Η επίδραση των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης στην προώθηση και αναπαραγωγή των στερεοτυπικών αντιλήψεων σχετικά με το ρόλο της γυναίκας τόσο στην κοινωνία γενικότερα, όσο και στο χώρο της Πολιτικής ειδικότερα, είναι σημαντικότατη.

Ads

Οι εν λόγω αντιλήψεις, συμβάλουν τα μέγιστα στη διαιώνιση και ισχυροποίηση των έμφυλων διακρίσεων οι οποίες δε γίνονται ορατές μόνο σε “ισλαμικές” χώρες, αλλά και σε πολλές χώρες της Δύσης.

Διαμόρφωση στάσεων των πολιτών από τα ΜΜΕ: Μια πολυπαραγοντική και λανθάνουσα διαδικασία
 
“Σύμφωνα με τη Θεωρία Συμφωνίας των Ρόλων, μια ασυμφωνία ανάμεσα στα θεωρούμενα χαρακτηριστικά μιας κοινωνικής ομάδας και τις προϋποθέσεις ενός κοινωνικού ρόλου, όπως για παράδειγμα οι αρετές στην πολιτική ηγεσία, μειώνει την αξιολόγηση των μελών της ομάδας, σε αυτόν τον κοινωνικό ρόλο” (Eagly & Karau, 2002 όπως αναφέρεται σε Van der Pas & Aaldering , 2020).
 
Επεκτείνοντας την προαναφερθείσα θεωρία στο πραγματευόμενο μας ζήτημα, δύναται να γίνει αντιληπτή η αντίθεση μεταξύ των στερεοτυπικά θεωρούμενων χαρακτηριστικών της κοινωνικής ομάδας των γυναικών εν προκειμένω και τις προϋποθέσεις του “ηγετικού ρόλου” σε πολιτικό επίπεδο.
 
Με άλλα λόγια, “οι γυναίκες στερεοτυπικά σχετίζονται με συμπεριφορές όπως το να είναι ευαίσθητες, ειλικρινείς, ευγενικές και συμπονετικές, ενώ οι άνδρες σχετίζονται με συμπεριφορές όπως το να είναι αντικειμενικοί, ανταγωνιστικοί, σκληροί, έξυπνοι και φιλόδοξοι” (Huddy & Terkildsen, όπως αναφέρεται σε Van der Pas & Aaldering, 2020). Λαμβάνοντας υπόψη λοιπόν τον ορισμό των στερεοτύπων από τους Hogg & Vaughan (2010, 447), ότι δηλαδή τα στερεότυπα αποτελούν “ευρέως αποδεκτές και απλουστευμένες αξιολογικές εικόνες μιας κοινωνικής ομάδας και των μελών της”, γίνεται αντιληπτό πως οι προαναφερθέντες χαρακτηρισμοί για τη γυναίκα (“είναι ευαίσθητες, ειλικρινείς..”), δε συσχετίζονται με τα πραγματικά χαρακτηριστικά μιας γυναίκας ή ενός συνόλου γυναικών.
 
Αντίθετα, έγκεινται στη, μη ορθολογική, γενίκευση των στερεοτυπικά διαμορφωμένων προαναφερθέντων χαρακτηριστικών για την δράση της γυναίκας σε οποιαδήποτε πτυχή της κοινωνικής ζωής, τα οποία σχετίζονται άμεσα με τη μειονεκτική κοινωνική θέση των γυναικών στη σημερινή πατριαρχική κοινωνία, ή αλλιώς, στον κοινωνικό ρόλο που επιτελούν.
 
Ο συγκεκριμένος ρόλος όμως, φαίνεται να διαχωρίζεται από τα “ηγετικά” χαρακτηριστικά που οφείλει να έχει ένας πολιτικός. Άρα, μια γυναίκα πολιτικός, είτε θα στιγματιστεί αρνητικά καθώς τα προαναφερθέντα “ηγετικά” χαρακτηριστικά , δε συμβαδίζουν με τη “συμπονετική” και “ευαίσθητη” της κοινωνική ταυτότητα-ρόλο, είτε εάν πραγματικά παρουσιάζεται ως δυναμική κ ηγετική, κινδυνεύει να “απολέσει” τη γυναικεία της ταυτότητα-ρόλο. Στην αντίπερα όχθη, οι άνδρες πολιτικοί δε βιώνουν τέτοιες καταστάσεις καθώς ο κοινωνικός τους ρόλος, ο ρόλος του “δυνατού” και “σκληρού” συμβαδίζει τόσο με τις στερεοτυπικές κοινωνικές δομές, όσο και στις προϋποθέσεις ενός “καλού πολιτικού”.
 
