Αθήνας, το 1896. Το ποσοστό ήταν ελάχιστο μέχρι το 1920 και ήταν ακόμα μικρό μέχρι το 1970.
 
Μέχρι το 1936, οι Ολυμπιακοί Αγώνες έγιναν το κορυφαίο αθλητικό γεγονός του ετήσιου ημερολόγιου. Τα αντίπαλα κράτη πλέον ανταγωνίζονταν για τη φιλοξενία τους. Εκείνο το χρόνο, οι Αγώνες πραγματοποιήθηκαν στο Βερολίνο και η προπαγάνδα των Ναζί τους μετέτρεψε σε γιορτή της «άριας φυλής».
 
«Οι εγκαταστάσεις ήταν μνημειώδεις», γράφει ο Allen Guttman, ιστορικός των σύγχρονων αγώνων. «Αυτά που αποτυπώνονται στα ντοκιμαντέρ της Λένι Ρίφενσταλ στην Ολυμπία είναι πραγματικά φαντασμαγορικά». Μεταξύ των καινοτομιών ήταν και μια τεράστια σιδερένια καμπάνα, η οποία δημιουργήθηκε με στόχο να «καλέσει την νεολαία του κόσμου» , μια λαμπαδηδρομία χιλιάδων δρομέων που μετέφεραν την Ολυμπιακή φλόγα, μια παράσταση από χιλιάδες άνδρες και γυναίκες χορευτές και έναν «καθεδρικό ναό του φωτός».
 
Οι Ναζί ήταν λάτρες των λαμπαδηδρομιών. Όσοι επιλέχθηκαν να συμμετάσχουν σ’ αυτήν του 1936 είχαν να επιδείξουν «την ομορφιά και τη δύναμη της γερμανικής νεολαίας». Η οργανωτική επιτροπή του Λονδίνου για τους επόμενους Ολυμπιακούς, το 1948, αποφάσισε να διατηρήσει την λαμπαδηδρομία, γιατί ήταν «παραδοσιακή». Αυτή η… παράδοση μας ακολουθεί ακόμα.
 
Οι εντάσεις ανάμεσα στις υπερδυνάμεις την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου βρήκαν έκφραση και στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Ο ανταγωνισμός για τα μετάλλια και το εθνικό γόητρο οδήγησε σύντομα σε τεράστιες επενδύσεις για κέντρα προπόνησης. Ως εκ τούτου, περισσότερα από τα μισά χρυσά μετάλλια στο Μόντρεαλ, το 1976, πήγαν σε τρία μόνο κράτη: Στη Σοβιετική Ένωση, στην Ανατολική Γερμανία και τις ΗΠΑ.
 
Μέχρι τώρα, τα ολυμπιακά αθλήματα τροφοδοτούνταν με μαζικές κρατικές επιδοτήσεις, με εταιρικές εταιρείες και τηλεοπτικές συμβάσεις. Εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια «παίζονται» σε κάθε Ολυμπιάδα, ενώ η ΔΟΕ και πολλές από τις Εθνικές Ολυμπιακές Επιτροπές ήταν βυθισμένες στη διαφθορά.
 
Η κύρια αιτία της διαφθοράς ήταν και είναι μέχρι σήμερα ο έντονος και διεθνής ανταγωνισμός για να φιλοξενήσει τους αγώνες. Τόσο η κρυφή, όσο και η νόμιμη δωροδοκία έγινε φυσιολογικό κομμάτι της διαδικασίας. Τα μέλη της ΔΟΕ ανήκουν στη διεθνή ελίτ. Συνήθως περιμένουν (και τελικά παίρνουν) ντάντεμα, χάρες και βασιλική μεταχείριση. Μερικοί μάλιστα έχουν εκτεθεί, λαμβάνοντας μίζες. Τη δεκαετία του ’90, ο πρόεδρος της ΔΟΕ και οι κορυφαίοι συνεργάτες του βαφτίστηκαν «Λέσχη» από  τους επικριτές τους.
 
Πλέον το διακύβευμα είναι πολύ υψηλό. Δύο δεκαετίες μετά τη σφαγή στην πλατεία Τιενανμέν, όπου 5.000 άτομα, που διαμαρτύρονταν υπέρ της δημοκρατίας, δολοφονήθηκαν από το στρατό, οι γραφειοκράτες δικτάτορες της Κίνας ήταν σε θέση να «ξεπλύνουν» το καθεστώς τους, χρησιμοποιώντας τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου, το 2008.
 
