Πρώτα ορίζουμε και μετά βλέπουμε, και προκειμένου να αντιπαρέλθουμε τον επικοινωνιακό θόρυβο του εξωτερικού κόσμου, υιοθετούμε τα στερεότυπα που επικρατούν στο πολιτισμικό περιβάλλον μας. Αυτό υποστήριζε ο δημοσιογράφος Walter Lippmann, ο οποίος καθιέρωσε τον όρο «στερεότυπο» με τη σύγχρονη μεταφορική του έννοια, ως ένα σύνολο χαρακτηριστικών και ιδιοτήτων που αποδίδονται με άκαμπτο και συστηματικό τρόπο στα μέλη κάποιας ομάδας, τα οποία αντιμετωπίζονται ως πανομοιότυπα αντίγραφα μίας αμετάβλητης και περιορισμένης εικόνας. Οι λόγοι που καταφεύγουμε στα στερεότυπα είναι τρεις:

Ads

1ον) Για να εξοικονομήσουμε χρόνο και κόπο.

2ον) Διότι μας προμηθεύουν με μία συμπαγή, οικεία και προβλέψιμη εικόνα που εγγυάται τον αυτοσεβασμό μας, και επί τής οποίας αφενός προσαρμόζουμε τις συνήθειες και τις επιθυμίες μας, και αφετέρου προβάλλουμε τις αξίες και τις θέσεις μας. Με άλλα λόγια, συνιστούν εκλογικεύσεις των ιδιοτελών (και συνήθως λαθεμένων) γενικεύσεών μας για το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον μας, και βοηθούν στην παγίωση της θέσης μας μέσα σε αυτό.

3ον) Τα στερεότυπα μάς προφυλάσσουν από την απογοήτευση που θα μας προξενούσε το να μελετήσουμε τον κόσμο λεπτομερειακώς και στο σύνολό του.

Ads

Οι πολιτισμικές, φυλετικές και εθνοτικές  προκαταλήψεις λειτουργούν όπως το φαινόμενο που ο Robert Merton ονόμασε «αυτοεκπληρούμενη προφητεία.» Αποτελούν μία μορφή κατανόησης η οποία προηγείται από τη χρήση τής λογικής, και επιβάλλει τα στερεότυπα ως «αποδείξεις,» ανεξαρτήτως τού αν η πραγματικότητα τα επιβεβαιώνει ή τα διαψεύδει. Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη τις γενικεύσεις για να διαχειρίζονται ευκολότερα τα συγκεχυμένα δεδομένα τού περιβάλλοντός τους. Ωστόσο, οι εγωιστικές και μερικευμένες αναπαραστάσεις μας για τον κόσμο είναι παραπλανητικές, και αυτό εξαιτίας λογοκρισιών και προπαγάνδας, αποσπασματικών γνώσεων, της μικρής προσοχής που επενδύει ο πολυάσχολος πολίτης σε ζητήματα στα οποία δεν είναι ειδικός, και της πολυπλοκότητας της δημόσιας σφαίρας. Συνεπώς, είναι ανεπαρκείς για την εύρυθμη λειτουργία μίας δημοκρατίας. Οι εφημερίδες, κατά τον Lippmann, αντανακλούν και επιτείνουν την ελαττωματική οργάνωση της κοινής γνώμης, άρα κακώς θεωρούνται ως η πανάκεια που θα θεραπεύσει τις παθογένειες των δημοκρατικών θεσμών και θα βοηθήσει άπαντες στο να διαμορφώσουν μία πλήρη και αληθινή εικόνα για όσα συμβαίνουν στον πλανήτη.
    
