Νιώθω εξαιρετικά αμήχανος που μιλάω για την αντίσταση και το τεράστιο κόστος του έρωτα για την ελευθερία μπροστά σε ανθρώπους που δαπάνησαν για μας τη ζωή τους και την ψυχή τους – χωρίς να τους το αναγνωρίσει, στον πρέποντα καιρό ή αργότερα, και στις περισσότερες περιπτώσεις, ο γείτονας, ο ψιλικατζής τους, ο εργοδότης τους (όταν έβρισκαν), κάμποσοι από τους φίλους ή και τους συγγενείς τους, και μάλλον πολλοί από τους συναδέλφους τους. Σίγουρα δεν έπραξαν ό,τι έπραξαν και δεν δαπάνησαν ό,τι πολύτιμο δαπάνησαν επιζητώντας αυτήν την αναγνώριση. Δεν ήταν αυτός ο τρόπος τους, το ήθος τους.

Ads

 
Επίσης σίγουρο είναι όμως πως όσοι φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν, βασανίστηκαν από τους χουντικούς, χάνοντας χρόνο ψυχής που ποτέ δεν ανακτάται, όταν είδαν στη μεταπολίτευση αρκετούς από τους θύτες τους να στολίζουν τους καταλόγους των ευπατριδών, να σταδιοδρομούν και να θριαμβεύουν, ενώ οι ίδιοι έπρεπε να ξαναπιάσουν τη ζωή τους από την αρχή, από το μηδέν, θα ένιωσαν  την αθεράπευτη πίκρα της ριζικής διάψευσης. Την ίδια ακριβώς που ένιωσαν και όσοι πολέμησαν κατά των Γερμανών, κι ύστερα η ελευθερωμένη πατρίδα τους τούς ξαπόστειλε με συνοπτικές διαδικασίες εις τόπους αναψύξεως, εκτελώντας τους, ή εις νήσους ανανήψεως, και μάλιστα παρθενώνειας, όπως η Μακρόνησος. Και ξανάδωσε η μητρίδα αυτή τα κλειδιά και τα ηνία όχι μόνο σε απόντες από τον αγώνα αλλά και σε δωσίλογους, μαυραγορίτες, και λοιπές ψυχές μαραγκιασμένες.

Οι 69 μαρτυρίες της συναγωγής του Στέλιου Κούλογλου (Εκδόσεις Εστία, 2017), υποστηριγμένες από τον επιστημονικό επιμελητή τους, τον Δημήτρη Σωτηρόπουλο, διαβάζονται διά της ακοής. Τις ακούμε παρά τις διαβάζουμε, άλλωστε ο τόνος της προφορικότητας είναι έκδηλος σε πολλές από αυτές. Παρότι δουλεύτηκαν και ξαναδουλεύτηκαν μετά την αρχική συνέντευξη, παραμένουν λήμματα της προφορικής ιστορίας ή μικροϊστορίας. Ο προφορικός λόγος, το ξέρουμε, είναι περισσότερο αυθόρμητος από τον γραπτό, και ως εκ τούτου λιγότερο λογοκριμένος. Ενας βαθμός αυτοσκηνοθεσίας υπάρχει και σε αυτόν, άλλωστε η επιθυμία της αυτοδικαίωσης και το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, στις ποικίλες εκδηλώσεις του, παραμένουν ισχυρότατα. Το σημειώνει αυτό στο επίμετρό του ο Δ. Σωτηρόπουλος: «Εδώ ακούμε και παρακολουθούμε τον λόγο των ατομικών υποκειμένων που επανερμηνεύουν τον εαυτό τους, τέσσερις δεκαετίες μετά την εμπειρία τους εκείνη, που τους διαμόρφωσε καταλυτικά. Κι έτσι, η αισθητικοποίηση του εαυτού έρχεται να συναντήσει τη μνήμη και τη ρηματική της αναδιατύπωσης, μέσα από τη ρευστότητα της προφορικής ιστορίας».

Καθεμία από τις δεκάδες μαρτυρίες που συναπαρτίζουν το βιβλίο είναι μια ψηφίδα. Δεν έχουν όλες οι ψηφίδες την ίδια έκταση και βαρύτητα, και σίγουρα δεν έχουν το ίδιο χρώμα. Πράττοντας φρόνιμα και δίκαια, σαν συλλέκτης μαρτυριών, ο Στέλιος Κούλογλου, στον οποίο οφείλουμε και ένα παραπλήσιας λογικής βιβλίο, τις Μαρτυρίες για τον Εμφύλιο και την ελληνική Αριστερά, δίνει δικαίωμα λόγου -υποθέτοντας ευλόγως ότι το ίδιο θα έκανε και ο αναγνώστης του, και γενικά όποιος ενδιαφέρεται για την ιστορία- και σε κάποιους από εκείνους που στέρησαν το δικαίωμα λόγου από τους Ελληνες πολίτες επί μία επταετία.  Οχι επειδή η “δημοκρατία συγχωρεί” έτσι γενικά κι άριστα, και ενίοτε κουτοπόνηρα, αλλά επειδή για να μάθουμε τώρα, έπειτα από μισόν αιώνα, πρέπει ν΄ ακούσουμε και τους εχθρούς της δημοκρατίας. Ακόμα και μέσα από τα αυτοπροστατευτικά ψεύδη τους, θα καταφέρουμε να ανακαλύψουμε δυο κόκκους αλήθειας που τους ξέφυγαν.

Ads

Στα πενήντα χρόνια λοιπόν από το πραξικόπημα, από το πρωινό που έφερε μια εφτάχρονη νύχτα, ένα βιβλίο όπως αυτό του Κούλογλου είναι απολύτως αναγκαίο και απολύτως ωφέλιμο.  Στέκομαι σε δύο από τους πολλούς εξηγητικούς λόγους: πρώτον στην παιδαγωγική του χρησιμότητα και δεύτερον στην πολιτική του αξία.
Δάσκαλοι και καθηγητές που αναλαμβάνουν κάθε χρόνο την ευθύνη για τη διοργάνωση των εκδηλώσεων στη μνήμη της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, μπορούν να αντλήσουν περικοπές αυθεντικών περιγραφών, για να δείξουν στους μαθητές τους ότι την ιστορία εξακολουθούν να τη γράφουν οι ανώνυμοι, έστω κι αν είναι οικουμενική και διαχρονική συνήθεια να την υπογράφουν οι επώνυμοι. Ακόμα καλύτερα, οι εκπαιδευτικοί μπορούν να προσκαλέσουν στο σχολείο τους έναν από τους ανωνύμους.

Οχι για να προπαγανδίσει, όπως ενδέχεται να πουν οι αντιδραστικοί που ζουν ανάμεσά μας, αλλά για αποσπάσουν την προσοχή των παιδιών, την οποία δεν αποσπούν πια ντοκιμαντέρ που τα έχουν δει και τα έχουν ξαναδεί, ούτε και οι πανηγυρικοί που  για να λύσουν την αμηχανία τους, συντάσσονται σχεδόν εξ εθίμου με τον τρόπο του στόμφου. Το πρωτεύον, όσον αφορά τη δημοκρατία της προσωπικής ευθύνης και της συλλογικής διεκδίκησης, είναι να νιώσουν και να κατανοήσουν οι μαθητές ακούγοντας τους αφηγητές, ότι δεν πρόκειται  για λογοτεχνία αλλά για ιστορία. Δεν πρόκειται για επεξεργασμένη μνήμη, με όλα τα κενά της, αλλά για πρωτογενή, η οποία ως εκ τούτου έχει πολύ περισσότερες πιθανότητες να λειτουργεί εκτός σκοπιμότητας. Και η ποίηση -για το Πολυτεχνείο, για την αντίσταση εν γένει, για οτιδήποτε άλλο- ιστορία είναι. Αλλά για μια ιστορία διαμεσολαβημένη και συνειδητά διαμεσολαβητική, που ενδέχεται να προκαλέσει δυσπιστία και άρνηση.

Το ίδιο όφελος, πνευματικό και ψυχικό, θα προέκυπτε αν, όταν ακόμα ζούσαν πολλοί πολλοί παππούδες και γιαγιάδες αυτόπτες και αυτήκοοι μάρτυρες της Κατοχής και της Αντίστασης, τους καλούσαν στα σχολεία να πουν, απλά και αστόλιστα, πώς έζησαν και πώς άντεξαν εκείνον τον καιρό. Οταν ακούς για ήρωες, όταν τα παιδιά ακούνε για να ήρωες, τους φαντάζομαι περίπου όπως φαντάζονταν τους αρχαίους Ελληνες οι πρόγονοί μας στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Ιδού μια θεσσαλική παράδοση καταγραμμένη από τον Λίνο Πολίτη: «Αυτούνοι οι Ελληνοι ήταν αψηλοί σα λεύκες, τρανοί ώς εφτά πήχια˙ ήταν και καμπόσοι μονάντεροι που φτάναν τα εννιά πήχια. Μονάχα το κεφάλι τους έφτανε ένα πήχη˙ τα γένια τους  κατηφόριζαν από πάνου απ’ το σαγόνι κι έφταναν κι ακουμπούσαν τα γόνατα. Τσι μουστάκες τσι κομπόδεναν πάνω στο σβέρκο».

