Μετά από τον οδηγό ελεγκτικής αποτυχίας, και καθώς ο χρόνος δεν περισσεύει, μια παρέμβαση για την οργάνωση των ελεγκτικών μηχανισμών είναι αναγκαία και επιβεβλημένη. Πριν από όλα, βασική αρχή και απαραίτητη προϋπόθεση είναι η κατάργηση του απίστευτου κατακερματισμού που υπάρχει εδώ και πολλά χρόνια, ερμηνεύοντας έτσι σε ένα βαθμό την αναποτελεσματικότητα και την αποτυχία των ελεγκτικών μηχανισμών για να πατάξουν τη φοροδιαφυγή και το λαθρεμπόριο και να καταπολεμήσουν τη διαφθορά.

Ads

Η ύπαρξη στη χώρα περίπου είκοσι ελεγκτικών υπηρεσιών και σωμάτων επιθεώρησης δεν αποτελεί μοναδικό φαινόμενο  για τις δυτικές κοινωνίες, αλλά είναι η περίτρανη απόδειξη ότι «όποιος δεν θέλει να ζυμώσει, χίλια χρόνια κοσκινίζει». Άρα, πρώτιστο μέλημα είναι η σύμπτυξη των ελεγκτικών μηχανισμών, με ταυτόχρονη αύξηση του εύρους δραστηριότητάς τους, λογοδοσίας και ελέγχου τους στο ανώτερο δυνατό επίπεδο (π.χ., υπουργείο επικρατείας ή σε κορυφαίο υπουργείο, όπως το Υπουργείο Οικονομικών).

Για παράδειγμα, στην πάταξη της φοροδιαφυγής και του λαθρεμπορίου υπάρχουν ελεγκτικές υπηρεσίες στο Υπουργείο Οικονομικών, στην Ελληνική Αστυνομία, στο Λιμενικό και στις Περιφέρειες. Άραγε πόσο δύσκολο είναι να φτιαχτεί μια υπηρεσία ή να αποκτήσει ουσιαστική υπόσταση και ύπαρξη το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (μια ελεγκτική διωκτική αρχή με επώνυμη και παγγίνως αναγνωρίσιμη ταυτότητα) ώστε να αναλάβει το δύσκολο έργο της πάταξης φοροδιαφυγής και λαθρεμπορίου; Και ως Σώμα, γιατί να μην είναι στελεχωμένο με διωκτικούς υπαλλήλους που υπηρετούν σε διαφορετικές υπηρεσίες, αλλά έχουν παραπλήσιους στόχους; Γιατί άλλο είναι η δίωξη και η έρευνα για το οικονομικό έγκλημα και άλλο η ελεγκτική δραστηριότητα για φορολογικές παραβάσεις. Στο ΣΔΟΕ μπορούν να υπηρετούν υπάλληλοι από το Υπουργείο Οικονομικών (εφοριακοί και τελωνειακοί), αστυνομικοί από την Οικονομική Αστυνομία, λιμενικοί από το Λιμενικό (έχοντας πεδίο δραστηριότητας τα νησιά και τα μεγάλα λιμάνια), ελεγκτές από το ΙΚΑ (για να διώκουν την εισφοροδιαφυγή και εισφοροαποφυγή) και άλλοι εξειδικευμένοι υπάλληλοι (όπως είναι οι πληροφορικοί, οι χημικοί, οι μηχανικοί), οι οποίοι βρίσκονται στις Περιφερειακές Διοικήσεις.

Η σκόπιμη -μέχρι σήμερα- σύγχυση αρμοδιοτήτων και εύρους ελέγχου, εξηγεί σε μεγάλο βαθμό τα πενιχρά αποτελέσματα και οδήγησε στην απαξίωση του ΣΔΟΕ. Η διάρθρωσή του μπορεί να παραμείνει σε Περιφερειακό επίπεδο, ακολουθώντας τις διοικητικές Περιφέρειες της χώρας, μειώνοντας όμως σημαντικά τα επιτελικά και εποπτικά τμήματα που υπάρχουν στην πρωτεύουσα. Μια διωκτική υπηρεσία δεν πρέπει να έχει πολλούς «επιτελάρχες» και «αξιωματικούς», αλλά πρέπει να στηρίζεται στους «ετοιμοπόλεμους στρατιώτες». Πολύ δε περισσότερο, δεν μπορεί να είναι «άοπλη» στον πόλεμο για την πάταξη της φοροδιαφυγής και του λαθρεμπορίου. Τα «όπλα» της είναι η -σε βάθος και έκταση- πρόσβαση στις βάσεις δεδομένων και στα ολοκληρωμένα πληροφορικά συστήματα, η διασύνδεση αυτών των συστημάτων, η αξιοποίηση της τεχνογνωσίας και εμπειρίας από αντίστοιχες διωκτικές αρχές χωρών της Ε.Ε., αλλά και της OLAF και EUROPOL (ανάπτυξη συγκριτικών επιδόσεων και αξιοποίηση βέλτιστων πρακτικών), όπως και η παροχή υλικών και μέσων για την υλοποίηση των ελέγχων (αυτοκίνητα, GPS, laptops, tablets, οπλισμός, στολές, μέσα ανίχνευσης νοθείας σε καύσιμα και ποτά, κ.λπ.). Επίσης, κατά την επιτόπου διαπίστωση των λεγόμενων «τυπικών» φορολογικών παραβάσεων, τα επιβαλλόμενα συμμορφωτικού χαρακτήρα διοικητικά πρόστιμα, πρέπει να επιβάλλονται αυτοστιγμής, δίνοντας κίνητρο έκπτωσης στους παραβάτες, εφόσον η πληρωμής τους γίνει εντός μικρού χρονικού διαστήματος. Οι δε προληπτικοί έλεγχοι, να προκύπτουν μέσα από την ανάλυση κινδύνου και από δείκτες επικινδυνότητας που καθορίζονται σε ανώτατο πολιτικό επίπεδο και ελέγχονται μέσα από ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων.   