Δεν υπάρχει συναίνεση μεταξύ των ψυχολόγων, των κοινωνικών επιστημόνων, των φιλοσόφων και των γλωσσολόγων ως προς τα ακόλουθα: Αν τα στερεότυπα είναι απλώς αναπόφευκτες, και πιθανώς επωφελείς, προκαταβολικές γενικεύσεις ή σκόπιμοι ιδεολογικοί αφορισμοί, αν οι προκαταλήψεις και τα στερεότυπα ταυτίζονται, αν οδηγούν νομοτελειακώς σε ρατσιστικές διακρίσεις, αν θα πρέπει να εκλαμβάνονται εκ των προτέρων ― ανεξαρτήτως τού αν έχουν θετικό ή αρνητικό πρόσημο ― ως λογικά και ηθικά σφάλματα, αν σε κάθε περίπτωση δηλητηριάζουν τις δια-εθνοτικές σχέσεις, και αν είναι εφικτό το να αποφευχθεί η μισαλλοδοξία. Εντούτοις, αυτό στο οποίο άπαντες συμφωνούν, κατά το μάλλον ή ήττον, είναι ότι οι άνθρωποι ιεραρχούν ως πρώτο στόχο τους την ικανοποίηση των υλικών ή άλλου είδους επιδιώξεών τους, και για την επίτευξή του βασίζονται στη διαρκή αξιολόγηση και κατηγοριοποίηση των άλλων, ως προς τις οποίες επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.

Ειδικότερα ως προς το αντικείμενο το οποίο διεξήλθα στο δικό μου κομμάτι τής έρευνας, οι στερεοτυπικές αναπαραστάσεις των Ελλήνων σε 3 «κεντροδεξιές» (Express, Mail, Telegraph) και σε 3 «κεντροαριστερές»* (Guardian, Mirror, Independent) βρετανικές εφημερίδες ταξινομήθηκαν στις εξής πολιτισμικές συνιστώσες:

Ο μεγαλύτερος αριθμός δημοσιευμάτων (91) αφορά στη διαφθορά, με το ένα τέταρτο εξ αυτών να έχουν στον τίτλο τους είτε αυτήν τη λέξη είτε κάποια που ανήκει στο ίδιο σημασιολογικό πεδίο (φαβοριτισμός, απάτη, δωροδοκία, και άλλα τινά). Εν προκειμένω παρατηρείται μία σημαντική διαφοροποίηση μεταξύ τού συντηρητικού και του προοδευτικού Τύπου, καθώς ο πρώτος κάνει λόγο για ενδημική διαφθορά και για μία λεβαντίνικη νοοτροπία η οποία διακρίνει όλους τους Έλληνες. Παρεμπιπτόντως, εδώ υποβόσκει ακόμα μία αρνητική εθνοφυλετική εικόνα, αφού με τη χρήση τού επιθέτου «λεβαντίνικη» η Ελλάδα αφενός «εξοστρακίζεται» από την Ευρώπη στην Ανατολή, και αφετέρου οι πολίτες της χαρακτηρίζονται εμμέσως ως συμφεροντολόγοι. Βασιζόμενος στο νοητικό δόμημα του Roland Barthes για τα αστικά στερεοτυπικά σχήματα, θα έλεγα ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με τον Δυτικό αστικό μύθο τού εξωτισμού, που αψηφά την Ιστορία τής Ανατολής, η οποία παρουσιάζεται ως ο «εκ φύσεως» φορέας ορισμένων επιλήψιμων αιωνίων καταστάσεων και αυτοχθόνων σημείων.

Τουναντίον, στις κεντροαριστερές εφημερίδες, ως υπαίτιοι της διαφθοράς αναφέρονται πρώτιστα ή αποκλειστικώς οι οικονομικώς εύρωστες τάξεις και η πολιτική ελίτ. Παρομοίως, ως προς τη φοροδιαφυγή, τα περισσότερα άρθρα γνώμης από τον κεντροδεξιό Τύπο επισημαίνουν ότι αυτή έχει λάβει τον χαρακτήρα «πανεθνικού χόμπι» ή συνιστά μία «μορφή τέχνης» για τους Έλληνες, οι οποίοι έχουν «αλλεργία» προς την καταβολή φόρων, επομένως η κρίση αποτελεί την δίκαιη τιμωρία τους και δεν αξίζουν τον οίκτο των Βρετανών. Αντιθέτως, στις προοδευτικές εφημερίδες τονίζεται ιδίως η φορο-ασυλία των πλουτοκρατών, των καλλιτεχνών και της Εκκλησίας, ενώ όποτε προσάπτεται μομφή και στα μικρομεσαία κοινωνικά στρώματα, συγχρόνως τούς αναγνωρίζονται ως άλλοθι το άδικο φορολογικό σύστημα, η εχθρότητα η οποία κυριαρχεί ανάμεσα στους πολίτες και τους πολιτικούς ηγέτες, αλλά και ο νεποτισμός, οι δωροδοκίες και οι απάτες που παρεμβάλλονται ανάμεσα στην είσπραξη των φόρων από την εκάστοτε κυβέρνηση και στη δίκαιη αναδιανομή τους.