Οταν όμως έχεις μπροστά σου έναν παππού που σου λέει πώς άντεξε στην πείνα, στον πόλεμο στη φυλακή, συνειδητοποιείς με τον πλέον άμεσο και αναμφισβήτητο τρόπο ότι δεν πρόκειται για πλάσμα επτάπηχο ή εννεάπηχο, δηλαδή μυθικό, αλλά πλάσμα φτιαγμένο από τα ίδια υλικά που έφτιαξαν και σένα: σάρκα, βλέμμα, φωνή, χρόνο. Και τότε ο ήρωας ανυψώνεται -ναι, ανυψώνεται, δεν υποβαθμίζεται- σε άνθρωπο. Και καταλαβαίνεις τότε ότι τους  ήρωες, δηλαδή τους απεγνωσμένους ανθρώπους που μετατρέπουν την απελπισία τους σε καρτερία, δεν τους φτιάχνουν τα γονίδια ή η ευλογία κάποιων θεοτήτων, αλλά η ίδια η ιστορία. Οταν τους έχει ανάγκη.

Κανένας, είναι βέβαιο, κανένας από όσους μαρτυρούν  στο βιβλίο τα βασανιστήριά τους, δεν θα μπορούσε να υποθέσει ότι θα άντεχε πέραν του πενταλέπτου. Τι τον βοήθησε ν΄ αντέξει; Δεν ξέρω. Ανάμεσα σε πολλά άλλα πάντως, πρέπει να τον βοήθησε η ίδια η αποκτήνωση του βασανιστή τους: όταν τον βλέπεις να αποθηριώνεται, κατανοείς με τον πιο ακραίο τρόπο ότι σε σένα πέφτει η μοίρα να κρατήσεις το είδος άνθρωπος σε κάποιο ύψος.

Για τα βασανιστήρια μαθαίνουμε πολλά από το βιβλίο, ακόμα κι όταν ο μάρτυρας, ο Νάντης Χατζηγιάννης συγκεκριμένα, λέει: «άρχισαν να με χτυπούμε με τέτοιο βάναυσο και άγριο τρόπο, που δεν μπορώ να τα διηγηθώ». Και η αδυναμία ή η άρνηση αφήγησης αφήγηση είναι, γλαφυρότατη. Ξαναδιαβάζοντας για τα βασανιστήρια, ή ακούγοντας πρώτη φορά γι’ αυτά, αν είσαι των νεότερων γενεών, σκέφτεσαι πόσο  δόλιος είναι ο από παλιά διακινούμενος θρύλος ότι η χούντα ήταν λάιτ, δεν ήταν δα σαν τις λατινοαμερικανικές. Ξαναδιαβάζοντας για τις μέρες και τις νύχτες του Πολυτεχνείου, για τους νεκρούς του, ξανασκέφτεσαι πόσο αμβλύνθηκε η συλλογική μνήμη, πόσο μπαστάρδεψαν τα κριτήρια, ώστε ελληνοκάπηλοι τηλεδημοκόποι, χυδαίοι συκοφάντες της εξέγερσης και αρνητές των νεκρών της, να διορίζονται κομματικοί αντιπρόεδροι – και  μάλιστα από πολιτικούς αντιλαϊκιστές λέει και μεταρρυθμιστές. Γι΄αυτό και πιστεύω πως θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμη η συμπερίληψη στον τόμο, υπό μορφήν επιμετρικού ντοκουμέντου, του καταλόγου των εξακριβωμένων δολοφονημένων εκείνου του τριημέρου του 1973. Σκέφτομαι επίσης ότι θα ΄πρεπε να υπάρχει στο βιβλίο και η μαρτυρία κάποιου που να ήταν και τότε και τώρα στο ΚΚΕ, στέλεχος μάλιστα,  μήπως και απαντούσε σε όσα ιστορούν για την Πανσπουδαστική Νο 8 αγωνιστές όπως ο Διονύσης Μαυρογένης, ο “επικεφαλής των 300 προβοκατόρων”, όπως μελαγχολικά παρά καγχαστικά αυτοπροσδιοτίζεται.