Ads

Τέλος, μια τέτοια οργάνωση πρέπει να στελεχώνεται από τους αξιότερους, τους καλύτερους και πάνω από όλα, τους -κατ’ ουσία και όχι κατ’ επίφαση- αδιάφθορους. Αυτό σημαίνει, ότι οι κομματικές ή πελατειακές σχέσεις και επιλογές δεν έχουν θέση, όπως και ότι ο αυστηρός και συνεχής έλεγχος και αξιολόγηση των διωκτικών υπαλλήλων είναι καθοριστικής και επιβεβλημένης σημασίας. Όσοι είναι ταγμένοι στην πάταξη της φοροδιαφυγής και του λαθρεμπορίου, πρέπει να προστατεύονται από το απόρρητο, όσον αφορά τα προσωπικά τους στοιχεία και να αμείβονται με τέτοιον τρόπο, ώστε να ανταμείβεται η προσπάθειά τους, η αφοσίωση στο καθήκον και η επικινδυνότητα του έργου. Εξυπακούεται ότι η διαρκής και ουσιαστική κατάρτιση και εκπαίδευση, είναι η «γνωστική πανοπλία» των ανθρώπων που καλούνται να είναι μπροστάρηδες στον αγώνα. Η αποτελεσματική ενδυνάμωση και ποιοτική αναβάθμιση του ανθρώπινου δυναμικού είναι μείζονος σημασίας ζήτημα, που κατάλληλα αξιοποιείται στους φορολογικούς ελεγκτικούς μηχανισμούς άλλων χωρών της Ε.Ε. Είναι τόσο δύσκολο να γίνει αυτό και στη χώρα μας;

Κλείνοντας το επιγραμματικό σημείωμα, ζητήματα με τα οποία μπορεί να ασχολείται μια τέτοια διωκτική αρχή είναι -ενδεικτικά και όχι περιοριστικά- οι προληπτικοί έλεγχοι στην αγορά, η δίωξη του λαθρεμπορίου, οι έλεγχοι της νοθείας, οι έλεγχοι απόκτησης παράνομου πλούτου, το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, το παρεμπόριο και τα παραποιημένα προϊόντα, το παράνομο ηλεκτρονικό εμπόριο, οι προληπτικοί έλεγχοι στη διακίνηση αγαθών και στην εισαγωγή προϊόντων, οι έλεγχοι στις επιχειρήσεις για τήρηση των φορολογικών και ασφαλιστικών τους υποχρεώσεων, οι έλεγχοι για την ορθή και πραγματική αξιοποίηση των Κοινοτικών πόρων και των κρατικών επιδοτήσεων και ασφαλώς οι άμεσοι έλεγχοι των διαφόρων τραπεζικών και καταθετικών λιστών, όπως και το διαρκές κυνηγητό της απάτης και του εγκλήματος του λευκού κολάρου.

Μια ουσιαστικά δυνατή και «αρματωμένη» διωκτική αρχή που υπάρχει για την πάταξη της φοροδιαφυγής και του λαθρεμπορίου, δεν μπορεί να είναι γραφειοκρατική και δυσκίνητη, αλλά οφείλει να είναι ευέλικτη και άμεση. Να είναι κύρια προδραστική και όχι μόνο μεταδραστική. Να μην πηγαίνει εκ των υστέρων στο οικονομικό έγκλημα, αλλά να παρεμβαίνει εκ των προτέρων. Μα πάνω από όλα, να προφυλάσσει τον πολίτη από το οικονομικό έγκλημα και με τη δράση της να δημιουργεί εκείνες τις προϋποθέσεις που διαμορφώνουν μια δημοκρατική και κοινωνικά αλληλέγγυα φορολογική συνείδηση, που στηρίζει το κράτος πρόνοιας και συμβάλει στην κοινωνική συνοχή.

Η πάταξη της φοροδιαφυγής και του λαθρεμπορίου, δεν αποτελεί απλά ζήτημα τεχνοκρατικής και ορθολογικής οργάνωσης και λειτουργίας ενός ελεγκτικού μηχανισμού, αλλά οφείλει να «υπηρετεί» το δημοκρατικό, δικαιοκρατικό και αξιοκρατικό πρόταγμα για μια κοινωνία αλληλεγγύης και δικαιοσύνης, με ισονομία και ισοπολιτεία και με μια πολιτοκεντρική και κοινωνικά προσανατολισμένη θεώρηση των σχέσεων του κράτους με τους πολίτες του.

* Ο Γιάννης Μάρκοβιτς έχει συγγράψει το εγχειρίδιο «Στα ίχνη του οικονομικού εγκληματία» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις University Studio Press.