Τίθεται όμως σε αυτό το σημείο το ερώτημα σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο οι συγκεκριμένοι κοινωνικοί ρόλοι αναπαράγονται και διαιωνίζονται. Πιο συγκεκριμένα, τίθεται το ερώτημα σχετικά με την επίδραση των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης στην εν λόγω αναπαραγωγή και διαιώνιση αλλά και φυσικά η δύναμη της -διαφορετικής σε σχέση με τις επιταγές των μέσων- ερμηνείας εκ μέρους των πολιτών απέναντι στις στερεοτυπικές αντιλήψεις που αναπαράγουν τα ΜΜΕ.
Πως τα Μέσα λοιπόν μπορούν να διαμορφώνουν στερεοτυπικές στάσεις και ποιο είναι το είδος του αντίκτυπου τους στη διαμόρφωση μιας στερεοτυπικής κοινωνικής πραγματικότητας;
 
Για να απαντηθούν τα συγκεκριμένα ερωτήματα, θα χρησιμοποιήσουμε ως εφαλτήριο την Γνωστική νεοσυνειρμική θεωρία (Fiske & Taylor, 1991, Hastie & Kumar, 1979, Srull & Wyer, 1989), σύμφωνα με την οποία, η μνήμη είναι οργανωμένη σε πληροφοριακά δίκτυα, και κάθε δίκτυο αποτελείται από έναν κεντρικό πυρήνα με τον οποίο συνδέονται οι πληροφορίες μέσω συνειρμικών συνάψεων. Κάθε πληροφορία-μήνυμα που λαμβάνουμε από τα Μέσα αντιστοιχεί σε ένα “πληροφοριακό δίκτυο” και προκαλεί έναν “εσωτερικό διάλογο” στο κάθε άτομο. Ο “διάλογος” διαδραματίζεται ανάμεσα στις προϋπάρχουσες στάσεις (γνωστικές απαντήσεις) και το νέο μήνυμα (νέα γνώση). Όσες περισσότερες λοιπόν είναι οι “γνωστικές απαντήσεις” (από την προϋπάρχουσα γνώση) του ατόμου απέναντι στο μήνυμα, τόσο σημαντικότερες θα είναι οι επιπτώσεις του μηνύματος. (Marchand, 2009, 41). Με άλλα λόγια, από την στιγμή που ένα άτομο λαμβάνει μια πληροφορία, “αυξάνει την πιθανότητα να ανακληθούν στη μνήμη σκέψεις με ανάλογο περιεχόμενο” (Marchand, 2009, 66).
 
Οι σκέψεις αυτές, απορρέουν από τις στάσεις ενός ατόμου και αποτελούν τις “γνωστικές απαντήσεις” που αναφέρθηκαν προηγουμένως. Επιπροσθέτως, τα άτομα, οι δέκτες των μηνυμάτων δηλαδή, “χρησιμοποιούν σκέψεις οι οποίες είναι διαθέσιμες (Available) , προσβάσιμες (Accessible ), εφαρμόσιμες (Applicable) ή κατάλληλες (Appropriate) )” γράφουν οι Chong και Druckman (2007, 108). Ως αποτέλεσμα, ένα άτομο θα επηρεαστεί περισσότερο από ένα στερεοτυπικά πλαισιωμένο μήνυμα των ΜΜΕ, το οποίο θα προκαλέσει την ανάκληση μιας διαθέσιμης, προσβάσιμης, εφαρμόσιμης και κατάλληλης για την περίσταση, σκέψης, όταν και το ίδιο διακατέχεται από στερεοτυπικές στάσεις.
 
