Τα συλλογικά σοκ είναι κομμάτι της Ιστορίας κάθε λαού. Είναι – τα ίδια – πολιτικά γεγονότα. Αποτελούν την επιφάνεια πάνω στην οποία θα σκιαγραφηθεί η επόμενη μέρα. Εντούτοις, εάν υπάρχει συλλογικό σοκ, τότε πρέπει να υπάρχει και συλλογικό συνειδητό πάνω στο οποίο αφήνει το ίχνος της η άφατη πολιτική βία (βουβή εμφανίζεται στον Αισχύλο).  Ποιο είναι, λοιπόν, αυτό το συλλογικό συνειδητό; 

Ads

Είναι συλλογικό θυμικό, δηλαδή είναι απλώς ένα πληγωμένο αίσθημα δικαίου; 

Είναι συλλογική συνείδηση, τουτέστιν μιλάμε για μία αίσθηση ανεκπλήρωτου αιτήματος κοινωνικής δικαιοσύνης; 

Ή πρόκειται, ακόμα περισσότερο, για μία διαρρηγμένη ταξική ενότητα, δηλαδή μιλάμε για μία αίσθηση ήττας ενός κοινωνικού μετώπου; 

Ads

Τελικά ποιος λαός ηττήθηκε; Πόσο λαός «νιώθει» αυτός ο λαός που ηττήθηκε;

Ό,τι, από την εποχή του Κώστα Καραμανλή, ονομάζεται «πολιτικό κεφάλαιο» του αρχηγού, είναι η μετάφραση της σχέσης μεταξύ της δημοφιλίας του εκάστοτε πρωθυπουργού και των επώδυνων μέτρων ή των δυσάρεστων πολιτικών καταστάσεων στις οποίες αυτός εμπλέκεται. Αν προσέξει κανείς τις αναλύσεις των καθεστωτικών ΜