Προτάσσοντας το προσωπικό και το ιδιωτικό στοιχείο υπό το πρόσχημα της αμεσότητας, ο “οικείος” πολιτικός –εξηγεί ο αμερικανός κοινωνιολόγος Ρίτσαρντ Σένετ– κατεδαφίζει τις λεπτές αποστάσεις που κάνουν δυνατή την λειτουργία της δημόσιας σφαίρας. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο δημόσιος χώρος παύει να λειτουργεί. Αλλά ότι, ενώ φαινομενικά γκρεμίζει τα τείχη ανάμεσα στους πολιτικούς και τους “απλούς πολίτες”, στην πραγματικότητα ο “οικείος” πολιτικός εγκαθιδρύει ένα είδος “τυραννίας”: έναν τρόπο να “κάνει” κανείς πολιτική που δύσκολα ξεχωρίζει από την πάλη ναρκισσισμών ανάμεσα σε πολιτικούς ή μεταξύ πολιτών και πολιτικών. Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου

Ads

Για τον “οικείο” πολιτικό, το σημαντικό είναι η επιβεβαίωση της κοινότητας των φίλων, ξεκινώντας από την καθημερινότητα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και φτάνοντας μέχρι την ώρα της κάλπης.

Το προσωπικό υπεράνω του πολιτικού;

Όσο κι αν δεν αμφιβάλλω ότι οι προθέσεις του Πέτρου Τατσόπουλου είναι εντιμότερες, νομίζω ότι ο ίδιος συμβάλλει συστηματικά στην τάση αυτή: άλλοτε υπερασπιζόμενος εκτός εαυτού τους “μπαρμπα-Θωμάδες” της εποχής μας απέναντι σε ακραιφνείς νεοφιλελεύθερους, άλλοτε “ξιφομαχώντας” με εκπροσώπους της Χρυσής Αυγής στην τηλεόραση και άλλοτε εξομολογούμενος εκ βαθέων (για δεύτερη φορά μέσα σε λίγους μήνες) τις προσωπικές του ανησυχίες για τις πολιτικές εξελίξεις – εισηγούμενος δε μια πολιτική που ούτε το αντιφασιστικό κίνημα έχει συζητήσει ποτέ σε διαδικασία του, ούτε κανένα όργανο ή σώμα του ΣΥΡΙΖΑ έχει υιοθετήσει, του πρόσφατου ιδρυτικού συνεδρίου του μη εξαιρουμένου. Τι προσφέρει άραγε στις κοινές μας υποθέσεις να τις χειρίζεται κανείς αυθαίρετα, σα να ήταν προσωπικές του;

Ads

Ένας από εμάς ή ένας ανθ΄ημών;

Η διαχείριση κομματικών πόρων, όπως στην περίπτωσή μας η πρόσβαση των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ στα ΜΜΕ, είναι προφανώς ζήτημα που άπτεται του καταστατικού του κόμματος. Υπάρχει, ωστόσο, κάτι που υπερβαίνει το καταστατικό – κι αυτό είναι η αθεράπευτη γοητεία της κοινοβουλευτικής ιδεολογίας.

Γνωρίζω τον Πέτρο Τατσόπουλο από τα γεγονότα του “Χυτηρίου”, και μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι διαθέτει ισχυρά αντισώματα για πολλά από τα κακώς κείμενα της κοινοβουλευτικής πολιτικής. Για πολλά, όμως σίγουρα όχι για ένα: την ψευδαίσθηση ότι κάθε βουλευτής εκπροσωπεί τις αγωνίες των ψηφοφόρων Του, τον κοινό νου του Λαού και το συμφέρον της Χώρας – σε κάθε περίπτωση, πάντως, πολύ λιγότερο το κόμμα με το οποίο εκλέχτηκε ή την κοινωνική συμμαχία που το κόμμα αυτό οργανώνει. Η επιμονή του στη λογική του φρι-λανς συνεργαζόμενου, πλην όμως βουλευτή και εκπροσώπου του ΣΥΡΙΖΑ στα ΜΜΕ, που ως συνεργαζόμενος δεν δεσμεύεται από αποφάσεις και κανόνες (στην περίπτωσή του αρκεί μια ad hoc αναφορά στον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ), αυτό μαρτυρά. Αν όμως ήταν όντως αυτή η “δουλειά” ενός βουλευτή, ο Πέτρος Τατσόπουλος θα έπρεπε να εκπροσωπεί τον ίδιο λαό με αυτόν που εκπροσωπούν οι αντίπαλοί του στη Β΄ Αθήνας βουλευτές της ΝΔ, των Ανεξαρτήτων Ελλήνων ή ακόμα και της Χρυσής Αυγής. Αλλά κάτι τέτοιο φυσικά δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα.