Επιπροσθέτως, η διαθεσιμότητα, η προσβασιμότητα και η καταλληλότητα της ανάκλησης μιας σκέψης για την επεξεργασία ενός μηνύματος επηρεάζεται από τα κίνητρα και την ικανότητα του ατόμου-δέκτη να επεξεργαστεί το μήνυμα, από το χωροχρονικό κοινωνικό πλαίσιο αλλά και από την επικοινωνιακή στρατηγική που έχει καθοριστεί από τους παραγωγούς του μηνύματος (Marchand, 2009, 258). Με άλλα λόγια και συνοψίζοντας τα όσα προαναφέρθηκαν, τα Μέσα δε “γεννούν” αντιλήψεις. Αντιθέτως, προωθώντας και διαιωνίζοντας στερεοτυπικές αντιλήψεις για την “ευαίσθητη” και “συμπονετική” γυναίκα-μητέρα, όπως θα δούμε στη συνέχεια, αναπαράγουν τις ήδη υπάρχουσες πατριαρχικές δομές και ισχυροποιούν τις ήδη υπάρχουσες στάσεις ενός ατόμου, μέσω του προαναφερθέντος “εσωτερικού διαλόγου”. Όμως, τα άτομα που έρχονται σε επαφή με τα Μέσα δεν αποτελούν ομοιογενές σύνολο, ούτε η επίδραση των μηνυμάτων από τα ΜΜΕ είναι ίδια σε όλους τους δέκτες μηνυμάτων , ανεξάρτητα από το χωροχρονικό πλαίσιο και τις επικοινωνιακές στρατηγικές.
 
Αντίθετα, όσον αφορά τους δέκτες των μηνυμάτων, ο αντίκτυπος των Μέσων σχετικά με την αναπαραγωγή στερεοτυπικών αντιλήψεων, είναι ασφαλώς μικρότερος σε άτομα στα οποία δεν εντοπίζονται προϋπάρχουσες στερεοτυπικές αντιλήψεις. Αντίστοιχα όμως, ακόμη και εάν οι στάσεις του ατόμου κινούνται σε διαφορετικό μήκος κύματος από τις επιταγές των Μέσων, το εκάστοτε άτομο είναι πιθανό να “συμμορφωθεί” υπό τις επιταγές μιας πλειοψηφίας ατόμων που χαρακτηρίζονται από πατριαρχικές αντιλήψεις. Ασφαλώς, οι στάσεις της εν λόγω πλειοψηφίας, είναι πιθανό να επηρεαστούν σημαντικά από τα Μέσα.
 
Ειδικότερα λοιπόν, “άτομα με χαμηλή αυτοεκτίμηση, υψηλή ανάγκη για κοινωνική υποστήριξη ή κοινωνική επιδοκιμασία, ανάγκη για αυτοέλεγχο, χαμηλό δείκτη νοημοσύνης, υψηλά επίπεδα άγχους, αισθήματα αυτο-ενοχοποίησης και ανασφάλειας, αισθήματα κατωτερότητας, αισθήματα σχετικά χαμηλού status μέσα στην ομάδα και μια γενικά αυταρχική προσωπικότητα, είναι πιο πιθανό να συμμορφωθούν υπό τις επιταγές της πλειοψηφίας” (Costanzo, 1970 , Crutchfield, 1955 , Elms & Milgram , 1966, Raven & French 1958 , Stang , 1972 όπως αναφέρεται σε Hogg & Vaughan, 2008).
 
Όπως αναφέρει λοιπόν ο Marchand (2009, 124) “Ο αντίκτυπος των μέσων ενημέρωσης είναι απρόσωπος και λανθάνων”, όμως ιδιαίτερα σημαντικός και άξιος ανάλυσης και έρευνας, από την στιγμή που “η μέγιστη λειτουργία των μέσων είναι να επηρεάζουν τη νόηση, τη στάση ή τη συμπεριφορά του δέκτη προς επιθυμητές κατευθύνσεις” (McGuire, 1986 όπως αναφέρεται σε Marchand, 2009).
 