Ως προς την εθνοτική προκατάληψη για τον τεμπέλη, σπάταλο, και αναποτελεσματικό στην εργασία του Έλληνα, το 90% των δημοσιευμάτων από τις κεντροαριστερές εφημερίδες το αντικρούουν μέσω στοιχείων από τον ΟΟΣΑ και το Γραφείο Εθνικών Στατιστικών, που καταδεικνύουν πως οι συμπατριώτες μας εργάζονται περισσότερες ώρες από τους Βορειοευρωπαίους κήνσορές τους, οι οποίοι στερεοτυπικά παρουσιάζονται ως φίλεργοι. Μάλιστα, στην Guardian επισημαίνεται το ότι ο μύθος των νωθρών μεσογειακών λαών εξυπηρετεί τους πλουσίους διότι μεταθέτει τη συζήτηση περί φτώχειας από το πλαίσιο της δομικής ανισότητας σε αυτό ενός ηθοπλαστικού παραμυθιού. Απεναντίας, σχεδόν όλα τα δημοσιεύματα στον συντηρητικό Τύπο αναπαράγουν και ενισχύουν το εν λόγω στερεότυπο, δίνοντας έμφαση στο ότι η παραγωγικότητά μας είναι κάτω τού μέσου όρου, χλευάζοντας την αυτοεικόνα μας ως σκληρά εργαζομένων, και στηλιτεύοντας την πρόωρη συνταξιοδότηση, τα αδικαιολόγητα προνόμια, και τους παχυλούς μισθούς των ρουσφετολογικά προσληφθέντων δημοσίων υπαλλήλων, οι οποίοι συχνάκις δεν προσέρχονται καν στη δουλειά τους ή έχουν και μία δεύτερη «μαύρη» εργασία.

Ως προς τις υπόλοιπες πολιτισμικές προκαταλήψεις κατά των Ελλήνων, οι διαφορές μεταξύ συντηρητικού και προοδευτικού βρετανικού Τύπου λιγοστεύουν αισθητά. Ιδιαίτερης μνείας χρήζουν τα δημοσιεύματα που αναφέρονται στον Ζορμπά και στο στερεότυπο του παραμυθά, ανέμελου, γλεντζέ, και ολίγον τι «παρακμιακού» μέσου Έλληνα, ο οποίος δεν δεσμεύεται από συμβάσεις, μεταφορικώς ή κυριολεκτικώς. Οι Έλληνες παρουσιάζονται σαν να έχουν την απείθεια προς τους νόμους εγγεγραμμένη στο DNA τους, και προς επιβεβαίωση τούτου οι αρθρογράφοι παραπέμπουν, παραδείγματος χάριν, στη μη τήρηση της απαγόρευσης του καπνίσματος στους δημόσιους χώρους, στις ποικίλες παραβιάσεις τού κώδικα οδικής κυκλοφορίας, και στα πολυάριθμα αυθαίρετα κτίσματα. Επιπροσθέτως, συχνά γίνεται λόγος για τις ιδιόρρυθμες διατροφικές συνήθειές μας που υποδηλώνουν ένα είδος «πρωτογονισμού,» επί παραδείγματι το ότι τρώμε τα παϊδάκια με τα χέρια, η προτίμησή μας στο αποκαλούμενο «βρόμικο» φαγητό και η προσκόλλησή μας στην πρωτογενή παραγωγή τροφίμων και ποτών για οικιακή χρήση, ενώ η κατανάλωση ρετσίνας και ούζου συνδέονται από τους δημοσιογράφους με τα στερεότυπα της τεμπελιάς, της μετριότητας, της τάσης μας προς γλεντοκόπημα, και της έλλειψης αναστολών. Ουκ ολίγες είναι και οι αναφορές στην τάση των Ελλήνων να μην αποδέχονται τις ευθύνες τους, μεταθέτοντάς τες είτε στους μετανάστες είτε στα «ξένα κέντρα αποφάσεων.»

