Όταν τον Μάιο του 1945 ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος έφθανε στο τέλος του, η Ελλάδα είχε ήδη προλάβει να απελευθερωθεί, να εμπλακεί στα Δεκεμβριανά, να αναζητήσει μια απέλπιδα λύση για να μην συρθεί σε έναν μακρόχρονο εμφύλιο- αναφέρομαι στη Βάρκιζα- και τελικά να επιτρέψει να εκτραφούν όλες εκείνες οι συνθήκες που κατέστησαν την τραγωδία σχεδόν αναπόφευκτη.

Ads

Σημαντικό ρόλο σε αυτή την πορεία- που ακόμα σήμερα οι ιστορικοί αλλά και όσοι έζησαν την περίοδο θέτουν το ερώτημα αν επρόκειτο για μια αναπόφευκτη εξέλιξη ή όχι- διαδραμάτισε μεταξύ άλλων και η τύχη που είχαν οι συνεργάτες των ναζί αλλά και των άλλων κατακτητών (Ιταλών και Βούλγαρων)  στην μεταπολεμική Ελλάδα.

Η ιστορία λίγο πολύ γνωστή. Απασχόλησε δε πλήθος τεκμηριωμένων ιστορικών μελετών με πιο πρόσφατη την ενδελεχή ερευνητική δουλειά του συναδέλφου Δημήτρη Κουσουρή, ο οποίος -τί σύμπτωση-πριν από αρκετά χρόνια γνώρισε την δολοφονική μανία των παιδιών ή μάλλον των εγγονών των δωσίλογων της κατοχής.

Στην Ελλάδα η κάθαρση μετά την ολοκλήρωση όλου του δράματος της Κατοχής δεν ήρθε ποτέ με την μορφή της απόδοσης δικαιοσύνης τόσο για τα εγκλήματα των κατακτητών όσο και των συνεργατών τους.

Ads

Επιτασσόμενες στις ανάγκες του εμφυλίου πολέμου και στην ανάγκη αντιμετώπισης του κομμουνιστικού κινδύνου, οι εμφυλιακές και μετεμφυλιακές κυβερνήσεις του Κέντρου και της  Δεξιάς δεν θα κάνουν ούτε καν μια επιδερμική και για το θεαθήναι προσπάθεια τιμωρίας των συνεργατών.

Αντίθετα υιοθετώντας συνολικά την επιχειρηματολογία των δωσιλόγων και των ναζί, οι προδότες θα αναβαπτιστούν σύντομα σε «εθνική αντίσταση» και η αληθινή αντίσταση θα βρεθεί διωκόμενη, φυλακισμένη, εξόριστη και θαμμένη κάτω από τόνους μισαλλόδοξης προπαγάνδας για περισσότερα από τριάντα χρόνια. Πώς θα μπορούσε, άλλωστε, να υπάρξει κάθαρση όταν από την πρώτη στιγμή της Απελευθέρωσης η απούσα ως τότε από τους αντιστασιακούς αγώνες πολιτική ηγεσία βρέθηκε συνεργαζόμενη και εν πολλοίς δέσμια των νέων οικονομικών ολιγαρχιών που διαμορφώθηκαν στα χρόνια της κατοχής.

Εβδομήντα χρόνια μετά από την εποχή εκείνη η ιστορική έρευνα τόλμησε να μιλήσει για  τους Λαναράδες και τόσους όλους που αποτέλεσαν την νέα οικονομική ολιγαρχία της μεταπολεμικής Ελλάδας.

Αλήθεια δεν υπήρξε καμία τιμωρία; Καμία επιβεβαίωση έστω και στο ελάχιστο της αρχαιολελληνικής κάθαρσης; Τα παραδείγματα ελάχιστα. Σκόρπιες καταδίκες πολλές από τις οποίες μετατράπηκαν σε φυλακίσεις λίγων ετών και σε αβασάνιστες απελευθερώσεις. Εξάλλου, μην λησμονούμε όπου υπήρξε απόδοση λαϊκής δικαιοσύνης αυτή μετατράπηκε  σε κατηγορία εναντίον των κομμουνιστών.

