Η επίσκεψη του αμερικανού πρέσβη στο γραφείο του Μητσοτάκη –μετά την επίσκεψη Φλαμπουράρη στο πρέσβη – δείχνει πως η απόδοση ποινικών ευθυνών σε πολιτικά πρόσωπα θα είναι μια υπόθεση αποκλειστικά ελληνική. FBI ως προς τους πολιτικούς δεν υφίσταται.

Ads

Tα πράγματα απλουστεύονται βεβαίως τυπικά, αλλά πολιτικά μπερδεύονται αρκετά. Εάν το FBI είχε τέτοια στοιχεία και εάν το ήθελε- που δεν έχει κανένα λόγο να το θέλει – θα τα είχε ήδη διαβιβάσει στην κα Τουλουπάκη, η οποία θα τα είχε ήδη αποστείλει στη Βουλή. Και έτσι δεν θα είχε συντάξει μια δικογραφία η οποία δεν μπορεί να οδηγήσει σε διώξεις, καθώς οι έμμεσες μαρτυρίες δεν μπορούν να αξιολογηθούν ούτε καν ως στοιχείο της  προδικασίας.

Ο κ. Φλαπουράρης από την άλλη, σε δηλώσεις του αποκάλυψε ότι επισκέφθηκε τον κ. Πάϊατ, ο οποίος –σύμφωνα με τον κ. Φλαμπουράρη- του είπε πως το FBI δεν έχει στοιχεία εναντίον ελλήνων πολιτικών και δεν θα μπορούσε να είχε διότι το FBI ερευνά παραβίαση του αμερικανικού νόμου και όχι του ελληνικού. Επομένως, Φλαμπουράρης, Πάϊατ και Μητσοτάκης λένε ακριβώς το ίδιο πράγμα.

Όμως οι δηλώσεις του αμερικανού πρέσβη έχουν μεγάλο πολιτικό ενδιαφέρον, διότι, πρώτον, υπενθυμίζουν πως Ελλάδα και ΗΠΑ είναι διαφορετικά κράτη και δεν υπάρχει τρόπος οι αστυνομικές υπηρεσίες του ενός να διώκουν πολιτικούς του άλλου και δεύτερον, αποκαλύπτουν και την απροθυμία της αμερικανικής κυβέρνησης να πάρει θέση στην πολιτική διαμάχη στην Ελλάδα. Πιο απλά, οι ΗΠΑ δεν δείχνουν να ενδιαφέρονται για την πορεία της υπόθεσης Novartis στην Ελλάδα και επομένως δεν τους απασχολεί και η έκβαση του πολέμου μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης.

Ads

Θα μπορούσαν όμως, εάν ήθελαν εμμέσως να διευκολύνουν την κυβέρνηση- να σιωπήσουν και να αφήσουν τα πράγματα να εξελιχθούν. Κανείς δεν τους υποχρέωσε να προβούν στη διάψευση. Η δήλωση του Πάϊατ δεν ήταν επομένως τυχαία, έβγαλε από το κάδρο το FBI, αφήνοντας έτσι την κα Τουλουπάκη μόνη απέναντι στον Ε. Βενιζέλο, ο οποίος την κατηγορεί ότι παρανόμως απευθύνθηκε στο FBI.

H υπόθεση δεν είναι καθόλου απλή και εάν προσέξουμε καλά την αγόρευση Βενιζέλου στη Βουλή για το ζήτημα- μια αγόρευση που ήταν νομικά και πολιτικά πολύ σαφής- τότε θα έχουμε μπροστά μας την περιγραφή αδικημάτων που σχετίζονται με την αλλοίωση θεσμών του πολιτεύματος. Οι δηλώσεις Παϊατ ενισχύουν σε μεγάλο βαθμό τους ισχυρισμούς του Βενιζέλου και επομένως ο πολιτικός χρόνος μέχρι την λήξη των εργασιών της επιτροπής  θα κυλήσει μάλλον δύσκολα για την κυβέρνηση.

Μέσα σ’ ‘όλα αυτά η κυβέρνηση έχει να αντιμετωπίσει ένα ενιαίο και καθολικό αντικυβερνητικό μέτωπο, το αδιέξοδο στο σκοπιανό και ταυτόχρονα το μεγάλο δίλλημα που θα της θέσουν αμερικανοί και ευρωπαίοι τον Ιούλιο: την άρση του βέτο για τα Σκόπια. Λύση στο όνομα δεν μπορεί να υπάρξει, το βέτο όμως; Θα το διατηρήσει η ελληνική κυβέρνηση; Εάν όχι θα υποστεί πολιτική συντριβή στο εσωτερικό, εάν ναι θα συγκρουστεί με την ΕΕ και τις ΗΠΑ.

Έτσι όπως έρχονται τα πράγματα και μετά τον χλωμό χθεσινό ανασχηματισμό, είναι προφανές πως τα χαρτιά του πρωθυπουργού λιγοστεύουν. Έτσι όμως γίνεται πάντα στην πολιτική: αυτός που πρόκειται να μπει στη μάχη από αδύναμη θεση έχει όλο και λιγότερες δυνατότητες ελιγμών.