Επιπλέον, απειροελάχιστα δημοσιεύματα, όλα από την Guardian, τάσσονται ανεπιφύλακτα υπέρ τής επιστροφής των γλυπτών τού Παρθενώνα στην πατρίδα μας. Στην ανεστραμμένη πραγματικότητα της κοινωνίας τού θεάματος, για να υιοθετήσω το εννοιολογικό υφάδι τού Guy Debord, το αληθινό καθίσταται μία στιγμή τού ψεύτικου, με αποτέλεσμα το εξής παράδοξο: Δημοσιογράφοι προερχόμενοι από μία κατ’ εξοχήν ιμπεριαλιστική χώρα δεν διστάζουν να αποκαλούν το Μουσείο τής Ακρόπολης «μνημείο πολιτισμικού σοβινισμού», να επισημαίνουν πως η εθνική ταυτότητά μας βασίζεται στην Ορθοδοξία και όχι στα μάρμαρα του Παρθενώνα (κατά συνέπεια αμφισβητούν την ιστορική συνέχεια μεταξύ ημών και των Αρχαίων προγόνων μας), και να διατείνονται ότι οφείλουμε να στήσουμε άγαλμα στον Λόρδο Έλγιν που διέσωσε τα μάρμαρα από τον βαρβαρισμό των προγόνων μας, οι οποίοι τα χρησιμοποιούσαν για να κτίσουν τα σπίτια τους. «Αν απαγορεύσουμε στους Έλληνες την είσοδο στο Ηνωμένο Βασίλειο σε περίπτωση Grexit, αυτοί θα κάνουν το ίδιο προς τους συμπατριώτες μας. Ωραίος τρόπος για να ξεκινήσεις τις διακοπές σου,» δήλωσε πρόσφατα ένας Βρετανός βουλευτής των Εργατικών, δείχνοντας πως το «στερεότυπο-ομπρέλα» για τη χώρα μας είναι ότι πρόκειται απλώς για έναν φθηνό τόπο διακοπών, που κατοικείται κυρίως από «εκ φύσεως» οκνηρούς, απατεώνες, εριστικούς και οπισθοδρομικούς ανθρώπους.

Καταλήγοντας, ακόμη και όταν επικρατούν θετικές προκαταλήψεις υπέρ μας, αυτές απευθύνονται όχι στη λογική αλλά στο θυμικό των αναγνωστών, όπως συμβαίνει με τη λαϊκιστική συντηρητική Mail, όπου πολλές φορές επαινείται η αξιοπρέπεια ειδικώς τής ελληνικής μεσαίας τάξης, ή προσπαθούν να υποστηρίξουν μία προοδευτική πολιτική θέση, αρκεί αυτή να μην αντιτίθεται στον βρετανικό εθνοκεντρισμό, όπως είδαμε να ισχύει για την περίπτωση των μαρμάρων τού Παρθενώνα. Η σημειοδότηση των βορειοευρωπαϊκών μυθολογιών αλλοτριώνει το νόημα του σημαίνοντος «Έλληνας» στον συλλογικό νου τής βρετανικής κοινής γνώμης, η οποία κατ’ αυτόν τον τρόπο αισθάνεται δικαίωση για τη δική της θέση στον κόσμο, έναντι της δικής μας.

* Η χρήση των εισαγωγικών οφείλεται στο ότι οι περισσότερες εφημερίδες της Μεγάλης Βρετανίας δεν έχουν σταθερή σχέση με έναν πολιτικό χώρο και συχνά μεταβάλλουν τη στάση τους.

** Ο Δρ Θωμάς Τσακαλάκης διδάσκει στο Τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης (E.Κ.Π.Α)

*** Το παρόν κείμενο αποτελεί την εισήγηση του Θωμά Τσακαλάκη κατά την παρουσίαση της έρευνας: Η εικόνα της Ελλάδας σε Γερμανικά και Βρετανικά Μέσα και η προβολή της σε Ελληνικά Μέσα Ενημέρωσης: Σε αναζήτηση Πολιτισμικών  Στερεοτύπων. Η εισήγηση έχει τον τίτλο: Στερεοτυπικές πολιτισμικές αναπαραστάσεις των Ελλήνων στον Βρετανικό Τύπο. Η έρευνα παρουσιάστηκε  κατά την  Διημερίδα του Εργαστηρίου Τεχνών και Πολιτιστικής Διαχείρισης με θέμα: Η εικόνα της Ελλάδας: Πολιτισμός και ΜΜΕ.

Διαβάστε επίσης: