O Aλέξης Τσίπρας φτάνει στη Θράκη την Παρασκευή, συνοδευόμενος από 4 Υπουργούς σε μια επίσκεψη που, κατά πολλούς, και σε συνδυασμό με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, μοιάζει και κάπως προεκλογική.  

Ads

Πηγαίνει στη Θράκη σε μια εποχή έντονης αμφισβήτησης της Συνθήκης της Λωζάνης η οποία διέπει το καθεστώς της μειονότητας στη Θράκη και άλλα διμερή ζητήματα ενώ ήδη έχει δοθεί από το γραφείο του ο τόνος για ανάπτυξη της περιοχής σε καθεστώς ισονομίας – ισοπολιτείας. Εξάλλου, αναμένεται ότι θα κάνει και μια αναγκαία δήλωση υπενθύμισης στους γείτονες αλλά και στο εσωτερικό ότι για την Ελλάδα οι Συνθήκες είναι αδιαπραγμάτευτες.

Η Ελλάδα, από την πλευρά της όμως, έχει τηρήσει τη Συνθήκη της Λωζάνης; Σε σύγκριση με την Τουρκία που την επικαλείται ή την αγνοεί κατά περίπτωση, πράγματι η Ελλάδα – παρότι την προσαρμόζει, κατά καιρούς, την ερμηνεύει κατά το δοκούν και καμιά φορά την παραβιάζει κιόλας – μοιάζει να είναι πυλώνας σταθερότητας απέναντι στους γείτονες.

Αυτό που έχει σημασία είναι να διερευνηθεί γιατί ο Πρωθυπουργός επιλέγει να βρεθεί στη Θράκη και ποιο είναι το κλίμα για το ΣΥΡΙΖΑ στην περιοχή  για πλειονότητα και μειονότητα. Μια περιοχή που έχει «ταλαιπωρήσει» πολιτικά τον Τσίπρα, που έχει ασχοληθεί αρκετά μαζί της και τα προβλήματά της, αλλά και που τον τιμά με τα ιστορικά μεγαλύτερα ποσοστά στην ιστορία του κόμματός του, πανελλαδικά. Αλλά με την Θράκη, εδώ και 1,5 χρόνο ασχολούνται περισσότερο οι ΑΝΕΛ και λιγότερο ο ΣΥΡΙΖΑ…

Ads

Τι επικρατεί σήμερα

Είναι λοιπόν η περιοχή όπου η κληρονομιά της Αριστεράς και οι σταθερές θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ έχουν διαμορφώσει μια σοβαρή προγραμματική βάση για τη βελτίωση των ζητημάτων της μειονότητας και της συμβίωσης, τεκμηριωμένη και μάλλον δικαιωμένη στις βασικές της αρχές, παρά την αυξημένη «δυσανεξία» μεγάλου μέρους της κοινωνίας σε ο,τιδήποτε μπορεί να έχει σχέση με τον επιθετικό προσδιορισμό «τουρκικός» ή με ό,τιδήποτε περιγράφει μια σχέση ειλικρινούς ισονομίας όταν οι περισσότεροι θεωρούν τα ζητήματα λυμένα όσο υπάρχει καταπίεση.  Άλλωστε στις μεταρρυθμίσεις τους τα παλιά κόμματα, σε αυτό το μονοπάτι κινήθηκαν πάντοτε παρά την ατολμία. 

Είναι αλήθεια όμως ότι μετά το 2012 άρχισε η οπισθοδρόμηση σε πολιτικές του παρελθόντος και η σκλήρυνση της στάσης της Ελληνικής Πολιτείας, κάτι που καθιστά τις θέσεις αυτές εξόχως σημαντικές αλλά που όμως έχουν υποχωρήσει στη διάρκεια αυτής της διακυβέρνησης ενώ αντιθέτως, και στη βάση της ξεχωριστής βαρύτητας που έχει παραχωρηθεί στην περιοχή για τους ΑΝΕΛ, η κυβέρνηση συνεχίζει να εφαρμόζει – και με μεγαλύτερη ένταση ίσως- τους νόμους που ψήφισε η κυβέρνηση Σαμαρά σε συνεργασία με ΧΑ και ΑΝΕΛ και κρίνονται πολύ φοβικοί απέναντι στη μειονότητα. 

