― Γιατί είναι απόμακρη η φωνή σου; /σήκωσε λίγο το κεφάλι /να καταλάβω τί μου λες/
όσο μιλάς τ’ ανάστημά σου /ολοένα πάει και λιγοστεύει/λες και βυθίζεσαι στο χώμα.
(Ο γυρισμός του ξενιτεμένου του Γιώργου Σεφέρη-απόσπασμα)

Ads

Ο όρος «λαθρομετανάστης» θα μπορούσε, ίσως,  να έχει  μία αποδεκτή ερμηνεία.

Αν δηλαδή, εννοούσε τον μετανάστη που έχει πέσει θύμα εκμετάλλευσης του λαθρέμπορου, αν κατά κάποιο τρόπο, ως  όρος, λειτουργούσε καταγγελτικά προκειμένου να αναδείξει  τους συνειδητούς συνεργούς  του διαρκούς εγκλήματος σε βάρος της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, και όχι εκείνους που κατά συντριπτική πλειοψηφία αναζητούν ένα στέρεο έδαφος να πατήσουν καθώς το δικό τους χάθηκε.
Βεβαίως, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει ούτε κατά διάνοια.

Αυτοί που δημιούργησαν αυτόν τον προσδιορισμό συνειδητά, το έκαναν για να ταυτίσουν τους πρόσφυγες του πλανήτη και τους μετανάστες χωρίς χαρτιά, με μία έννοια που περιέχει την απειλή για τον υποτιθέμενο κατά άλλα, καλώς συγκερασμένο βίο μας.

Ads

Αδύνατο να κατανοήσω γιατί τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Κύπρο, που αρεσκόμαστε σε πλήθος περίπλοκων τίτλων και υπηρεσιών, μας είναι αδύνατο να προσδιορίζουμε τα πράγματα, εκεί που είναι κρίσιμα απαραίτητο, με το όνομα τους.

Αδύνατο επίσης να καταλάβω την με ευκολία αποδοχή του συγκεκριμένου όρου από χιλιάδες ανθρώπους που θεωρούν εαυτούς έως και ευφυείς.

Σε αυτό το ζήτημα θα προσθέσω και κάτι άλλο.

Την εγκληματική ευκολία με την οποία έχει υιοθετηθεί η λέξη «σκούπα» για τους ελέγχους των αρχών στους δρόμους και τις γειτονιές για να ξετρυπωθούν οι μετανάστες που δεν έχουν άδεια παραμονής  και δικαιολογητικά.

Η σημειολογία, είναι ξεκάθαρη:

Σκούπα, καθαρισμός, απαλλαγή από τα σκουπίδια, κάλαθος των αχρήστων, άνθρωποι σκουπίδια, χωματερή, κλπ. Οι συνειρμοί, γίνονται αβίαστα και υποσυνείδητα.
Εμπεδώνονται , και παράγουν μία κοινωνία με ιθαγενείς μύωπες, μισαλλόδοξους , εκδικητικούς, που πιστεύουν πως υπηρετούν κάποιο είδους πατριωτισμού αλαλάζοντας  υπέρ βωμών και εστιών χωρίς καν να γνωρίζουν καλά- καλά για το τι μιλάνε.

Η γλωσσική μας κατηφόρα βέβαια-στην Ελλάδα-είναι παλιά ιστορία. 

Η  ασυγκράτητη και εξ ακαλλιέργητου ναρκισσισμού ανάγκη των Ελλήνων πολιτικών να χαϊδεύουν το «πόπολο» διαρκώς, και να χαμηλώνουν επίμονα τον ποιοτικό πήχη, μια «τεχνική» που δίδαξε ο Ανδρέας Παπανδρέου, οδήγησε σταδιακά στον πλήρη εκφυλισμό του δημόσιου λόγου.
Όπως ήταν επόμενο, βρήκε πάμπολλους μιμητές και κληρονόμους.

Οι ατραποί της ευκολίας είναι απείρως πιο βολικοί, ειδικά σε μία χώρα που συντίθεται από αμέτρητα κυκλώματα αλληλοσυγχαιρόμενων αγορητών που έχουν προ πολλού  λάβει διαζύγιο οριστικό από κάθε έννοια Διαλόγου.

Σήμερα πια, αν κλείσεις τα μάτια και απλά ακροαστείς, συχνά, πολύ συχνά, δεν θα είσαι σε θέση να διακρίνεις το καφενείο των «οπαδών» που καυγαδίζουν, από τη «συζήτηση στη Βουλή». 

