Τα αριστερά, όπως χαρακτηρίστηκαν, δακρυγόνα κατά των συνταξιούχων που διαδήλωναν διαμαρτυρόμενοι για τις περικοπές των συντάξεών τους λίγες δεκάδες μέτρα από του Μαξίμου δεν έπεσαν ως «κεραυνός εν αιθρία».

Ads

Μόλις πριν λίγες μέρες πέντε προσφυγόπουλα είχαν προσαχθεί στο Α.Τ. Ομόνοιας, όπου χτυπήθηκαν και εξυβρίστηκαν χυδαία με ρατσιστικό τρόπο, επειδή έφεραν μαζί τους πέντε πλαστικά όπλα μινιατούρες που θα τα χρησιμοποιούσαν σε θεατρική παράσταση.

Και στο παρελθόν, επί ημερών ΣΥΡΙΖΑ, δεν ήταν λίγες οι φορές που το κράτος έδειξε το βίαιο πρόσωπό του εναντίον μεταναστών, προσφύγων, ΜΚΟ και κινημάτων αλληλεγγύης, χωρίς βεβαίως να συγκρίνεται σε μέγεθος με ό,τι συνέβαινε τα προηγούμενα χρόνια. Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά, ωστόσο, της βίαιης καταστολής παραμένουν τα ίδια.

Από την άλλη, προκάλεσε αλγεινή εντύπωση η στάση του έλληνα πρωθυπουργού, ο οποίος χωρίς να αναφερθεί στους οκτώ τούρκους στρατιωτικούς, που ζήτησαν άσυλο στην χώρα μας, δήλωσε στον τούρκο πρόεδρο ότι «οι εμπλεκόμενοι σε πραξικοπήματα δεν είναι καλοδεχούμενοι στην Ελλάδα». Κι αυτό χωρίς να είναι καθόλου βέβαιο ότι οι οκτώ έχουν εμπλακεί στην απόπειρα πραξικοπήματος – τουλάχιστον η κοινή γνώμη δεν γνωρίζει -, δίχως ακόμη να έχουν δοθεί εγγυήσεις ότι η έκδοσή τους στις τουρκικές αρχές δεν θα ισοδυναμεί με καταδίκη τους σε θάνατο και το σημαντικότερο χωρίς να ειπωθεί λέξη από ελληνικής πλευράς για τις συλλήψεις και τα βασανιστήρια χιλιάδων αθώων ανθρώπων στην Τουρκία.

Ads

Η αστυνομική βία και στις δύο πρόσφατες περιπτώσεις δεν ήταν απόρροια, ή προβοκάτσια όπως ειπώθηκε, «κάποιων αμετανόητων μπάτσων που θέλουν να εκθέσουν την κυβέρνηση με στόχο να χάσει κάθε έρεισμα στην κοινωνία» ή/και της αδυναμίας του υπουργού Προστασίας του Πολίτη να ελέγξει την αστυνομία. Η αυθαιρεσία των αστυνομικών, αν πράγματι πρόκειται για τέτοια, έχει να κάνει με τη δομή και τον χαρακτήρα της ΕΛΑΣ: αν είναι ένα σώμα στην υπηρεσία του πολίτη ή αν, όπως συμβαίνει, παραμένει κατ’ εξοχήν μία δύναμη καταστολής με αποτέλεσμα η αποστολή του να έρχεται σε σύγκρουση με το ιδεολογικό – αξιακό υπόβαθρο της αριστεράς.

Αυτή η αδυναμία προσδιορισμού του χαρακτήρα ενός κρατικού θεσμού προκάλεσε την όψιμη αντίδραση του πρωθυπουργού, ορισμένων βουλευτών και τμήματος του κομματικού μηχανισμού του ΣΥΡΙΖΑ. Επιπλέον, οι αντιδράσεις, που δεν έγιναν για επικοινωνιακούς λόγους, υποδηλώνουν σαφέστατα μία κρίση συνείδησης συνέπεια ενός πολιτικού αμοραλισμού και μιας επιπόλαιης υποκρισίας έναντι ευάλωτων κοινωνικών ομάδων.

Σε κάθε περίπτωση τα «αριστερά δακρυγόνα», «αυτά που πονάνε πιο πολύ» όπως εύστοχα ειπώθηκε, ανέδειξαν με μεγάλη καθυστέρηση το υφέρπον πρόβλημα του αξιακού ευτελισμού ενός κόμματος που κατέλαβε την εξουσία στηριζόμενο όχι μόνο στις υποσχέσεις του για κατάργηση των μνημονίων, αλλά και σ’ ένα διαφορετικό ήθος που ανέκαθεν επιδείκνυε και είχε ως πρόταγμα η αριστερά, ή τουλάχιστον η ανανεωτική και ριζοσπαστική συνιστώσα της.

Αυτό ήταν και εξακολουθεί να είναι στο πεδίο των ιδεών και της άσκησης της πολιτικής το πλεονέκτημα της αριστεράς έναντι των άλλων πολιτικών χώρων: η υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων χωρίς εκπτώσεις, η προστασία των αδύναμων και ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, η αξιοκρατία, η αξιοπρέπεια.

Ενάμισι και πλέον χρόνο μετά το σχηματισμό κυβέρνησης με κύριο κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ το συμπέρασμα που έχει αποκομίσει η πλειοψηφία του εκλογικού σώματος, ανεξαρτήτως πολιτικών πεποιθήσεων, προθέσεων και… προκαταλήψεων αποτυπώνεται στο απλοϊκό μεν, αλλά συνάμα ισχυρότατο μήνυμα. «Όλοι ίδιοι είναι», που σημαίνει ότι ο απλός πολίτης, ο μεροκαματιάρης, ο εργαζόμενος, ο συνταξιούχος, ο άνεργος, ακόμη και ο πρόσφυγας που έφυγε κυνηγημένος από τον πόλεμο και ήρθε για να ζει έγκλειστος για μήνες σ’ ένα καταυλισμό σε άθλιες συνθήκες στην Ελλάδα δεν διαπιστώνει και πολύ περισσότερο δεν βιώνει κάτι διαφορετικό απ’ ό,τι βίωνε στην καθημερινότητά του όταν κυβερνούσαν οι διαπλεκόμενοι της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ.

Και δεν αναφέρομαι εδώ στους – κατ’ άλλους αναγκαίους και άλλους όχι ακόμη και σε ζητήματα αρχών – πολιτικούς συμβιβασμούς που επιβάλει η άσκηση της εξουσίας, πόσο μάλλον όταν η κυβέρνηση βρίσκεται εγκλωβισμένη στη δίνη των μνημονίων και τους εκβιασμούς των δανειστών. Ούτε στις κορώνες λαϊκισμού και στις ανέξοδες, αλλά αναξιόπιστες πια υποσχέσεις που συχνά εκστομίζονται ή στην απειρία, την αλαζονεία ή/και την ανικανότητα που διακρίνει κορυφαίους κυβερνητικούς παράγοντες.

Αυτή η αμφίσημη στάση θα μπορούσε ενδεχομένως να δικαιολογηθεί αν και εύλογα θ’ αναρωτηθεί κανείς τι νόημα είχαν τότε οι χιλιάδες αναλύσεις διανοουμένων της αριστεράς, οι τόνοι μελάνης που χύθηκαν, οι συζητήσεις, οι αντιπαραθέσεις στους κόλπους του ΣΥΡΙΖΑ και οι αγώνες ενός πολιτικού χώρου για να προσεγγίσει και να δώσει πειστικές απαντήσεις στα μύρια προβλήματα του τόπου μας.

Αναφέρομαι στην έκπτωση αξιών και στον ηθικό ευτελισμό που χαρακτηρίζουν δηλώσεις και δραστηριότητες κορυφαίων αξιωματούχων της κυβέρνησης στο όνομα μιας ασαφούς real politik και ενός πολιτικού αμοραλισμού – κυνισμού που αναπόφευκτα ακυρώνουν κάθε προσπάθεια να δικαιολογηθούν στάσεις και συμπεριφορές τους και διαψεύδουν τις όποιες προσδοκίες των απλών πολιτών.

Αναφέρομαι στη διαχείριση θεμάτων που δεν απορρέουν από την επιβολή του μνημονίου και προσεγγίζονται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που αντιμετωπίζονταν από τις πολιτικές δυνάμεις που καταδυνάστευσαν την χώρα μας για δεκαετίες.

