«Limpieza de Sangre», ονομαζόταν κατά τον Μεσαίωνα το ιερό αίμα των Χριστιανών, το οποίο απειλείτο από την επιμειξία με αλλόθρησκους αλλά και από αποστάτες. Το θυμήθηκα όπως κάποιες από τις δημόσιες ρητορικές γύρω από την αρπαγή ενός δεκάχρονου παιδιού προσπάθησαν να σχετικοποιήσουν την πατριαρχία και να κατηγορήσουν τις φεμινίστριες για «εγκληματική σιωπή», επειδή αυτήν την φορά «το έγκλημα το έκανε γυναίκα». «Limpieza de Sangre»: Έτσι, κάτι που είχε ξεκινήσει ως γενναίο κίνημα κοινωνικής αποδοχής όπως η διδασκαλία του Ιησού, μετατράπηκε στην υπηρεσία των εξουσιαστών και των υποτακτικών τους σε χειριστικό εργαλείο αποκλεισμού όχι συμπεριφορών αλλά ολόκληρων ομάδων. Στην δική μας περίπτωση, την τωρινή, αντί η κουβέντα να επικεντρωθεί στο πώς πρέπει να προστατεύονται τα παιδιά μας, οι καταγγελλόμενες ομάδες είναι οι φεμινίστριες και οι ομοφυλόφυλοι/ες.

Ads

Σε κείνη την παλιά περίπτωση, του καθαρού αίματος, ήταν σχεδόν όλοι οι «άλλοι». Είναι ακριβώς η εποχή που αρχίζει να γεννιέται ο  δαιμονολογικός ρατσισμός. Η θέση στον κοινωνικό και εργασιακό καταμερισμό δεν θα μπορούσε να νομιμοποιηθεί δίχως καταστάσεις εξαίρεσης στον ηθικό καταμερισμό. Η σεξουαλική ελευθεριότητα των αντίχριστων (όπως ο μύθος του αντίχριστου αρχίζει να καθιερώνεται εκείνη την εποχή) θα χτυπηθεί «μέχρι θανάτου», ενώσω ο Παπισμός, όπως κι ο Λούθηρος τελικά φυτεύοντας, ταυτόχρονα, μέσα από τον προκαθορισμό τον (φέροντα θετικές και αρνητικές εξελίξεις κι ανατροπές στην αρχή) καπιταλισμό, οραματίζεται τους χριστιανούς σε μια τελική μάχη ‘αποκάλυψης’ κατά των δύο εχθρών: Των Εβραίων και των Μουσουλμάνων. Δίπλα τους ως ‘επικίνδυνοι άνθρωποι’ οι γιάτρισσες και οι εγγράμματες γυναίκες, οι ομοφυλόφιλοι, και οι γάτες. Η φύση γενικά. Σε κάποιες δεκαετίες και οι άθεοι, οι κομμουνιστές. Όλα εν δυνάμει τα ξωτικά που θα μπορούσαν ν’ αντισταθούν στην ιεροποίηση της (με το αζημίωτο) κοινωνικής ‘ακινησίας’. Δεν είναι τυχαίο πως αυτή η αλληλοπλοκή είναι που εκδηλώνεται ακόμα, όπως όλα τα είδη κοινωνικού και πολιτικού ρατσισμού πάνε συχνά (μα όχι πάντα) μαζί, αποικάζοντας τους ίδιους εγκεφάλους.