Οι Αρχαίοι Έλληνες ήθελαν να δώσουν την εντύπωση ότι οι Ολυμπιονίκες ήταν αληθινοί ήρωες. Έλεγαν παραμύθια, όπως αυτό για τον Γλαύκο της Καρύστου, Ολυμπιονίκη πρωταθλητή πυγμαχίας, ο οποίος διόρθωσε ένα άροτρο μόνο με τη γροθιά του. Πλέον, ακούγονται ιστορίες για την ταπεινή καταγωγή των αθλητών, ωστόσο ανεξάρτητα από την καταγωγή , οι πρωταθλητές αθλητές δεν μένουν ποτέ μέρος της εργατικής τάξης. Οι Ολυμπιακοί εγγυώνται αμοιβές υψηλού επιπέδου, βραβεία, χορηγίες και κερδοφόρες θέσεις εργασίας, Οι αθλητές που κερδίζουν μετάλλια, όπως και άλλες κορυφαίες προσωπικότητες και επαγγελματίες, γίνονται εκατομμυριούχοι και εξελίσσονται στην σύγχρονη άρχουσα τάξη.
 
Εντάσσονται σε μια αθλητική ελίτ, η οποία συγχωνεύεται ομαλά με την πολιτική και επιχειρηματική κάστα. Ο Λόρδος Sebastian Coe, Πρόεδρος της LOCOG (σ.σ: οργανωτική επιτροπή του «Λονδίνο 2012») είναι χαρακτηριστική περίπτωση. Είναι πρώην αθλητής, πλούσιος επιχειρηματίας και εξέχον στέλεχος του Συντηρητικού κόμματος.
 
Ο Λόρδος Colin Moynihan, πρόεδρος της Βρετανικής Ολυμπιακής Επιτροπής, είναι της ίδιας λογικής: εκατομμυριούχος επιχειρηματίας και πολιτικός των Συντηρητικών. Το νούμερο δύο του, ο Andrew Hunt, ο Βρετανός Γενικός Γραμματέας της NOC είναι ο Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας Reliance Security Services, μια εταιρεία με 10.000 υπαλλήλους και αξία 240 εκατ. λίρες.
 
Τα διοικητικά συμβούλια της LOCOG και της ΕΟΕ είναι γεμάτα από τέτοιους ανθρώπους. Από τα 19 μέλη του συμβουλίου της πρώτης, οι 17 είναι λευκοί άνδρες (η μοναδική γυναίκα είναι η Πριγκίπισσα Άννα). Τα μισά μέλη είναι επιχειρηματίες και τα υπόλοιπα έχουν τεράστια επιχειρηματικά συμφέροντα. Ο διευθύνων σύμβουλος είναι ένας τραπεζίτης της Goldman Sachs. Ο οικονομικός διευθυντής είναι μέλος του βρετανικού Σίτι και έχει την εταιρεία Deloitte.
 
Κανένας από αυτούς τους ανθρώπους δεν έχει εκλεγεί και κανένας δεν είναι υπόλογος στο ευρύ κοινό. Το διοικητικό συμβούλιο της LOCOG εκπροσωπεί την πλουτοκρατία και τις επιχειρήσεις και ο χαρακτήρας του συμβολίζει το δημοκρατικό έλλειμμα στη σύγχρονη Βρετανία. Κάτι τέτοιο έγινε φανερό όταν ο Coe, με την αλαζονεία της τάξης του, αρνήθηκε να απαντήσει σε ερωτήσεις από τους εκλεγμένους πολιτικούς εκπροσώπους του Λονδίνου σχετικά με το ποσοστό των εισιτηρίων των κορυφαίων αθλημάτων, τα οποία είναι διαθέσιμα για το ευρύ κοινό.
 
Συνολικά, τα τρία τέταρτα των εισιτηρίων διατέθηκαν σε γενική πώληση, αλλά το ποσοστό φαίνεται να πέφτει κατακόρυφα για γεγονότα όπως η Τελετή Έναρξης και ο τελικός των 100 μέτρων. Αλλά δεν ξέρουμε τι ακριβώς συμβαίνει, καθώς η LOCOG λειτουργεί ως ανώνυμη εταιρεία επιχειρηματιών και κρύβει τις δραστηριότητές της πίσω από την λογική της «εμπιστευτικότητας».
 
Οι Αγώνες του Λονδίνου δεν ανήκουν στον βρετανικό λαό. Εμείς πληρώνουμε γι’ αυτούς (12 δισ. λίρες από το συνολικό κόστος προέρχονται από τον φορολογούμενο και μόνο το 1,4 από χορηγούς), αλλά δεν έχουμε κανέναν απολύτως έλεγχο στον τρόπο που λειτουργούν. Οι επιχειρηματίες που διοικούν την LOCOG δεν θα μας πουν τίποτα, ούτε καν πόσα εισιτήρια έχουν διατεθεί.
 
Για να επιβληθεί ο έλεγχος στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου, θα χρησιμοποιηθούν 50.000 στρατιώτες, αστυνομικοί και ιδιωτικοί φρουροί ασφαλείας, πέντε φορές ο αριθμός των βρετανικών στρατευμάτων που ταξίδεψαν μέχρι το Αφγανιστάν, στη διάρκεια του πολέμου.
 