Αντιπολίτευση στο κράτος ή Αριστερά του μη χείρον;

Αν τα παραπάνω αφορούν τη “διαδικασία”, χρειάζεται να μη χάσουμε την ουσία της υπόθεσης, την αστοχία δηλαδή της θέσης που εισηγείται με επιμονή ο Πέτρος Τατσόπουλος.

Από την επαύριο ήδη των Δεκεμβριανών του 2008, στην Ελλάδα βρίσκεται σε εξέλιξη μια διαδικασία εκφασισμού, την οποία δεν καθοδηγεί η Χρυσή Αυγή. Η Χρυσή Αυγή έπεται μιας κρατικής στρατηγικής, του μετασχηματισμού δηλαδή του κράτους από εγγυητή της κοινωνικής ειρήνης σε επιτελάρχη της κοινωνικής σύγκρουσης. Οι νεοναζί εντάσσονται στη στρατηγική αυτή, τη ριζοσπαστικοποιούν, ενίοτε μάλιστα τη στηρίζουν από κρατικές θέσεις ή προσκαλούνται ανοιχτά να την ενισχύσουν από “πατριώτες” (sic) της Νέας Δημοκρατίας. Σε καμιά περίπτωση, πάντως, δεν την καθοδηγούν.

Καθώς απεμπολεί τον οικονομικό του ρόλο στο πλαίσιο της “παγκοσμιοποίησης”, το κράτος οργανώνει την αποχώρησή του προς όφελος του κεφαλαίου εντείνοντας την κυριαρχικότητα επί των αντιπάλων του. Γίνεται, έτσι, “περισσότερο πολιτικό” κράτος, όπως θα έλεγε ο Μουσολίνι, αναβαθμίζει δηλαδή την τυπική σε κάθε καπιταλιστικό κράτος διπλή λειτουργία: κατακερματισμός του κοινωνικού σώματος από τη μια (όλοι εναντίον όλων), εθνικοποίηση από την άλλη. Είναι γι΄ αυτό που η κρατική στρατηγική προηγείται και ταυτόχρονα συμπληρώνει αυτήν της Χρυσής Αυγής. 

Στα συμφραζόμενα αυτά, και παρά τη γοητεία της κοινοβουλευτικής ιδεολογίας που επιμένει να φαντάζεται την κοινοβουλευτική διαδικασία ως το άλφα και το ωμέγα της πολιτικής σύγκρουσης, “ενώ η δημοκρατική-κοινοβουλευτική μορφή του κράτους παραμένει επιφανειακά άθικτη, οι σχέσεις των κυρίαρχων τάξεων και των κοινωνικών τμημάτων από τη μια και του κρατικού μηχανισμού από την άλλη δεν διαμεσολαβούνται πλέον αποκλειστικά από τα πολιτικά κόμματα, αλλά αποκτούν χαρακτήρα ολοένα και αμεσότερο” [1]. Αυτό είναι που περιγράφει ο Νίκος Πουλαντζάς ως “διαδικασία εκφασισμού”. Κι αυτό είναι αδύνατο να το αντιμετωπίσει η Αριστερά διά της τηλεοπτικής “αμεσότητας” των βουλευτών της – πολύ δε περισσότερο συνεργαζόμενη με τη Δεξιά. Είναι άξιο απορίας τι θα προσέφερε στην ανάσχεση του φασισμού η επιβεβαίωση του φασιστικού δόγματος “όλοι εναντίον μας, μόνοι εμείς εναντίον όλων” – ή, από άλλη σκοπιά, η μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ σε κάτι που ούτε η ΔΗΜΑΡ πλέον δεν καταδέχεται να είναι.
_________

[1] Νίκος Πουλαντζάς, Φασισμός και Δικτατορία. Η Τρίτη Διεθνής αντιμέτωπη στον φασισμό (μετάφραση: Χριστίνα Αγριαντώνη), Θεμέλιο-Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς

Πηγή: REDnotebook