Σύντομα άλλωστε η ίδια ρητορική θα παίξει σημαντικό ρόλο στη νομιμοποίηση της αποικιοκρατίας κι άρα της υπερατλαντικής δουλείας. Όπως οι πλώρες των καραβιών εμβολίζουν τις ακτές σε μια οικονομία που στρέφεται στην εργασιακή δύναμη, ο πιο απτός «χρυσός» της κάθε νέας γης για τους κυρίαρχους στηρίζεται σε δυο πόδια και τρέχει. Είναι οι «άλλοι», όπως οι Αφρικανοί (και όχι μόνο) που μετατρέπονται «στους απογόνους των αμαρτωλών» με τη βοήθεια του μύθου του Ham και του Νώε, και χαρακτηρίζονται ως «εκ γενετής δεδηλωμένοι σκλάβοι». «Ο Θεός τους παρέδωσε στον Λευκό Άνδρα για να τους κάνει ό,τι θέλει» λεγόταν, όπως λέγεται τώρα για τις σφαγές ζώων μιας κι η ανθρώπινη συνείδηση εξελίσσεται επικίνδυνα αργά.

Όμως για να γίνει κάτι τέτοιο νόμιμο στην συλλογική συνείδηση και πιστευτό, έπρεπε να προσωποποιηθεί η κοινωνική αμαρτία, οι βάρβαρες δομές της εκμετάλλευσης  του (έμφυλου αρχικά, που μεταπλάστηκε και μεταποιήθηκε ιστορικά σε τόσα είδη ετερότητας) «άλλου» να καλυφθούν πίσω από προπετάσματα καπνού αυτών που ως εκπρόσωποι ομάδας, εννοούνταν ως «εκ γενετής αμαρτωλοί».

Ads

Κι η νομιμοποίηση αυτή γινόταν και γίνεται συλλογικοποιόντας κι εξαιρώντας το «Κακό». Το στοιχείο που (όπως και το Καλό, ας αποδεχθούμε για λόγους συνεννόησης τον δυϊσμό) μπορεί να βρεθεί μέσα σε όλους κι όλα, σε μειονότητες και πλειοψηφίες, σε μένα και σε σένα, σε αυτό που συμπαθείς και σε αυτό που απεχθάνεσαι. Το αρχέγονο κακό που, με ψυχαναλυτικούς όρους προέρχεται από την ενδόμυχη, ακατανίκητη ανθρώπινη βαρβαρότητα της επιδίωξης, συλλογικά ή ατομικά, μιας ολοκληρωτικής κυριαρχίας πάνω στον άλλο, στο όνομα του μίσους ή της αγάπης, ως ανάχωμα και τα δυο στον φόβο του θανάτου, το ταμπού του φόνου και η τοτεμική λατρεία του φονευμένου πατέρα, που μετατράπηκε στον φονευμένο γιο Ιησού προξενώντας νέες δυνατότητες μα και νέα τρομώδη παραληρήματα, αρχίζει να κυριαρχεί στις δημόσιες ρητορικές. Απονέμοντας στην ομάδα των άλλων το κακό ως εξαίρεση σε σχέση με τους «αποκαθαρμένους» κυρίαρχους (και όσους ανήκουν στις «καθαρές ομάδες» εφόσον μοιράζονται κοινά χαρακτηριστικά με τους κυρίαρχους), και την ίδια στιγμή συλλογικοποιόντας το κακό όχι ως ατομική συμπεριφορά κάποιων, μα ως κατάσταση «ντεφάκτο» συλλογική, σε σχέση με τους ανίερους διαφορετικούς.