Το μέγεθος της ασφάλειας παρουσιάζεται ως άμυνα ενάντια στις τρομοκρατικές επιθέσεις, ωστόσο έχει περισσότερο να κάνει με αυτό που η Μάργκαρετ Θάτσερ είχε αποκαλέσει  «εσωτερικό εχθρό». Η ασφάλεια στρέφεται ενάντια του βρετανικού λαού και ιδιαίτερα εναντίον των κοινωνικά αποκλεισμένων του Ανατολικού Λονδίνου. Βρίσκεται εκεί για να υπερασπιστεί την προνομιούχα τάξη και την εξουσία των εταιρειών κατά των δημοκρατικών διαδηλώσεων διαμαρτυρίας. Ανέκαθεν. η επιχειρηματικοποίηση της κοινωνίας πήγαινε χέρι-χέρι με την ασφάλεια.
 
Περίπου 2,2 εκατομμύρια εισιτήρια , το 25% του συνόλου (και ίσως τα δύο τρίτα ή και περισσότερο για τα κορυφαία γεγονότα) έχουν κρατηθεί για τους εκατομμυριούχους, τους VIP, τους Ολυμπιακούς αξιωματούχους, τους καλεσμένους «επισκέπτες»  και τις εταιρείες-χορηγούς. Το μεγαλύτερο μέρος του κοινού που έκανε αίτηση για ορισμένα από τα 6,6 εκατομμύρια εισιτήρια προς πώληση δεν πήρε τίποτα. Οι πιο φτωχοί άνθρωποι δεν είχαν καν την ευκαιρία. Η μεγάλη πλειοψηφία των ατόμων που ζουν γύρω από το γήπεδο του Στράτφορντ δεν θα πάει στους αγώνες.
 
Εν τω μεταξύ, οι εταιρείες-χορηγοί μοιράζουν εισιτήρια ως μπόνους στο προσωπικό και ως «φιλόξενη διάθεση» στους πελάτες. Η Deloitte χρησιμοποιεί ένα μεγάλο ποσοστό των δωρεάν εισιτηρίων της «ως ανταμοιβή για τα επιτεύγματα του προσωπικού», ενώ τα «αρχηγεία» του Σίτι θα μετατραπούν σε «Ολυμπιακά κέντρα υποδοχής».
 
Οι αποκαλούμενοι «δρόμοι των Αγώνων» θα υπάρχουν σε όλη την πρωτεύουσα κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών. Στην Αρχαία Ελλάδα, οι αθλητές και αξιωματούχοι περπατούσαν μέχρι την Ολυμπία. Στο Λονδίνο του 1948, χρησιμοποίησαν τα λεωφορεία και τον υπόγειο σιδηρόδρομο. Και στις δύο περιπτώσεις, πήγαν στους αγώνες με τον ίδιο τρόπο που πήγαν οι θεατές. Πλέον όχι: στο Λονδίνο του 21ου αιώνα, για την νεοφιλελεύθερη ελίτ είναι ενστικτώδης ο διαχωρισμός των τάξεων.
 
Οι λωρίδες των δρόμων αυτών θα χρησιμοποιούνται αποκλειστικά από τις 4.000 BMW, οι οποίες θα εξέρχονται από τα πεντάστερα ξενοδοχεία του West End και θα πηγαίνουν προς τις Ολυμπιακές εγκαταστάσεις. Αυτές οι λωρίδες πρόκειται να μετατραπούν σε αυτοκινητόδρομους χωρίς κανέναν περιορισμό: 48 φανάρια θα σταματήσουν να λειτουργούν, 50 τοπικοί δρόμοι θα μπλοκάρουν, όλες οι διαβάσεις πεζών θα κλείσουν και τα ολοήμερα πάρκινγκ θα αναστείλουν την λειτουργία τους. Η καθημερινή ρουτίνα εκατοντάδων χιλιάδων απλών Λονδρέζων που πάνε στη δουλειά τους και αφήνουν τα παιδιά τους στο σχολείο θα διαταραχτεί. Εκατομμύρια θα επηρεαστούν από την κυκλοφοριακή συμφόρηση και τις καθυστερήσεις από τις λωρίδες.
 
Στις 17 Ιουλίου 1936, τρεις Εβραίοι ράφτες από το Stepney, ο Nat Cohen, ο Sam Marsters, και ο Alec Sheller, έφυγαν με προορισμό την Ισπανία. Πήγαιναν στην Ολυμπιάδα της Βαρκελώνης. Η νεοεκλεγείσα κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου στην Ισπανία μποϊκόταρε τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τις πολιτικές του ναζιστικού κράτους. Περίπου 6.000 αθλητές από 22 χώρες βρίσκονταν καθ’ οδόν προς τη Βαρκελώνη.
 
Οι Αγώνες της Βαρκελώνης δεν έγιναν ποτέ. Τρεις ημέρες μετά την αναχώρηση του Nat, του Sam και του Alec, ο στρατηγός Φράνκο ξεκίνησε ένα στρατιωτικό πραξικόπημα κατά της ισπανικής δημοκρατίας και η χώρα βυθίστηκε σε εμφύλιο πόλεμο. Αντί να παρακολουθήσουν διεθνές στίβο, ο Nat, o Sam και ο Alec έγιναν εθελοντές στρατιώτες σε έναν αντιφασιστικό στρατό.
 
Οι Αγώνες της Μελβούρνης του 1956 πραγματοποιήθηκαν αμέσως μετά την συντριβή της επανάστασης των εργατών από τα σοβιετικά τανκς στη Βουδαπέστη. Οι Ούγγροι ήρθαν αντιμέτωποι με τους Ρώσους στον ημιτελικό του πόλο. Το αίμα χρωμάτισε το νερό. Οι Ρώσοι, που έχασαν, εγκατέλειψαν τον αγώνα.
 
Στην τελετή λήξης εκείνο το χρόνο, οι αθλητές, αηδιασμένοι από τη πολιτική και τον σοβινισμό των ηγετών του κόσμου, έσπασαν τις εθνικές ομάδες, ένωσαν τα χέρια, αγκάλιασαν ο ένας τον άλλο, και χορεύοντας και τραγουδώντας έκαναν τον γύρω του γηπέδου.

Ads

image

Οι αγώνες του 1968, στο Μεξικό, σημαδεύτηκαν από την εικόνα των Αμερικανών αθλητών John Carlos και Tommy Smith στο βάθρο των νικητών να σηκώνουν τη γροθιά-χαιρετισμό του μαύρου κινήματος, την στιγμή που παιζόταν ο εθνικός ύμνος των ΗΠΑ. Η χειρονομία τους συμβόλιζε την οργή εκατοντάδων εκατομμυρίων, από τις ζούγκλες του Βιετνάμ μέχρι τις πανεπιστημιουπόλεις της Καλιφόρνια, για τον ρατσισμό και τη δολοφονική διάθεση του κράτους.
 
Τώρα είναι η σειρά μας. Ο Cameron, η κυβέρνηση και η εταιρική ελίτ της Βρετανίας χρησιμοποιούν τους Ολυμπιακούς Αγώνες για να μεταδώσουν δύο μηνύματα. Το πρώτο απευθύνεται στο διεθνές κεφάλαιο: η Βρετανία είναι ευημερούσα, οργανωμένη και ανοιχτή για τις επιχειρήσεις. Το δεύτερο, που απευθύνεται στους απλούς ανθρώπους στο Ηνωμένο Βασίλειο: αν και μερικές φορές είναι δύσκολο, θα πρέπει να επιτρέψετε στην σημαία να κυματίζει και να απολαύσετε άρτο και θεάματα- χωρίς τον άρτο.
 
Η ελίτ σκοπεύει να μετατρέψει τους Αγώνες σε μια γιορτή της προνομιούχας τάξης και της εξουσίας των εταιρειών στον κόσμο, όπου εκείνοι γίνονται πλουσιότεροι και εμείς οι υπόλοιποι φτωχότεροι. Πρέπει να μην αφήσουμε την προπαγάνδα και την θριαμβολογία αναπάντητη. Στόχος είναι να χρησιμοποιήσουμε τους Ολυμπιακούς Αγώνες για να μεταδώσουμε μια έκκληση για μαζική αντίσταση. Πρέπει να αξιοποιήσουμε την ευκαιρία, ώστε να αρχίσουμε να μετατρέπουμε την εποχή της λιτότητας σε εποχή της διαμαρτυρίας.
 
Αν μη τι άλλο, οι συμφωνίες για τις χορηγίες της Dow Chemicals, της BP και της ATOS πρέπει να σταματήσουν, όπως και τραγελαφικοί «δρόμοι των Αγώνων». Οι διαμαρτυρίες έχουν ήδη αρχίσει. Για παράδειγμα, η καμπάνια «The Drop Dow Now: Justice for Bhopal» έχει συγκεντρώσει ευρύτατη δημοσιότητα (www.bhopal.org και www.dropdownow.org).
 
Τώρα πρέπει να αναζωπυρωθεί η αντιπολίτευση, μέσα από ένα ευρύ φάσμα διαμαρτυρόμενων ομάδων εναντίον των Ολυμπιακών Αγώνων.

*Ο Neil Faulkner είναι Βρετανός αρχαιολόγος, ιστορικός και συγγραφέας.