Αυτή είναι η μία όψη γιατί η άλλη λέει ότι στο πλαίσιο μιας συνεργασίας με ένα κυβερνητικό εταίρο, γίνονται υποχωρήσεις  και παραχωρήσεις ώστε αυτή να είναι έντιμη,  ότι μια κυβέρνηση ιεραρχεί τα ζητήματα σε καθεστώς έκτακτης ανάγκης από την πρώτη στιγμή αλλά και ότι μια κυβέρνηση με αριστερό Πρωθυπουργό δεν μπορεί να ανοίξει μέτωπα παντού, ούτε να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις που καθυστέρησαν έναν αιώνα, μέσα σε λίγους μήνες, για να μην αποτύχει, ηττηθεί και ακυρώσει την όποια προσπάθεια. Έτσι είναι αλλά…

Τι συμβολίζει το σχολείο που επισκέπτεται

Η επιλογή του Πρωθυπουργού (δική του προσωπική σύμφωνα με τις πληροφορίες) να βρεθεί, στο Μειονοτικό Γυμνάσιο-Λύκειο της Ξάνθης την Παρασκευή έχει μια σειρά από συμβολισμούς εκούσιους ή ακούσιους. Το συγκεκριμένο σχολείο είναι η απόδειξη του αδιεξόδου όλων των πολιτικών που ασκήθηκαν αλλά και το εμφατικό παράδειγμα της καταστροφής που μπορεί να προκληθεί (ειδικά στην εκπαίδευση που αποτελεί το πλέον ζωτικό ζήτημα για τις σχέσεις με τη μειονότητα) όταν δεν επικρατούν οι νηφάλιες φωνές. 

Και είναι απόδειξη γιατί πρόκειται για ένα σχολείο που στεγάζεται σε ένα εμφανώς ακατάλληλο κτίριο, σε τάξεις των 35 και 40 ατόμων (!) με απογευματινές βάρδιες, με έλλειψη στοιχειωδών υποδομών και με τεράστια λειτουργικά και άλλα προβλήματα ακριβώς επειδή είναι ένα «σύμβολο» στο οποίο άσκησαν κάθε δυνατή πίεση οι υπερσυντηρητικές δυνάμεις της πολιτείας αλλά και της μειονότητας, με στόχο και αποτέλεσμα να παραμένει η μειονοτική εκπαίδευση, μια «κακή» και υποβαθμισμένη εκπαίδευση, πολύ πίσω από τις αυτονόητες κατακτήσεις της Παιδείας στη χώρα και το δυτικό κόσμο. 

Είναι ένα σχολείο που είναι  ιδιωτικό αλλά είναι και δημόσιο, που εποπτεύεται από την Ελληνική πολιτεία αλλά διοικείται από άλλους, που διδάσκουν στα τουρκικά καθηγητές ιδιώτες αλλά διορίζονται και καθηγητές ελληνικών από το Δημόσιο. Και που το καταδικάζουν εσκεμμένα στην εξαθλίωση αυτοί που αποφασίζουν για λογαριασμό της πολιτείας και ενδίδουν – πονηρά – στις πιέσεις τοποθετούνται ολοένα και περισσότεροι μαθητές από χωρίς όμως ποτέ κανείς να μιλήσει για το αυτονόητο, δηλαδή μια στεγαστική αποκατάσταση και μια λειτουργία με σύγχρονους όρους και ξεκάθαρες σχέσεις στην ιδιοκτησία και τη διοίκησή του. Αυτό μαρτυρά το παράδοξο που επικρατεί σε όλα τα μειονοτικά ζητήματα της Θράκης ενώ στην πραγματικότητα είχε πολλά χρόνια να παρατηρηθεί τόσο εχθρική στάση απέναντι στους παράγοντες της μειονοτικής εκπαίδευσης και της μειονότητας εν γένει, σε κάθε επίπεδο. Και που ζει  ένα περίεργο και επικίνδυνο κλίμα τον τελευταίο καιρό. 

Έτσι αυτή η επίσκεψη του Πρωθυπουργού ίσως είναι μια αφετηρία για να επανασυνδεθεί με την κοινωνία της Θράκης και να αρχίσει να κλείνει ανοιχτά ζητήματα που απαιτούν απλή αντίληψη της πραγματικότητας απαλλαγμένη από τις στρεβλώσεις των βολικών μύθων και της υποκρισίας. Άλλωστε στη Θράκη πολλοί είναι αυτοί που για να γίνουν αρεστοί (ίσως και στον ίδιο τον Πρωθυπουργό) δημιουργούν στο παρασκήνιο νέα προβλήματα που κάποια στιγμή εκρήγνυται και τότε εμφανίζονται ως «πατριώτες» και «χρήσιμοι» για να τα επιλύσουν και να προσφέρουν υπηρεσίες.

Τίποτε δεν αλλάζει σε μια μέρα αλλά σε μια περίοδο που το αντίπαλο πολιτικό δέος δεν είναι αποκομμένο από τη μειονότητα αλλά διατηρεί παραδοσιακές σχέσεις, μάλλον ήρθε η ώρα για το ΣΥΡΙΖΑ να επαναπροσεγγίσει τα ζητήματα της ευαίσθητης αυτής περιοχής και να επιβάλει τη δική του οπτική.