Η γερμανική στολή μπήκε στη ναφθαλίνη – όπως λέει ο ιστορικός Στράτος Δορδανάς σε μια εξαιρετική μελέτη του- οι συνεργάτες αναβαπτισμένοι στην κολυμβήθρα της εθνικοφροσύνης αποτέλεσαν την εμπροσθοφυλακή για την θεμελίωση του μεταπολεμικού κράτους και παρακράτους, ενώ φρόντισαν να καλύψουν και τα νώτα τους όπως απέδειξε η υπόθεση Μέρτεν στις αρχές του ‘60.

Η πορεία τους υπήρξε ιδιαιτέρως αξιοπρόσεκτη: υπερασπιστές της εθνικής ασφάλειας και του ατλαντικού προσανατολισμού της χώρας, ταγμένοι στον αγώνα για την καθαρή Ελλάδα βρέθηκαν να οργανώνουν κινήματα και πραξικοπήματα (από τον ΙΔΕΑ στην Χούντα), να καβαλάνε τρίκυκλα και να δολοφονούν, να οργανώνουν φοιτητικές εμπροσθοφυλακές για να τρομοκρατήσουν τη νεανική αντίδραση και αντίσταση της δεκαετίας του ’60 και να συνεχίζουν την σπορά που είχε αφήσει αθέριστη η ήττα των ναζί το 1945.

Από αυτή την μήτρα θα ξεπηδήσουν οι «4αυγουστιανοί» του Πλεύρη και οι ΦΕΠίτες του Κιλτίδη στη Θεσσαλονίκη, από την ίδια μήτρα και νεοφασίστες της Νέας Τάξης, οι συνεργάτες των Χουντικών σε Ελλάδα και Κύπρο, οι χαφιέδες της Ασφάλειας και όλοι οι άλλοι.

Από την ίδια μήτρα όμως εκείνων των παλιών συνεργατών (η συνεργασία έχει πολλές μορφές και δεν χρειάζεται πάντα να λερωθείς με αίμα) προέκυψαν και τα τζάκια που απασχόλησαν και απασχολούν ως τις μέρες μας την επικαιρότητα με τις ιδιαίτερες οικονομικές και επιχειρηματικές τους ικανότητες.

Με την Μεταπολίτευση όλη αυτή η δράκα των έμμισθων υπηρετών της Χούντας θα βρεθεί κυρίως στο πολιτικό περιθώριο. Τα ακροδεξιά γκρουπούσκουλα του ’70 θα κάνουν φασαρία με βόμβες και προκηρύξεις αλλά θα βρεθούν στο να παλεύουν μεταξύ τους για την κληρονομιά του βασιλιά, του Παπαδόπουλου, του Ιωαννίδη, του Χίτλερ, του Μουσολίνι. Οι εξαιρέσεις της Εθνικής Παράταξης το 1977 ή της ΕΠΕΝ το 1984 δεν διαφοροποιούν την κατάσταση.

Φυσικά και η εξέλιξη του φαινομένου παρουσιάζει ενδιαφέρον, καθώς αν το 1944-45 λόγω άλλων συνθηκών δεν προχώρησε η αποναζιστοποίηση  της χώρας, το 1974 δεν προχώρησε η αποχουντοποίηση.

Το φυτώριο της επταετίας πρόλαβε να ανθίσει και μας χάρισε λουλούδια σαν τους ναζί της Χρυσής Αυγής που αποτελούν σταθερή εκλογική επιλογή για τους συμπατριώτες μας, τους λεπενικούς του ανανήψαντος υπουργού Βορίδη, τους τηλεβουλευτές του ΛΑΟΣ ενός  προέδρου που λειτούργησε σαν πλυντήριο για τους απόκληρους της ελληνικής άκρας δεξιάς αλλά που όπως αποδείχθηκε εσχάτως δεν πρόλαβε να ξεπλύνει τα δικά του άπλυτα.

Το φυτώριο αυτό ποτίστηκε από πολλούς μεταπολιτευτικούς πολιτικούς. Δεν ήταν αυτός ο ίδιος ο Καραμανλής που έγινε πρόεδρος της Δημοκρατίας με μπαστούνα χουντικά; Δεν ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου που στηρίχθηκε σε μετανοημένους εκδότες με φασίζουσα πένα; Ποιος δεν θυμάται την Αυριανή των ίδιων ανθρώπων που σήμερα μέσα από τηλεδιαύλους δίνουν βήμα στα απολιθώματα εκείνων των εποχών. Δεν ήταν το ΠΑΣΟΚ της εποχής που στη λογική του «ανοίξαμε και σας περιμένουμε» δέχθηκε αβίαστα στους κόλπους του παλιούς χουντικούς ή υπηρέτες των πιο αντιδραστικών προχουντικών πολιτικών;

Δεν ήταν αυτός ο ίδιος ο Κ. Μητσοτάκης που παρακαλούσε και υποσχόταν αποφυλακίσεις Απριλιανών για να πετύχει να εισπράξει έστω και τις ελάχιστες χιλιάδες των επενίτικων ψήφων; Και μην ξεχνάμε και αυτό το ίδιο πολιτικό σύστημα (το κοινοβουλευτικό, της αστικής δημοκρατίας) που κατηγορήθηκε ως ανίκανο και διεφθαρμένο, ως ελεγχόμενο και προδοτικό το 1922 στην Ιταλία, το 1933 στη Γερμανία, το 1936 και το 1967 στην Ελλάδα…αυτό που κατηγορήθηκε από το 2004 και μετά για τους ίδιους λόγους είναι το σύστημα που όχι μόνο επέτρεψε την εκλογική ενίσχυση του κόμματος Καρατζαφέρη και της Χρυσής αυγής αλλά συνομίλησε, συνεργάστηκε μαζί τους και εν τέλει  εκτέθηκε στην ίδια την τοξικότητα του φασισμού.

Αυτό το σύστημα υπουργοποίησε τα «ιερά παιδιά» του Καρατζαφέρη, το ίδιο σύστημα συνομιλούσε εντός του κοινοβουλίου με υπόδικους στην καλύτερη κοινοβουλευτική κάντιτ κάμερα που έχουμε δει ποτέ.

Θα πει κάποιος καλά όλα αυτά. Αλλά ποιος ευθύνεται αν όχι εμείς με την κοντή τη μνήμη; Κι όντως η μνήμη μας υπήρξε κοντή και χλωμή. Λίγα χρόνια μετά την λήξη του πολέμου οι ναζί εγκληματίες αξιωματικοί της μεραρχίας Εντελβάις που ευθύνονται με τα ολοκαυτώματα στην Ήπειρο –όσοι δεν σκοτώθηκαν από τους Έλληνες ή τους Γιουγκοσλάβους παρτιζάνους ή τα συμμαχικά στρατεύματα- γύρισαν στη Γερμανία και έζησαν τα υπόλοιπα χρόνια τους χωρίς πρόβλημα.

Οι μεταπολεμικές ισορροπίες, οι επιλογές της κεντρικής κυβέρνησης και το εμφυλιοπολεμικό κλίμα που κράτησε ως τη δεκαετία του 1970 τουλάχιστον δεν επέτρεψαν να αποδοθεί δικαιοσύνη ούτε στους φυσικούς αυτουργούς ούτε μια ηθική ανταμοιβή στους επιζώντες.

Οι διώξεις των εγκληματιών από τη γερμανική δικαιοσύνη στις αρχές της δεκαετίας του 1970 ήρθαν αργά και ήταν επιεικώς απαράδεκτες φανερώνοντας την πρόθεση ενός κράτους να «καθαριστεί» από το άγος του παρελθόντος με όσο το δυνατόν μικρότερο κόστος. Κάποιοι όπως ο ταγματάρχης Ραινχαρντ Κλέμπε του 3ου τάγματος της Εντελβάις επέζησε, σπούδασε κτηνιατρική και υπηρέτησε στον δυτικογερμανικό στρατό ως το 1969.

Μετά κατά διαστήματα πρόσφερε τις υπηρεσίες του στο υπουργείο υγείας της Γερμανίας στην Αργεντινή  αλλά και ως στρατιωτικός σύμβουλος στην Ταϊβαν. Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 επισκέφθηκε την Ελλάδα και την Άρτα και πέθανε ήσυχος το 1992.

Ακόμα πιο χαρακτηριστική η περίπτωση του στρατηγού Λαντς του 22ου Σώματος Ορεινών καταδρομών που φυλακίστηκε για 3 μόλις χρόνια και από το 1951 δραστηριοποιήθηκε στις ενώσεις βετεράνων και στην πολιτική εκπροσώπησή τους ως το θάνατό του το 1982. Όσα μέλη του διαβόητου 12ου λόχου επέζησαν και ανακρίθηκαν το διάστημα 1968-72 στο Μόναχο δεν τιμωρήθηκαν.

Δεν ήταν οι μόνοι. Η ψυχροπολεμική λογική που επικράτησε στη Δύση μεταπολεμικά και η ανάγκη αναχαίτισης του κομμουνιστικού κινδύνου οδήγησε σε μια ανοχή απέναντι στα μεσαία στελέχη του ναζιστικού κόμματος και τους αξιωματικούς του γερμανικού στρατού που βαραίνονταν με ποικίλα εγκλήματα. Πολύ σύντομα αν και σε ένα επίσημο επίπεδο οι σχέσεις με τον ναζισμό ήταν απαγορευμένες στην πραγματικότητα – αν και σε άλλη έκταση- έχουμε την επανάληψη αυτών που έγιναν στην Ελλάδα.

Οι μεγάλοι βιομήχανοι αφού προσπάθησαν προπολεμικά να διασφαλίσουν τα συμφέροντά τους και χρησιμοποίησαν τους φασίστες και τους ναζί σαν το μακρύ χέρι του συστήματος, συνεργάστηκαν μαζί τους και μεταπολεμικά επανήλθαν ατιμώρητοι στην ουσία για να ανασυγκροτήσουν την Γερμανία και την Ευρώπη. Κρούπς, Ζίμενς, κ.α. δεν χρειάστηκε καν να ξεπλυθούν από κάποιο εθνικό πλυντήριο. Τους ξέπλυναν οι αμερικανικοί μεταπολεμικοί σχεδιασμοί.

Κοντά σ’αυτούς και πολιτικοί που έφθασαν σε ανώτατα αξιώματα όπως ο Γιοχάνες Στράους στη Βαυαρία ή ο αυστριακός Κουρτ Βαλντχάϊμ που έγινε και Πρόεδρος της Αυστρίας και γ.γ. του ΟΗΕ. Φυσικά η Γερμανία πλήρωσε με μια διαίρεση που κράτησε 40 χρόνια και από την άλλη η γνώση και η διατήρηση της μνήμης του ναζισμού αποτέλεσε το αντικείμενο επίσημου πολιτικού σχεδιασμού για δεκαετίες.

Παρά τις επιμέρους δυσκολίες, αστοχίες και αναβολές ή την αναγέννηση νεοναζιστικών κινήσεων η γερμανική πολιτική προσπάθησε και για μεγάλο διάστημα κατάφερε να διαμορφώσει και να συντηρήσει μια αντιναζιστική μνήμη που κι αυτή ωστόσο σήμερα φαίνεται να έχει φέρει στα όρια της κόπωσης πολλούς που «πλήττουν» από τον καταναγκαστικό χαρακτήρα της επαφής με την ιστορία (π.χ. στις υποχρεωτικές επισκέψεις γερμανικών σχολείων και πανεπιστημίων σε τόπους μνήμης που οι έρευνες δείχνουν ότι κουράζουν τους μετέχοντες)

Σε άλλες χώρες που υπέφεραν από το φαινόμενο η πορεία της σχέσης της μνήμης με την πρόσφατη ιστορία και της  τύχης των συνεργατών καθορίστηκε εν πολλοίς από αυτό που ονομάστηκε ψυχροπολεμική αναγκαιότητα. Ο βασικότερος μεταπολεμικός στόχος των ΗΠΑ στην Ευρώπη ήταν να διαμορφώσουν τις κατάλληλες συνθήκες για την αναχαίτιση των κόκκινων και την περιθωριοποίηση της Αριστεράς όπου αυτή ήταν νόμιμη.

Ολλανδία, Βέλγιο, Δανία και Νορβηγία, χώρες που αποτέλεσαν παραδείγματα διαμόρφωσης κοινωνικού κράτους, λειτουργίας της δημοκρατίας και του κοινοβουλευτισμού, έκλεισαν πρόχειρα τις πληγές του παρελθόντος τιμωρώντας τους βασικούς συνεργάτες και οι υπόλοιποι πέρασαν χωρίς πρόβλημα στη νέα εποχή. Υπήρξαν βασικοί συνεργάτες των συντηρητικών κομμάτων των χωρών τους, κάποιοι δε από αυτούς υπηρέτησαν την αμερικανοκίνητη «κόκκινη προβιά» την μακρόχρονη αυτή επιχείρηση που αγκάλιασε την παραστρατιωτική ευρωπαϊκή άκρα δεξιά και της ανέθεσε την αντικομμουνιστική σταυροφορία ως το 1990.

Και στις χώρες αυτές όμως, που υπέφεραν αν θέλετε λιγότερο από την Ελλάδα, ο αντι-ναζισμός και η διατήρηση της μνήμης υπήρξε για δεκαετίες βασική ευθύνη του κράτους και ειδικά της πολιτικής που ασκούσε η σοσιαλδημοκρατία των χωρών αυτών.

Η γαλλική περίπτωση έχει πολλές ομοιότητες με την ελληνική. Αν και εκεί η φασιστική παράδοση ήταν μεγαλύτερη και η συνεργασία του καθεστώτος του Βισί σαφώς και πιο εκτεταμένη και οργανωμένη, η μεταπολεμική πορεία των συνεργατών μάλλον δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως απόδοση δικαιοσύνης. Η πετενική ηγεσία φυλακίστηκε ή εκτελέστηκε αλλά κι εδώ ο μέσος συνεργάτης έμεινε ατιμώρητος.

Ίσως να αδρανοποιήθηκε ή να περιθωριοποιήθηκε για κάποιο διάστημα. Επέστρεψε όμως ως ο θεματοφύλακας των αξιών και των ιδανικών του αστικού κράτους απέναντι στην απειλή της Αριστεράς. Μην ξεχνάμε ότι είναι η χώρα που χρησιμοποίησε βασικούς συνεργάτες των ναζί στην στελέχωση και την οργάνωση των γκωλικών κατασταλτικών μηχανισμών το 50 και το  60 όπως π.χ. η περίπτωση του αμετακίνητου αστυνομικού διευθυντή Μωρίς Παπόν που οδηγήθηκε στη δικαιοσύνη μόλις λίγο πριν τον θανατό του στη δεκαετία του 90.

Είναι η χώρα όπου η μνήμη του εξανδραποδισμού των Εβραίων με την συνεργασία των  Γάλλων θάφτηκε γρήγορα για να εξυπηρετηθεί το εθνικό συμφέρον σε Ινδοκίνα και Αλγερία. Ως τις μέρες μας εκείνη η μνήμη της συνεργασίας στοιχειώνει τους Γάλλους. Η μνήμη του φασισμού αλλά και της αποικιοκρατίας έχουν προ καιρού υποχωρήσει, το Εθνικό Μέτωπο- χάρη στην πολιτική Μιττεραν στη δεκαετία του 80- δεν έχει εδραιωθεί απλώς αλλά χτυπάει την πόρτα της εξουσίας ως την μόνη «εναλλακτική» πρόταση στο διεφθαρμένο δίπολο Δεξιάς-Σοσιαλιστών.

Στην Ιταλία όπου ο φασισμός δεν βιώθηκε ποτέ με την ίδια συνολική απορριπτική λογική όπως ο ναζισμός από τους Γερμανούς, οι μεταμορφώσεις της μνήμης φιλτραρίστηκαν μεταπολεμικά από τις νατοϊκές αναγκαιότητες και από τις πιεστικές επιλογές της Χριστιανοδημοκρατίας και του καθολικισμού να κλείσουν οι εκκρεμότητες με το παρελθόν. Οι νεοφασίστες του Ιταλικού Κοινωνικού Κινήματος υπήρξαν για δεκαετίες οι φορείς της νόμιμης εθνικής αντιπολίτευσης, ενώ οι πιο ακραίοι νεοταξικοί- συνομιλητές και υπότροφοι της δικής μας χούντας- αποτέλεσαν το καλύτερο μέσο για την τρομοκράτηση του ιταλικού λαού και την ανάσχεση της ριζοσπαστικοποίησης της ιταλικής Αριστεράς το 70 και 80.

Η πλήρης πολιτική νομιμοποίησή της τη δεκαετία του 90, η κυβερνητική εμπειρία της και η μετάλλαξή της αποτέλεσε πρότυπο για πολλούς μιμητές (και στην Ελλάδα) που πίστεψαν και κατάφεραν να νομιμοποιήσουν την αντιδημοκρατικότητά τους μέσα από τα κανάλια που παρέχει η αστική δημοκρατία.

Αυτό το πέρασμα από την Ελλάδα και διάφορες ευρωπαϊκές περιπτώσεις δεν μπορεί να είναι εξαντλητικό. Πιστεύω όμως ότι είναι ενδεικτικό για το πώς η μεταπολεμική διχασμένη ψυχροπολεμική Ευρώπη στάθηκε απέναντι στο πρόσφατο τότε φαινόμενο του ναζιστικού και φασιστικού ολοκληρωτισμού, πώς αντιμετώπισε τους εγκληματίες του πολέμου και πως ενσωμάτωσε τους ιδεολογικούς τους επιγόνους στα μεταπολεμικά πολιτικά συστήματα.

Και η μνήμη όλων αυτών; Η μνήμη στην Ελλάδα διαμορφώθηκε σε συνθήκες που σε πολλά ομοίαζαν και σε κάποια άλλα- αλλά ιδιαζόντως σημαντικά- διέφεραν από την ευρωπαϊκή εμπειρία. Η επίδραση του πολέμου στη διαμόρφωση και την εξέλιξη της νεοελληνικής κοινωνίας είναι ένα από τα ζητήματα που απασχόλησαν και θα συνεχίσουν να απασχολούν την επιστημονική έρευνα. Ο διχασμός της ελληνικής κοινωνίας, η εγκαθίδρυση σε όλα τα επίπεδα ενός ασφυκτικού, οπισθοδρομικού και άκρως συντηρητικού εθνικισμού που μετατράπηκε σε επίσημη κρατική ιδεολογία και η ευνουχισμένη μεταπολεμική δημοκρατία όριζαν τα πλαίσια διαμόρφωσης της μνήμης.

Μιας μνήμης που σε μεγάλο βαθμό θα βασανιστεί από το σύνδρομο της ήττας, το σύνδρομο του ατελέσφορου αγώνα και της απογοήτευσης  εν μέσω μιας ασφυκτικής κρατικής λογοκρισίας και ιδεολογικών αγκυλώσεων και προκαταλήψεων. Η «εθνική διαπαιδαγώγηση» ως επίσημη κρατική πολιτική αλλά και η αυστηρή πολιτιστική ορθοδοξία της κομμουνιστικής  Αριστεράς υπαγόρευσαν ευθύς μετά τη λήξη του πολέμου τα όρια του επιτρεπτού. Όπως χαρακτηριστικά έχει σημειώσει ο Κων/νος Τσουκαλάς «ο ιδεολογικός ζουρλομανδύας λειτούργησε και στις δύο πλευρές της διαχωριστικής γραμμής».

Ο πόλεμος δημιούργησε στο σύνολο της ελληνικής κοινωνίας ένα βαθύ τραύμα που δεν της επέτρεψε να συνειδητοποιήσει την ιστορική στιγμή και προξένησε μια τάση αποσιώπησης όχι μόνο της αλήθειας αλλά και της απλής προσπάθειας προσέγγισης της όποιας αλήθειας. Ως το 1974, η επίσημη κρατική ιδεολογία, οι απλοί άνθρωποι αλλά και οι διωκόμενοι και ηττημένοι του εμφυλίου θα προτιμήσουν τη σιωπή, τη λήθη, την επιβίωση.

Από κοντά και η εκπαίδευση. Η ιστορία της Αντίστασης αν και θα περιλαμβάνεται μετά το 1981 στα προγράμματα σχεδόν ποτέ δεν διδάσκεται, η βιωματική εμπειρία μαθητών και φοιτητών με την εποχή μέσω επισκέψεων στους τόπους και με την επαφή με τους επιζώντες θα ατονήσει με τα χρόνια. Το κράτος θα καθαρίσει γρήγορα με τη μνήμη και τους εορτασμούς της. Ναι μεν θα αναγνωριστεί η Εθνική Αντίσταση και θα οριστεί η 25/11 μέρα επετείου της, αλλά ποιος την θυμάται, ποιος την γνωρίζει και ποιος την γιορτάζει πλέον αν και πέρασαν μόλις 30 χρόνια από τότε.

Κι όταν ατονεί η μνήμη, όταν η ίδια η ιστορική έρευνα μετατρέπεται από διάφορους ιστορικούς και ιστοριογραφούντες  σε αριθμομηχανή πτωματομέτρησης για την   δικαιολόγηση ή μη της πολιτικής και στρατιωτικής συνεργασίας με τον κατακτητή, όταν η βία ταυτίζεται με την λύση τότε πολλά από όσα είδαμε στο ντοκιμαντέρ του Σ.Κούλογλου μοιάζουν να ερμηνεύονται με κάποια λογική. Πώς να πολεμήσεις για κάτι που δεν το έχεις γνωρίσει;

Ποια γνώση και ταυτόχρονα ποια μνήμη μπορεί να έχει ένας λαός που καταναλώνει περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο ευρωπαϊκό λαό συνομωσιολογικές θεωρίες, που έχει απωθήσει τις οικείες ευθύνες για την τύχη των συμπατριωτών Εβραίων τότε, που δεν ξέρει ότι στο Χορτιάτη ή στα Γιαννιτσά στο Ολοκαύτωμα πρωταγωνίστησαν Έλληνες δωσίλογοι, που υιοθετεί αβίαστα τον καλυμμένο ή ανοιχτό αντισημιτισμό και αντικοινοβουλευτισμό που προβάλλουν οι τηλε-βιβλιοπώλες και οι συνοδοιπόροι- για να κάνω κι εγώ  χρήση του περίφημου όρου- και που συντηρεί και καταναλώνει μηρυκαστικά  ένα μιντιακό προϊόν στο οποίο ανακυκλώνονται άλλες φορές εντέχνως κι άλλες χοντροκομμένα  ρατσιστικές, ολοκληρωτικές και κρυπτοφασιστικές απόψεις;

Στον καθημερινό βιασμό της μνήμης μας και ειδικά της ιστορικής μνήμης μας υπάρχει αντίδραση. Κι αυτό είναι ελπιδοφόρο. Δουλειές σαν του Σ.Κούλογλου που απευθύνονται σε ένα πιο ευρύ κοινό, επιστημονικές συναντήσεις και συνέδρια σαν κι αυτό που το Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας οργάνωσε το καλοκαίρι στην Άρτα με αφορμή την τραγωδία του Κομμένου, μαθήματα-σεμινάρια-διαλέξεις- εκπαιδευτικές εκδρομές προσελκύουν – τουλάχιστον στον πανεπιστημιακό χώρο- το έντονο ενδιαφέρον ανθρώπων όλων των ηλικιών. 

Η άμεση αντίδραση και η περιθωριοποίηση των φασιστών, των κλόνων τους ή των ανόητων μιμητών τους από την πανεπιστημιακή κοινότητα είναι άμεση (το είδαμε και σε πρόσφατες περιπτώσεις εμφάνισης τέτοιων κρουσμάτων στο χώρο του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων) σε πείσμα της εικόνας που καλλιεργούν τα συστημικά ΜΜΕ και αναπαράγουν με ευκολία οι παντογνώστες διαδικτυακοί κριτές για μια νεολαία σε αφασία. Ίσως η βία (ιδεολογική, λεκτική και κατασταλτική) που στρέφεται κατά των νέων ανθρώπων ειδικά τον τελευταίο καιρό, η προσπάθεια απαξίωσης των αγωνιών και των διεκδικήσεών τους εντάσσεται ακριβώς σ’αυτό το φόβο που προξενεί η κινητοποίηση, η επιθυμία για γνώση και η συνεχής ενίσχυση της αμφισβήτησης.

(Εισήγηση στην παρουσίαση του φιλμ του Σ. Κούλογλου  «Νεοναζί: Το Ολοκαύτωμα της μνήμης», στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, 24/11/2014)