Με τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου όλα τα έθνη προσπαθούν να κλείσουν τις πληγές τους. Στην Ελλάδα, αντ’ αυτού, ανοίγαμε μια μεγαλύτερη πληγή: τον εμφύλιο πόλεμο. Eξαιτίας της φτώχειας και της ανέχειας που επικρατούσε την περίοδο μετά τη λήξη του εμφυλίου, η Ελλάδα υπέγραφε διμερείς συμφωνίες με τη Γερμανία για την προσέλκυση εργατικού δυναμικού, με συνέπεια την ερημοποίηση πολλών ελληνικών χωριών. Το σύνθημα άλλωστε είχε δοθεί και επίσημα το 1960, όταν ο τότε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Παναγιώτης Κανελλόπουλος είχε πει: “Η μετανάστευση είναι ευλογία θεού διά τον τόπο”.

Ads

Το πιο παραγωγικό τμήμα της χώρας εγκαταλείπει τον τόπο του για ένα καλύτερο αύριο στις φάμπρικες της Γερμανίας. Η Ελλάδα «χάρισε» τα παιδιά της στις μεγάλες βιομηχανίες, με αντάλλαγμα τα οφέλη από τα εμβάσματα που εξασφάλιζαν διαθέσιμο συνάλλαγμα στη χώρα μας. Στα γραφεία μετανάστευσης σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη οι ουρές είναι ατελείωτες, οι υποψήφιοι εργάτες περνούν από εξονυχιστικό έλεγχο, πολλές φορές παρουσία των υποψήφιων εργοδοτών τους. Ένα σκλαβοπάζαρο που θύμιζε χώρες της Αφρικής. Οι βασικές προϋποθέσεις που έπρεπε να πληρούν οι υποψήφιοι μετανάστες είναι δύο: πρώτον, να είναι υγιείς και, δεύτερον, να διαθέτουν «πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων», που σήμαινε να μην είναι αριστεροί. Όταν παρουσιαζόταν κάποιο «κόλλημα», κάποιοι καλοθελητές, με το αζημίωτο προφανώς, αναλάμβαναν να ξεπεραστούν τα εμπόδια.

Υπολογίζεται πως εκείνη την εποχή πάνω από ένα εκατομμύριο Ελλήνων πέρασαν ως εργάτες από τα εργοστάσια της Γερμανίας. Όμως η γερμανική κυβέρνηση δεν είχε καταρτίσει κάποιο σχέδιο για την ενσωμάτωση στην κοινωνία όλου αυτού του ανθρώπινου δυναμικού χαρακτηρίζοντάς τους ως γκασταρμπάιτερ δηλαδή προσωρινούς εργάτες χωρίς πλήρη δικαιώματα, με συνέπεια σε πολλές περιπτώσεις η έννοια γκασταρμπάιτερ να χρησιμοποιείται υποτιμητικά. Η ιστορία έδειξε πάντως πως μόνο προσωρινά δεν ήταν, καθώς τότε ήταν σύνηθες να έφευγε πρώτα ο άντρας της οικογένειας, με σκοπό να δουλέψει δύο-τρία χρόνια και έπειτα να επιστρέψει. Η κατάσταση στην Ελλάδα ωστόσο αντί να βελτιώνεται χειροτέρευε· μέσα σε όλα, το 1967 ξεσπά η στρατοκρατούμενη δικτατορία. Συνήθως γινόταν πρόσκληση και στη γυναίκα, η οποία με τα παιδιά ή και χωρίς αυτά έφευγε και αυτή για το ταξίδι προς τη Γερμανία.

Οι κοινωνικές συνέπειες αυτής της “ευλογίας” ήταν ολέθριες, παιδιά χωρίζονται από τους γονείς τους μένοντας με τις γιαγιάδες και τους παππούδες ή ακόμα και σε μακρινούς συγγενείς. Οι “γκασταρμπάιτερ” κοροϊδεύοντας τον ίδιο τους τον εαυτό ψελλίζουν στα χείλη τους “άντε, ακόμα ένα χρόνο, ακόμα λίγο…” και τα χρόνια περνούσαν, τα παιδιά μεγάλωναν και τα γράμματα από και προς Γερμανία πήγαιναν και έρχονταν. Το λαϊκό τραγούδι αντικατοπτρίζει απόλυτα το κλίμα της εποχής που γνωρίζει στιγμές δόξας.

Ads

Η έλευση των “γκασταρμπάιτερ” συνέβαλε σημαντικά στην οικονομική ανόρθωση της Ελλάδας και της Γερμανίας. Πού να ήξεραν οι δύσπιστοι Γερμανοί, όταν είδαν τους πρώτους ρακένδυτους Έλληνες, ότι αυτούς που θεωρούσαν ως “απειλή” για την εργασιακή τους ασφάλεια, ήταν προϊόν διακρατικής συμφωνίας. Η πολιτική των γκασταρμπάιτερ είχε αποτύχει. Αρκετά χρόνια αργότερα, η γερμανική κυβέρνηση αναθεωρεί τη στάση της και αναγγέλλει πρόγραμμα ενσωμάτωσης των μεταναστών στην τοπική κοινωνία. Έτσι μέχρι και σήμερα παρατηρούμε δεύτερης και τρίτης γενιάς Έλληνες μετανάστες να βρίσκονται ακόμη και σε κρατικά αξιώματα.

Η χώρα μας, έχοντας γνωρίσει απόλυτα τις συνέπειες της προσφυγιάς και της μετανάστευσης, καλείται σήμερα σε μια νέα μετανάστευση εντελώς διαφορετική, οι γκασταρμπάιτερ έχουν αντικατασταθεί από ένα μορφωμένο και πλήρως καταρτισμένο ανθρώπινο δυναμικό. Η ελπίδα όμως για επιστροφή στην πατρίδα παραμένει. Αυτό σύσσωμη η πολιτική ηγεσία του τόπου πρέπει να το αντιληφθεί, ώστε να επιταχύνει τους ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας, να καταπολεμήσει την διαφθορά και κυρίως να υπάρξει αξιοκρατία στον τόπο μας.

Οι Έλληνες που σκορπίσαμε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα οφείλουμε να γνωρίζουμε ότι υπήρξαμε πρόσφυγες, γίναμε μετανάστες, ξαναγινόμαστε μετανάστες και παράλληλα δεχόμαστε στην επικράτειά μας ανθρώπους που είναι προϊόν πολέμων, επ’ ουδενί όμως δεν μπορούμε να γίνουμε ρατσιστές και μισαλλόδοξοι, το οφείλουμε στους παππούδες μας που ξενιτεύτηκαν για μια καλύτερη Ελλάδα.

Πηγή: Η Αυγή