Ενδεχομένως εδώ, να αδικώ το καφενείο.

Τον ίδιο περίπου δρόμο ακολουθεί και η Κύπρος, που από την εποχή της νεοελληνικής δάνειας ευμάρειας, εισάγει ασμένως κάθε νεοελληνικό παρακμιακό σύμπτωμα, κρατώντας βέβαια συστηματικά  τις πόρτες επτασφράγιστες σε  οτιδήποτε σημαντικό καταφέρνει  να παράγει η Ελλάς.

Διασώζεται κάπως  ακόμα η νήσος, χάρη στα όποια κατάλοιπα έχουν απομείνει στην περί Θεσμών αντίληψη από την εποχή της Βρετανικής αποικιοκρατίας.
Κάτι που δημοσίως σπανίως έως και ουδέποτε ομολογείται, ωστόσο σε επίπεδο ιδιωτικό, κυριολεκτικά βοά.

Αφορμή για όλα αυτά, το χθεσινό δελτίο ειδήσεων από το Τρίτο Πρόγραμμα του ΡΙΚ στις επτά το απόγευμα. Ήμουν στο αυτοκίνητο και άκουσα τις ειδήσεις σύμφωνα με τις οποίες η Κυπριακή Πολιτεία διέσωσε επιτυχώς, τους 300 και πλέον «λαθρομετανάστες».

Μία στοίβα άνθρωποι, πρόσφυγες στον υπερθετικό, βαφτίστηκαν «λαθραίοι» από τον επίσημο φορέα ενημέρωσης της χώρας που μιλά νυχθημερόν για την επιστροφή των δικών της προσφύγων.

Θα πρέπει επιτέλους να γίνει σαφές, πως ο ρόλος της Δημόσιας Ραδιοτηλεόρασης, είναι παιδευτικός.

Οφείλει να δίνει παράδειγμα και να εφαρμόζει με ευλάβεια όχι μόνο την δεοντολογία αλλά και την αισθητική με την ευρεία έννοια. Να μην λειτουργεί με τους όρους που επιχειρούν να επιβάλλουν οι κομματικοί λαϊκισμοί, οι  συντεχνιακές αυθαιρεσίες του μυωπικού εργατικού πατερναλισμού και να μην επιτρέπει στη γλώσσα των διαδρόμων να βγαίνει στον αέρα. 

Η εποχή στην οποία μας έλαχε να ζούμε, είναι αφόρητα περίπλοκη. Οι αντιθέσεις και τα προβλήματα που παράγει σε αυτή τη φάση η πλανητική μετεξέλιξη καθημερινός αδίστακτος εφιάλτης.

Μέσα στις τραγωδίες που καθημερινά γεννιούνται από τις πρακτικές των εξουσιαστών, προστίθεται και η εμετική υποκρισία μας.
Εύστοχα και σαρκαστικά, το σημείωσε ο δημοσιογράφος του Πολίτη, Μανώλης Καλατζής:

«Με συγκινεί η «αγωνία» πολλών για το αν θα μας μείνουν στη Κύπρο οι 300 “λαθρομετανάστες”  που κινδυνεύουν να πνιγούν στα ανοικτά της Πάφου. Η πατρίδα, λένε, δεν αντέχει. Αυτή η πατρίδα όμως άντεχε χιλιάδες αλλοδαπές που εκπορνεύονταν και χιλιάδες οικιακές βοηθούς που μας καθαρίζουν, μεγαλώνουν τα παιδιά μας και φροντίζουν τους γονείς μας.»

Έναντι πινακίου φακής θα συμπλήρωνα, και με «αφέντες»  που κάνουν τους δουλεμπόρους παρελθόντων εποχών να φαντάζουν ως «καλοί άνθρωποι».

Σε αυτή τη λαίλαπα που ζούμε, το μόνο που μας απέμεινε είναι η ανθρωπιά μας (όση ξέμεινε) και η πίεση προς τη σωστή κατεύθυνση. Προς εκείνους που παράγουν το πρόβλημα και όχι σε εκείνους που το βιώνουν στο στεγνό από το αλάτι κορμί τους.

Με δυο λόγια κι ένα κλισέ: Είναι ο Καπιταλισμός. Ηλίθιοι.

@pittasgeorge