Αενάου επικαιρότητας ο τόμος, εκδίδεται ενόσω σε τηλεοράσεις και ραδιόφωνα φιλοσοφούντες δημοσιολόγοι αλλά και βουλευτές καυαρ΄σουν αναδρομικά τη δικτατορία, επιμένοντας ότι παρέδωσε θαυμάσια και ανεπίληπτα οικονομικά, λες και θα  μετρούσε κάτι τέτοιο, ακόμα κι αν είχε όντως συμβεί. Ως προς αυτό παραπέμπω στο προπέρσινο απομυθοποιητικό βιβλίο του Διονύση Ελευθεράτου Λαμόγια στο χακί: Οικονομικά “θαύματα” και θύματα της χούντας.

Εκδίδεται επίσης λίγο μετά το ελληνοχριστιανικό όνειρο που είδαν ξύπνιοι 16 νεοδημοκράτες βουλευτές, ένας των ΑΝΕΛ και ένας ανεξάρτητος ακροδεξιός, οι οποίοι έσπευσαν να ζητήσουν να πραγματοποιηθεί το διαβόητο Τάμα του Εθνους, ένα από τα πολλά σκάνδαλα της δικτατορίας, που οι όψιμοι υποστηρικτές της την παρουσιάζουν άμωμη. Εκδίδεται πάνω στις μέρες που ένα άλλο κακότροπο όνειρο έπεισε την Προεδρία της Δημοκρατίας και το υπουργείο Εξωτερικών να βραβεύσουν με το παράσημο Ανώτερος Ταξιάρχης του Φοίνικος τον Νικόλαο Μέρτζο, που διετέλεσε διορισμένο μέλος, γραμματέας και τελικά αντιπρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής του Παπαδόπουλου, από το 1970 έως το 1972. Ο κ. Μέρτζος, απαντώντας σε όσους στηλίτευσαν την απόφαση αυτή της ελληνικής πολιτείας, δήλωσε και τα εξής:

«Διετέλεσα πράγματι κατά την δικτατορία μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Σε τούτο με προέτρεψε ο αείμνηστος Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας ο οποίος τότε αγωνιζόταν να συμβάλουμε στην ειρηνική μετάβαση της δικτατορίας στο ομαλό δημοκρατικό καθεστώς διότι μας κατείχε η αγωνία ότι διαφορετικά η επάνοδος στη Δημοκρατία θα είχε τίμημα μιαν εθνική τραγωδία». Αν όντως τον συμβούλευσε ο Αβέρωφ, δεν μπορούμε πια να το εξακριβώσουμε. Αλλά οι ασυγκράτητοι ύμνοι του υπέρ του Παπαδόπουλου, στις 14.7.1971, πολύ δύσκολα θα μπορούσαν να θεωρηθούν υπαγορευμένοι από τον Αβελρω.

Τους θυμίζω: «Διότι αφ’ ενός μεν επείγει ο πλήρης εκσυγχρονισμός του κράτους –πράγμα που αποτελεί βασικόν στόχον της Επαναστάσεως, άνευ πλήρους επιτεύξεως του οποίου αύτη δεν δικαιούται να θεωρήση εαυτήν ως εκπληρώσασαν τας προς το Εθνος ευθύνας της– αφ’ ετέρου δε το πλέγμα των ληφθεισών και των ληφθησομένων αποφάσεων θα πρέπει να έχη τοιαύτην δομήν και ελαστικότητα, ώστε να ανθέξη εις την δοκιμασίαν του χρόνου και να οδηγήση το Κράτος εις επίπεδον οργάνου ανταξίου των μεγάλων οραματισμών του Εθνους, τους οποίους αναγλύφως εκφράζει ο αρχηγός της Επαναστάσεως και Πρωθυπουργός της χώρας κ. Γεώργιος Παπαδόπουλος»… Αραγε τι εκφράζει εδώ «αναγλύφως» ο κ. Μέρτζος; Μάλλον όχι τις απόψεις του Ευάγγελου Αβέρωφ.

Ο πόλεμος της μνήμης, λοιπόν, πόλεμος συναισθημάτων και ιδεών, πόλεμος προσωπικός και δημόσιος, δεν τελειώνει ποτέ. Μας το υπενθυμίζουν βιβλία τόσο αναγκαία, όπως οι Μαρτυρίες.

* Ομιλία του Παντελή Μπουκάλα στην παρουσίαση του βιβλίου του Στέλιου Κούλογλου “Μαρτυρίες για τη δικτατορία και την αντίσταση”

* Το βιβλίο θα παρουσιαστεί την Παρασκευή 23 Ιουνίου στη Πάτρα