Μέσα από αυτήν την αφελή «συλλογικοποίηση», σαφώς καταδικαστέες συμπεριφορές συγκρίνονταν με το δομικό θηρίο. Συγκρίνονται ακόμα. Δηλαδή με όσα νομιμοποιούν κι αναπαράγουν την ιεραρχική, ταξική, σεξιστική,  μορφή της κοινωνίας μας κι όλες τις άλλες μορφές ρατσισμού ή σπισισμού, ως κατάσταση εξαίρεσης που δήθεν αφορά μονάχα τους άλλους. Μόνο που ακριβώς λόγω της δομικής φύσης του, της αλλοδιαπλοκής του με τις δομές που στηρίζουν την κοινωνία διαμορφώνοντας μας κρυφά και φανερά, το ανθρωπολογικό πρότυπο της κυριαρχίας μπορεί  με σοβαρή δύναμη και τρομερή δυναμική να αλλάζει ρόλους θύτη και θύματος μα δεν αναιρείται ούτε από όσους το ‘μισούν’. Δεν είναι μόνο πως σε επίπεδο ομαδικών επιλογών, όταν χρειάστηκε, ίδιες στρατηγικές κυοφορούσαν και ιδεολογίες που ήθελαν και θέλουν, γενναίες ως πρόταγμα, στερεότυπες ως πράξη,  να καλυτερέψουν τον κόσμο, είναι πως αργά ή γρήγορα όπως οι ρόλοι αντιστρέφονται, στους θύτες ανήκουν και τα θύματα και στα θύματα οι θύτες, συνεχίζοντας τον ίδιον αδιέξοδο κύκλο.

Γιατί: «Τι άλλο είναι η ανθρώπινη ιστορία, αν όχι αυτή η μόνιμη διαλεκτική ανάμεσα στην άσκηση του φόνου, ατομικό έγκλημα και  γενικευμένη σφαγή (μα δεν υφίστανται σφαγές χωρίς τους συγκεκριμένους εγκληματίες που τις οργανώνουν), ανάμεσα σ’ αυτήν την έμπρακτη πραγματικότητα του φόνου και σ’ όλες τις απόπειρες του ανθρώπινου πνεύματος να τη διαχειριστεί, ανάγοντας τα φονικά συμβάντα σε κανονιστικές μορφές, συμπεριλαμβάνοντάς τα σε δίκτυα τελετουργικά: θρησκευτικά-θυσιαστικά, πολεμικά-πολιτικά, πολιτικά-νομοθετικά, προκειμένου να τον εγγράψει έτσι στην ανθρώπινη τάξη;» αναρωτιόταν η Ναταλί Ζαλτσμάν, όπως θυμίζει η Ευδοκία Ελευθερίου, κι αυτό αφορά βέβαια και εμάς και τους άλλους. Και τους θύτες και τα θύματα.

Η δυναμική και η επικινδυνότητα όχι του κακού ή του καλού (που μπορεί να βρεθεί όπως είπαμε στον καθέναν και στην καθεμιά, είτε μας μοιάζει είτε όχι, και στον εαυτό μας τον ίδιον) αλλά του δομικού ρατσισμού είναι άλλωστε αυτή: Όλα αποσυλλογικοποιούνται για ν’ αποκαθαρρούν εμάς, και συλλογικοποιούνται για να λερώσουν τους άλλους. Οι δεδηλωμένοι αμαρτωλοί αναγνωρίζονται όλο και συχνότερα στις απεικονίσεις που νομιμοποιούν την αλαζονεία της ανώτερης φυλής, που έχει φύλο, θρησκεία, σεξουαλικότητα, δρουν θεσμικά ως αναπαράσταση, και πάνω τους σχεδιάζονται πολιτικές κι εφαρμόζονται νόμοι που τελικά μας τσακίζουν. Όλους κι όλες μας.

Και πώς όχι; Ο Δομικός ρατσισμός σε όλες τις εκφάνσεις του, αναπαραστατικές, έλλογες, ιδεολογικές, συστημικές, γίνεται σιγά μα σταθερά η δομή η ίδια,  και η μηχανική της ταυτόχρονα: η αναπαραγωγή της ιεραρχικής, άνισης και ανήθικης κοινωνίας που κατανέμει την πρόσβαση σε πόρους, δικαιώματα και προνόμια, νομιμοποιώντας συνεπαγωγικά και τον περιορισμό τους.

