Σήμερα οι περισσότεροι θυμούνται τη μεγάλη απεργία των Βρετανών ανθρακωρύχων από την ταινία «Μπίλι Ελιοτ». Και όμως, ήταν ένας από τους σημαντικότερους κοινωνικούς αγώνες του περασμένου αιώνα. Κράτησε το μεγαλύτερο μέρος του 1984 έως τον Μάρτιο του 1985, και αποτέλεσε το βασικό πεδίο μάχης της βαρόνης Θάτσερ εναντίον του ισχυρού, ακόμη τότε, συνδικαλιστικού κινήματος.

Ads

Εφιπποι αστυνομικοί και πληρωμένοι κονδυλοφόροι επιστρατεύτηκαν εναντίον τους. Εννιά άνθρωποι πέθαναν κατά τη διάρκεια της απεργίας, εκατοντάδες τραυματίστηκαν, 11.291 συνελήφθησαν και 8.392 παραπέμφθηκαν στα δικαστήρια με διάφορες κατηγορίες. Δεν ήταν όμως μόνο, ούτε κυρίως, η αστυνομική βία που έκαμψε τους απεργούς. Ολόκληρο το νομικό οπλοστάσιο και οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους κινητοποιήθηκαν εναντίον τους. Για παράδειγμα, η κυβέρνηση Θάτσερ τροποποίησε το άρθρο 6 του Κώδικα Κοινωνικής Ασφάλειας, ώστε τα παιδιά και οι γυναίκες των ανθρακωρύχων να μη δικαιούνται πλέον, όπως στο παρελθόν, προνοιακά επιδόματα κατά τη διάρκεια της απεργίας. Οι οικογένειες πείνασαν και ζούσαν με την αλληλεγγύη άλλων εργαζομένων και την ελεημοσύνη των συγγενών.

Η επικεφαλής του ΜΙ5, Στέλα Ρίμινγκτον (που απετέλεσε την πηγή έμπνευσης για την τζεϊμσμποντική «Μ»), παραδέχθηκε στην αυτοβιογραφία της το 2001 ότι η μυστική αυτή υπηρεσία παρακολουθούσε με «κοριούς» τα τηλέφωνα των απεργών στο πλαίσιο «υπόγειας επιχείρησης» εναντίον τους. Μαζί με τις μυστικές υπηρεσίες σε διατεταγμένη αποστολή ήταν και μεγάλη μερίδα του Τύπου και όχι μόνο του «κίτρινου». Αίφνης ο ηγέτης των ανθρακωρύχων Αρθουρ Σκάργκιλ κατηγορήθηκε ότι ταξίδεψε στη Λιβύη, για να χρηματοδοτήσει την απεργία. Ο εκδότης της «Mirror» Ρόι Γκρινσλέιντ παραδέχθηκε πολύ αργότερα ότι οι κατηγορίες αυτές ήταν εντελώς κατασκευασμένες.

Αυτός ο βρόμικος πόλεμος είχε αποτέλεσμα οι απεργοί να χάσουν τη συμπαράσταση της κοινής γνώμης, όπως έσπευσε να δείξει σωρεία στρατηγικά επιλεγμένων και τεχνηέντως δημοσιευμένων δημοσκοπήσεων. Ακόμη και η βρετανική «ΓΣΕΕ» δεν υποστήριξε τους απεργούς. Και όμως αυτοί, μόνοι, πεινασμένοι και εξαθλιωμένοι, άντεξαν όρθιοι σχεδόν ένα χρόνο, με ποσοστά συμμετοχής στην απεργία που μέχρι το τέλος έμειναν πολύ ψηλά.

Ads

Η μάχη όμως ήταν άνιση. Τα επόμενα χρόνια μετά τον τερματισμό της απεργίας τα ορυχεία ιδιωτικοποιήθηκαν και στη συνέχεια τα περισσότερα έκλεισαν. Οι γύρω πόλεις έγιναν φαντάσματα και η ανεργία άγγιξε το 50%. Και άλλες βιομηχανίες που βασίζονταν στο κάρβουνο έκλεισαν. (Θυμάστε το «Full Monty»;) Ακόμη και σήμερα οι περιοχές των ορυχείων είναι οι φτωχότερες στη Μεγάλη Βρετανία και από τις πλέον φτωχές στην Ευρωπαϊκή Ενωση.

Ομως το βασικότερο θύμα του ταξικού αυτού πολέμου ήταν το εργατικό δίκαιο και τα κοινωνικά δικαιώματα. Κατακτήσεις δεκαετιών σαρώθηκαν από τη θατσερική αντεπανάσταση. Και αυτό όχι μόνο στο επίπεδο των κοινωνικών παροχών, των μισθών και των όρων εργασίας, αλλά και στο επίπεδο των ατομικών δικαιωμάτων. Για παράδειγμα, κηρύχθηκε παράνομη οποιαδήποτε πικετοφορία άνω των τεσσάρων ατόμων έξω από τους τόπους δουλειάς, τάχα ως άσκηση ψυχολογικής βίας εκ μέρους του συνδικαλιστικού κινήματος.

Ζούμε σήμερα, ως βαλκανικό κακέκτυπο, μια επανάληψη του ίδιου σκηνικού. Η κυβέρνηση, συνεχίζοντας την ψευδεπίγραφη ρητορεία της «μηδενικής ανοχής» στην παρανομία, παραβιάζει ευθέως το Σύνταγμα για να σταματήσει με επίταξη την απεργία. Και όμως αυτή, κατά το άρθρο 22 παρ. 4 του Συντάγματος, μπορεί να επιβληθεί μόνο σε περιπτώσεις «επείγουσας κοινωνικής ανάγκης από θεομηνία ή ανάγκης που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία», προϋποθέσεις που ολοφάνερα δεν υφίστανται επί του προκειμένου. Οι απεργοί συκοφαντούνται ως «συντεχνία» και οι δημοσκοπήσεις «αποδεικνύουν» την απομόνωσή τους στην κοινή γνώμη. Επιχειρείται να παγιωθούν μηχανισμοί αυτοματισμού που φτάνουν στο επίπεδο του κοινωνικού κανιβαλισμού.

Η βασικότερη επιδίωξη όμως είναι προφανής και όμοια με αυτή της ιστορίας των ανθρακωρύχων: να γίνει η ήττα των εργαζομένων στο Μετρό η ταφόπλακα του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος και των κατακτήσεων του εργατικού δικαίου. Δεν είναι αθώοι, λοιπόν, όσοι τώρα ανακαλύπτουν τα (προφανώς υπαρκτά) πελατειακά αίσχη του δικομματισμού στις προσλήψεις στο Μετρό ή όσοι ξαφνικά διαπιστώνουν ότι οι συνδικαλιστές είναι τυχοδιώκτες και ανερμάτιστοι. Δεν παραγγέλθηκαν εκτός σχεδίου οι κυριακάτικες δημοσκοπήσεις. Ούτε υπερασπίζονται την κοινωνία όσοι εκμεταλλεύονται το αίσθημα κόπωσης και ταλαιπωρίας όσων υποφέρουν από τη μνημονιακή λαίλαπα, για να τους στρέψουν εναντίον όσων ακόμη αντιστέκονται.

Κανείς δεν μπορεί να δηλώνει ανυποψίαστος. Ουδέτεροι και αμέτοχοι στον πόλεμο αυτό δεν υπάρχουν. Ο καθένας πρέπει να διαλέξει το στρατόπεδό του.

* Ο Γιώργος Κατρούγκαλος είναι Συνταγματολόγος, καθηγητής ΔΠΘ

Enet.gr