ΜΜΕ: Πλαισιώνοντας τις αναπαραγόμενες στερεοτυπικές αντιλήψεις και στην Πολιτική Επικοινωνία
 
Αφότου αναλύθηκε ο τρόπος με τον οποίο η αναπαραγωγή και η διαιώνιση στερεοτυπικών αντιλήψεων από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης , συν-διαμορφώνει τις κοινωνικές στάσεις και τους κοινωνικούς ρόλους μιας κοινωνίας, στο σημείο αυτό, θα καταπιαστούμε με τον τρόπο της πλαισίωσης στερεοτυπικών μηνυμάτων από τα ΜΜΕ, στο χώρο της Πολιτικής Επικοινωνίας. Προτού όμως αναφερθούν τα ευρήματα ερευνών σχετικά με τον τρόπο που οι γυναίκες είτε υπο – εκπροσωπούνται στην κάλυψη των Μέσων, είτε δεν παρουσιάζονται επί ίσοις όροις σε σύγκριση με τους άνδρες, είναι σημαντικό να παραθέσουμε ορισμένους ορισμούς και κάποια σημαντικά στοιχεία για την πλαισίωση καθεαυτή.
 
Η πλαισίωση λοιπόν, σύμφωνα με τον Entman (1993, όπως αναφέρεται σε Scheufele, 1999) “προωθεί α) τον ορισμό ενός συγκεκριμένου προβλήματος, β) μια αιτιώδη ερμηνεία (ενός ζητήματος), γ) μια ηθική αξιολόγηση και/ή δ) μια πρόταση μεταχείρισης (προς κάποια ομάδα)”. Επιπροσθέτως, “η πλαισίωση και η παρουσίαση των γεγονότων και των ειδήσεων στα ΜΜΕ μπορεί να επιδράσει συστηματικά στο πως οι αποδέκτες των ειδήσεων αντιλαμβάνονται τέτοια γεγονότα” (Price, Tewksbury & Powers, 1995, όπως αναφέρεται σε Scheufele, 1999).
 
 Άλλωστε, όπως επισημαίνει ο Scheufele (1999, 105): “Η διαδικασία πρόσβασης και ερμηνείας των πληροφοριών ενός ανθρώπου επηρεάζεται από προϋπάρχοντες εννοιολογικές δομές και εννοιολογικά σχήματα”. Οι συγκεκριμένες “εννοιολογικές δομές” και τα “εννοιολογικά σχήματα” με βάση τα οποία ένα άτομο ερμηνεύει τις πληροφορίες που λαμβάνει ασφαλώς επηρεάζονται και συν-διαμορφώνονται από τα ΜΜΕ, όπως αναλύθηκε προηγουμένως. Λαμβάνοντας λοιπόν πάντοτε υπόψη πως “οι ειδήσεις συχνά δομούνται με έναν τρόπο ώστε να ευνοούν συγκεκριμένα καλά οργανωμένες και προσανατολισμένες στρατηγικές εις βάρος άλλων, αλλάζοντας με διακριτικότητα την δραστηριοποίηση των σκέψεων σχετικά με ένα ζήτημα, ανάμεσα στα μέλη του κοινού” (Pan& Kosicki, 1993, Price & Tewksbury, 1997, όπως αναφέρεται σε Shah, Kwak, Schmierbach & Zubric, 2004) αλλά και τα όσα προαναφέρθηκαν στο προηγούμενο υποκεφάλαιο, μπορούμε να αντιληφθούμε πως “το αποτέλεσμα μιας πλαισίωσης συμβαίνει όταν η διαδικασία μετάδοσης (του μηνύματος) αυξάνει το βάρος μιας νέας ή μιας ήδη υπάρχουσας πεποίθησης στη διαμόρφωση της συνολικής συμπεριφοράς ενός ατόμου” (Chong & Druckman, 2007, 107).
 
Σύμφωνα λοιπόν με τις έρευνες, οι έμφυλες διακρίσεις στο χώρο της πολιτικής επικοινωνίας διέπονται από δύο κεντρικά χαρακτηριστικά. Πρώτον, οι γυναίκες πολιτικοί υπο – εκπροσωπούνται σε αρκετές περιπτώσεις, στοιχείο ιδιαίτερα σημαντικό για τις πιθανότητες εκλογής τους, ειδικότερα από την στιγμή που έρευνες έχουν δείξει ότι “η υψηλότερη προβολή ενός κόμματος και ενός υποψηφίου, κατά μέσο όρο, οδηγεί σε αύξηση των προθέσεων ψήφου για αυτό το κόμμα / υποψήφιο” (Aaldering, van der Meer, & Van der Brug, 2018; Kiousis & McCombs, 2004 , όπως αναφέρονται σε Van der Pas & Aaldering, 2020). Δεύτερον, ακόμη και εάν οι γυναίκες πολιτικοί και οι άνδρες πολιτικοί προβάλλονται ποσοτικά το ίδιο, η γυναίκα πολιτικός πλαισιώνεται σε αρκετές περιπτώσεις από τα Μέσα με όρους συζυγικούς, μητρικούς, ή αισθητικούς.
 
Τουτέστιν, η γυναίκα πολιτικός δεν παρουσιάζεται επί ίσοις όροις σε σύγκριση με τον άνδρα πολιτικό, και ως αποτέλεσμα, η συγκεκριμένη πρακτική από τα Μέσα “μπορεί να χρησιμεύσει για την ενίσχυση των ήδη υπαρχόντων στερεοτύπων και του καθεστώτος των γυναικών στην πολιτική ως “άλλου” ”(Van der Pas & Aaldering, 2020, 116). Πιο συγκεκριμένα λοιπόν, “οι ομιλίες και τα σχόλια των γυναικών συχνά πλαισιώνονται υπό στερεοτυπικούς όρους από τα Μέσα” (Kahn 1992, 1994a, 1994b; Kahn & Goldenberg, 1991, όπως αναφέρονται σε Bystrom, 2004).
 
 Οι στερεοτυπικοί όροι, συσχετίζονται άμεσα με το γεγονός πως “οι δημοσιογράφοι συχνά παρουσιάζουν τις γυναίκες πολιτικούς ως υπεύθυνους για τις πράξεις των παιδιών τους και των συζύγων τους , αν και σπάνια θεωρούν τους άνδρες πολιτικούς υπεύθυνους υπό την ίδια έννοια” (Braden, 1996, όπως αναφέρεται σε Bystrom, 2004). Επιπροσθέτως, σύμφωνα και πάλι με τον Braden (1996, όπως αναφέρεται σε Bystrom, 2004), “οι δημοσιογράφοι συχνά ρωτούν τις γυναίκες ερωτήσεις, που δεν ρωτάνε τους άνδρες” και “περιγράφουν τις γυναίκες πολιτικούς με λέξεις που δίνουν έμφαση στους παραδοσιακούς τους ρόλους, εστιάζοντας στην εμφάνιση και τη συμπεριφορά των γυναικών” (Braden, 1996, όπως αναφέρεται σε Bystrom, 2004).
 
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της διαφορετικής αντιμετώπισης των γυναικών πολιτικών από τα Μέσα, είναι το αφιέρωμα της Chicago Tribune το 1992, στην υποψήφια γερουσιαστή, Carol Moseley-Braun, εντός του οποίου η Moseley-Braun αναφερόταν ως “η προσκοπίνα (den mother) με το χαμόγελο της μαζορέτας (cheerleader)” (Witt et al. , 1994 όπως αναφέρεται σε Bystrom, 2004).
 
Επιπλέον, τόσο οι εκτενείς έρευνες της Kahn (1991, 1992, 1994a; Kahn & Goldenberg, 1991, όπως αναφέρεται σε Bystrom, 2004) για την κάλυψη των γυναικών υποψηφίων σε εκλογικές αναμετρήσεις, κατά τη δεκαετία του ‘80 από εφημερίδες στις ΗΠΑ, όσο και η έρευνα των Serini, Powers και Johnston (1998, όπως αναφέρεται σε Bystrom, 2004), έδειξαν πως οι εφημερίδες στις ΗΠΑ, ως μέσο μαζικής επικοινωνίας, κάλυψαν τις γυναίκες πολιτικούς σε “μικρότερο βαθμό, και με περισσότερες αρνητικές αξιολογήσεις για την εκλογική τους ικανότητα” (Bystrom, 2004, 443).
 
Όμως, ακόμη και στην έρευνα του Smith (1997 όπως αναφέρεται σε Bystrom, 2004), όπου διαπιστώθηκε πως οι δημοσιογράφοι κάλυπταν τις γυναίκες και τους άνδρες υποψήφιους/υποψήφιες κυρίως με ισότητα, ο ερευνητής παραδέχθηκε ότι “οι περισσότερες εξαιρέσεις στον κανόνα (της ισότητας) ήταν εις βάρος των γυναικών” (Smith, 1997 όπως αναφέρεται σε Bystrom, 2004). Ένα επίσης ενδιαφέρον εύρημα, προέκυψε κατά τη διάρκεια των προεκλογικών καμπανιών του 2000.
 
Τότε, στις Ηνωμένες Πολιτείες, τόσο σύμφωνα με την έρευνα του Bystrom και των συνεργατών του (2001, όπως αναφέρεται σε Bystrom, 2004) , όσο και με βάση τα ευρήματα της έρευνας του Robertson (2002, όπως αναφέρεται σε Bystrom, 2004), διαφάνηκε μια σημαντική αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο οι γυναίκες πλαισιώνονταν στο χώρο της Πολιτικής Επικοινωνίας. Ειδικότερα, “η κάλυψη των γυναικών από τα ΜΜΕ κατά τις προεκλογικές τους εκστρατείες ήταν περισσότερη ποσοτικά αλλά και πιο ευνοϊκή σε σχέση με τα ευρήματα παλαιότερων ερευνών” (Roberton, 2002 όπως αναφέρεται σε Bystrom, 2004). Ενώ λοιπόν και τα ευρήματα της έρευνας του Bystrom (2001) βρίσκονταν στο ίδιο μήκος κύματος, σχετικά με την αισθητή βελτίωση στις συνθήκες κάλυψης των γυναικών, θα ήταν ολίσθημα να μην αναφερθεί πως και οι δύο προαναφερθείσες έρευνες κατέληξαν σε έναν κοινό τόπο, ο οποίος αφορούσε τις “σημαντικές διαφοροποιήσεις ως προς την ποιότητα της κάλυψης” ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες (Robertson, 2002, όπως αναφέρεται σε Bystrom, 2004). Λεπτομερέστερα, μέσω των ερευνών, αποδείχθηκε πως υπήρχαν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στην κάλυψη ανδρών και γυναικών, καθώς αφενός “οι γυναίκες υποψήφιοι ήταν πολύ πιο πιθανό να παρουσιαστούν υπό συζυγικούς και μητρικούς όρους” (Bystrom, 2004, 444).
 
Ακόμη, ιδιαίτερα ενδιαφέροντα κρίνονται και τα ευρήματα της μετα-έρευνας των Van der Pas και Aaldering, που επιδόθηκε στην ανάλυση 90 ερευνών. Ακριβέστερα, η έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα πως “υπάρχουν μεγαλύτερες ενδείξεις για έμφυλες διακρίσεις στην τηλεόραση παρά στις εφημερίδες” (Van der Pas & Aaldering, 2020, 133) αλλά και ότι “σε αναλογικά εκλογικά συστήματα (proportional representation systems) οι γυναίκες έλαβαν λιγότερη κάλυψη σε σχέση με τους άνδρες κατά 17 %” , ενώ αντίθετα, “υπήρχαν μικρότερες διαφορές ως προς την κάλυψη στα πλειοψηφικά εκλογικά συστήματα (majoritarian electoral systems)” (Van der Pas & Aaldering, 2020, 133). Επιπροσθέτως, οι δύο ερευνήτριες, εξήγαγαν το συμπέρασμα πως “ οι έμφυλες διακρίσεις στον τρόπο με τον οποίο οι πολιτικοί καλύπτονται στα μέσα ενημέρωσης είναι επωφελείς για τους άνδρες” οι οποίοι, “καλύπτονται πιο θετικά και υπάρχει λιγότερη εστίαση στις προσωπικές ζωές τους” (Van der Pas & Aaldering, 2020, 134).
 
Τέλος, αξίζουν να αναφερθούν δύο ακόμη ευρήματα ερευνών, πριν πραγματοποιηθεί η εξαγωγή των συμπερασμάτων. Αρχικά, αξίζει να σημειωθεί πως “το 25 % των ειδήσεων της Washington Post, που επικεντρώνονταν στις γυναίκες του Κογκρέσου, εντοπίζονταν στο τομέα του στυλ (style)” (Bystrom, 2004, 447), με την γνωστή εφημερίδα, όπως επισημαίνουν και οι Carroll και Schreiber (1997 όπως αναφέρεται σε Bystrom, 2004), “να στέλνει το μήνυμα πως το ενδιαφέρον και οι δραστηριότητες των γυναικών στο Κογκρέσο δεν είναι αρκετά σημαντικές ώστε να θεωρούνται σοβαρές ειδήσεις (hard news)” . Εν συνεχεία, καθώς όλα τα ευρήματα που αναφέρθηκαν πρωτύτερα αφορούσαν την Αμερικανική Πραγματικότητα, ενδιαφέροντα κρίνονται και τα ευρήματα της έρευνας του Fowler (1991, όπως αναφέρεται σε Ross, 2000), με βάση τα οποία οι βρετανικές εφημερίδες “διαχειρίζονται τους άνδρες και τις γυναίκες υπό όρους διαφορετικών κατηγοριών και με διαφορετικά στερεότυπα”.
 
Συμπερασματικά…
 
 Συνοψίζοντας, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα προαναφερθέντα, διαφαίνεται πως οι στερεοτυπικές αντιλήψεις σχετικά με το κοινωνικό ρόλο και τη θέση της γυναίκας, διαιωνίζονται και αναπαράγονται από τα ΜΜΕ. Ασφαλώς, δε δύναται να υποτιμηθεί η σημασία οικονομικών και πολιτικών παραγόντων αλλά και η δύναμη της ερμηνείας των πολιτών στη διαμόρφωση του πολιτικοκοινωνικού “γίγνεσθαι” κάθε πολιτικής οντότητας.
 
Παρ’ όλα αυτά, τα ΜΜΕ, με λανθάνων και έμμεσο τρόπο, αποπειρώνται να επηρεάσουν και να καθορίσουν τα εκάστοτε κυρίαρχα “εννοιολογικά σχήματα”, με βάση τα οποία οι δέκτες των μηνυμάτων τους, ερμηνεύουν τα μηνύματα που λαμβάνουν. Παρ’ όλα αυτά, η διαδικασία της εν λόγω συν-διαμόρφωσης, της επιρροής των στάσεων και κατ’ επέκταση των συμπεριφορών των πολιτών από τα ΜΜΕ, είναι μια δυναμική και σε καμία περίπτωση μονοδιάστατη και γραμμική διαδικασία.
 
Η συν-διαμόρφωση των κοινωνικών στάσεων και στερεοτύπων, επηρεάζεται από ένα κράμα παραγόντων, όπως φάνηκε προηγουμένως. Βέβαια, μέσω της στερεοτυπικής πλαισίωσης των μηνυμάτων που εκφέρονται και προωθούνται από τα ΜΜΕ, πράγματι υφίσταται η δυνατότητα να αναπαραχθούν στερεοτυπικές αντιλήψεις, ακρογωνιαίος λίθος των οποίων είναι οι πατριαρχικές δομές της σημερινής κοινωνίας.
 
Όπως έγινε ορατό και προηγουμένως, συγκεκριμένα στον τομέα της πολιτικής επικοινωνίας, ο τρόπος με τον οποίο τα Μέσα αναπαράγουν τις έμφυλες διακρίσεις, περιστρέφεται κυρίως γύρω από δύο άξονες. Είτε δηλαδή από την υπο-εκπροσώπηση των γυναικών πολιτικών, είτε από την ανάδειξη του ρόλου της γυναίκας πολιτικού υπό μητρικούς, συζυγικούς και αισθητικούς όρους. Βέβαια, όπως αναφέρει η Ross (1995, 1996 όπως αναφέρεται σε Ross, 2000), η “αντικειμενοποίηση των γυναικών πολιτικών … είναι σχετιζόμενη με τη γενικότερη εικόνα κατά την οποία οι γυναίκες εμπορευματοποιούνται … και συχνά παρουσιάζονται ως σεξουαλικό αντικείμενο”. Εντός λοιπόν μιας κοινωνίας, στην οποία το γυναικείο φύλο είναι άμεσα συσχετιζόμενο με τη σεξουαλική, μητρική και συζυγική του φύση και χρειά, η παρουσίαση της γυναίκας επί ίσοις όροις σε σύγκριση με τους άνδρες, στον τομέα της πολιτικής επικοινωνίας, είναι μάλλον ανέφικτη. Όπως έγινε ορατό τόσο από τις έρευνες του Davis (2002, όπως αναφέρεται σε Greenwood & Lippman , 2010) αλλά και των Rudman και Borgida (1995, όπως αναφέρεται σε Greenwood & Lippman , 2010), η προβολή μιας γυναίκας με στερεοτυπικά δομημένο τρόπο στη διαφήμιση, δύναται να επηρεάσει σημαντικά τον τρόπο με τον οποίο γίνεται αντιληπτή γενικότερα.
 
Αν επομένως συλλογιστούμε σχετικά με τον γενικευτικό χαρακτήρα που διακατέχει τα γνωστικά σχήματα (στερεότυπα) που χρησιμοποιεί ένα άτομο, γίνεται κατανοητό πως τόσο η διαφήμιση, όσο και οποιοσδήποτε άλλος φορέας που απευθύνεται σε κοινό και αναπαράγει στερεοτυπικές αντιλήψεις , γίνεται αρωγός για τη συνέχιση των έμφυλων διακρίσεων σε κάθε πτυχή της καθημερινότητας μιας γυναίκας.

Βιβλιογραφία:

Βιβλία:

1. Hogg M., & Vaughan G. (2010). Κοινωνική Ψυχολογία (Ε. Βασιλικός & Αρβανίτης Α, μετ.). Αθήνα: Εκδόσεις Gutenberg.
2. Marchand P. (2009) . Κοινωνική Ψυχολογία των Μ.Μ.Ε. (Α. Λυμπεροπούλου, μετ) . Αθήνα: Εκδόσεις Πεδίο.

Ads

Κεφάλαια βιβλίων:

  1. Bystrom, D. G. (2004). Women as Political Communication Sources and Audiences. Σε L. L. Kaid (Ed), Handbook of political communication research (435-459). New Jersey, NJ; Lawrence Erlbaum Associates Publishers.
  2. Greenwood D.N., Lippman J.R. (2010) Gender and Media: Content, Uses, and Impact. Σε J. Chrisler & D. McCreary (Eds), Handbook of Gender Research in Psychology (643-669). New York, NY; Springer.

 
 Διαδικτυακοί τόποι:

1.Chong, D., & Druckman, J.N. (2007). A Theory of Framing and Opinion Formation in Competitive Elite Environments. Journal of Communication, 57 (1), 99-118. https://doi.org/10.1111/j.1460- 2466.2006.00331.x
2. Ross, K. (2000, April 10-13). Women behaving badly? Framing Gender in Political Communication [Paper presentation]. Political Studies Association-UK 50th Annual Conference, London. Ανακτήθηκε από: https://www.researchgate.net/publication/228499763_Women_behaving_badly_… _political_communication .
3. Scheufele, D. (1999) . Framing as a theory of media effects. Journal of Communication, 49, 103- 122. https://doi.org/10.1111/j.1460-2466.1999.tb02784.x
4. Shah, D.V., Kwak, N., Schmierbach, M., & Zubric, J. (2004). The Interplay of News Frames on Cognitive Complexity. Human Communication Research, 30,102-120. https://doi.org/10.1111/j.1468-2958.2004.tb00726.x
5.Van Der Pas, D., & Aaldering, L. (2020). Gender Differences in Political Media Coverage: a Meta-Analysis. Journal of Communication, 70(1), 114–143 . https://doi.org/10.1093/joc/jqz046