Έτσι, το να αμφισβητείται ένα παγκόσμιο, φονικό φαινόμενο αιώνων που έχει αναλυθεί κι έχει δεθεί από χίλιες μεριές όπως η πατριαρχία (θεμέλιος λίθος του δομικού ρατσισμού λέει η αποκλεισμένη από τα σχολεία, λολ, κοινωνική ανθρωπολογία) με αφορμή μια περιπτωσιολογία (γιατί αυτό γίνεται από όσους κι όσες αμφισβητούν την πατριαρχία και κατηγορούν πάλι τις… φεμινίστριες για σιωπή!! επειδή την μικρή Μαρκέλλα την απήγαγε γυναίκα) θυμίζει όσους κι όσες περιμένουν στην γωνία την εγκληματική πράξη ενός μαύρου για να σχετικοποιήσουν την αποικιοκρατία, την εγκληματική πράξη ενός μετανάστη για να σχετικοποιήσουν τον ρατσισμό, την εγκληματική πράξη ενός γκει για να καλύψουν τον σεξισμό…

Είναι βέβαια οι ίδιοι τύποι που ενώσω απολάμβαναν κι απολαμβάνουν τα προνόμια που το εργατικό κίνημα τους είχε αποφέρει, το κατηγορούσαν ή το κατηγορούν συλλήβδην, χρησιμοποιώντας υπαρκτές παθογένειες του για να το στήσουν απέναντι ως ανύπαρκτο εχθρό. Οι ίδιες τύπισσες που ενώσω απολαμβάνουν τα προνόμια που το φεμινιστικό κίνημα τους είχε αποφέρει, φροντίζουν να πάρουν αποστάσεις από αυτό προσδοκώντας την αποδοχή όσων διαχειρίζονται κυρίως τη ‘νομή’ ακόμη και τώρα. Οι ίδιοι και οι ίδιες που ενώσω απολαμβάνουν τις ελευθερίες που η (έστω φαύλη) Δημοκρατία τους προσφέρει φροντίζουν με την πρώτη ευκαιρία να την συγκρίνουν με την χούντα. Τόσο διαφορετικοί. Τόσο ίδιοι.

Δεν είναι κανείς και καμιά υποχρεωμένος να είναι τόσο αξιοπρεπής ώστε αντί να ωραιοποιεί (προσδοκώντας με την σειρά του/της την αποδοχή της μειονότητας), να κρίνει δίχως όμως να κατεδαφίζει. Κανείς και καμιά υποχρεωμένος να είναι τόσο ασφαλής ώστε να κατανοεί πως η κριτική ενδέχεται  να εμπλουτίζει χώρους και  αγώνες δίχως να τους ακυρώσει. Αλλά από την στιγμή που στην δολοφονία (όπως όλα δείχνουν) της μικρής Μαντλίν δεν κυριάρχησε στον δημόσιο λόγο ο ψόγος για τους ετερόφυλους (και πολύ σωστά αφού θα μας τσουβάλιαζε όλους ταυτίζοντας μας με το παιδόφιλο κτήνος), αφού δεν κυριάρχησε η ειρωνεία για την σιωπή των «φυσιολογικών» που δεν αυτοκαταγγέλονται μπροστά σε μια δολοφονία (και πολύ σωστά αφού θα ήταν υστερικό) τότε ο ψόγος για το φεμινιστικό κίνημα που μίλησε και πήρε θέση εκκινώντας σωστά από την αναπαραγωγή του ανθρωπολογικού προτύπου του κυρίαρχου από όλες και όλους μας (αφήνοντας έστω απέξω τις ψυχαναλυτικές ρίζες του «αρχέγονου κακού») είναι πονηρός, και δεν έχει σκοπό ούτε καν να σεβαστεί τον πόνο ενός παιδιού. Αλλά να εκμεταλλευτεί την συγκυρία με την βιασύνη ενός κυνικού χρηματιστή που ξεπουλά ολόκληρες ομάδες ανθρώπων, αφού στο κάτω κάτω όφειλαν να προσέχουν ως δεδηλωμένοι αμαρτωλοί κι ως δίκαιοι σκλάβοι. Στο όνομα του «Limpieza de Sangre» πάντοτε…