Η αξιοπρέπειά του καθημερινού ανθρώπου «κουρελιάζεται» μπροστά στις ατέλειωτες ουρές και στο γκισέ ενός εφοριακού υπαλλήλου, στο ράντζο ενός νοσοκομείου που δεν έχει να του διαθέσει φάρμακα, στην ατέλειωτη γραφειοκρατία για να αποδείξει ενώπιον των αρχών ότι δεν είναι εγκληματίας, στο γκλομπ ενός αστυνομικού που τον χτυπά ή του ρίχνει το δακρυγόνο, κατ’ εντολήν των ανωτέρων του, επειδή διαμαρτύρεται ότι δεν «τα βγάζει πέρα» με την πενιχρή σύνταξη ή το μισθό του, στον καταυλισμό προσφύγων όπου ζει εγκλωβισμένος χωρίς προοπτική «γιατί δεν είχε πού αλλού να πάει» κυνηγημένος στην πατρίδα του.

Ο κρατικός μηχανισμός αντί να στελεχωθεί με αξιοκρατικά κριτήρια παραμένει δέσμιος της κομματικής επετηρίδας, όπως συνέβη και με τη συγκρότηση ψηφοδελτίων. Το άνοιγμα στην κοινωνία παραμένει «νεκρό γράμμα» και τα κινήματα αλληλεγγύης και διαμαρτυρίας, αυτά στα οποία στηρίχθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ για ν’ ανέλθει στην εξουσία, ξεχάστηκαν.

Το ΠΑΣΟΚ κάποτε στη δεκαετία του ’80 είχε ως κεντρικό του σύνθημα την Αλλαγή. Η Ελλάδα των «μη προνομιούχων» ενέπνευσε χιλιάδες ανθρώπους, αν και εύλογα είχε ασκηθεί έντονη κριτική στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ από την τότε αριστερά. Ο ΣΥΡΙΖΑ αν και δεν καθιέρωσε ένα brand name, υποσχέθηκε πριν καταλάβει την εξουσία τουλάχιστον αξιοπρέπεια. Δυστυχώς, όμως, αυτή η αξιοπρέπεια κράτησε μέχρι το δημοψήφισμα το καλοκαίρι του 2015. Έκτοτε στην αρχή αργά και αργότερα ραγδαία άρχισε να καταρρακώνεται καθημερινά, χωρίς ελπίδα για το αύριο. Στη συλλογική συνείδηση πλέον η σημερινή κυβέρνηση ταυτίζεται με τις προηγούμενες.

Κι αυτό είναι το χειρότερο που κατάφερε ο ΣΥΡΙΖΑ μέσα σ’ ενάμισι και κάτι χρόνο που κυβερνά: η ηθική ισοπέδωση, η απογοήτευση που θα έχει ως συνέπεια την επάνοδο της χειρότερης έκφρασης του νεοφιλελευθερισμού στην Ελλάδα υπό την ηγεσία του Κ. Μητσοτάκη Jr. Την ευθύνη για την ενδεχόμενη «αριστερή παρένθεση», την οποία όλοι απεύχονταν μια και το εγχείρημα ξεκίνησε με τις καλύτερες προϋποθέσεις (ευρεία κοινωνική συναίνεση και ελπίδες δεκαετιών) θα έχει αποκλειστικά η ηγεσία του κόμματος.

Το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ θα επικυρώσει την παντοκρατορία του ηγέτη της, αλλά το πρόβλημα της ταυτότητας θα παραμείνει. Ή το κόμμα θα ενταχθεί και τυπικά στο σοσιαλδημοκρατικό χώρο, αφήνοντας πίσω του τη ριζοσπαστική αριστερά. Ή θα οδηγηθεί στον πολιτικό εκμαυλισμό του. Σε κάθε περίπτωση το κυβερνών κόμμα θα εξακολουθήσει να παραπαίει μέχρι τις εκλογές, όποτε κι αν γίνουν, παρατείνοντας την αγωνία όσων ακόμη πιστεύουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ταυτίζεται με τα οράματα της αριστεράς, η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, οφείλει και αυτή να επουλώσει τα τραύματά της και να αναζητήσει μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας τις ευθύνες της.

Υπό τις συνθήκες που ζούμε η σιωπή δεν είναι χρυσός, διότι ενδέχεται να ερμηνευθεί ως αποδοχή ή συναίνεση.
 
* Ο Παύλος Νεράντζης είναι δημοσιογράφος και ντοκιμαντερίστας. Διατέλεσε Διευθυντής στην ΕΡΤ3 και ανταποκριτής επί 35 χρόνια στην Ελλάδα της ιταλικής εφημερίδας Il Manifesto. Είναι μέλος του Συμβουλίου Τιμής και Δεοντολογίας της ΕΣΗΕΜΘ.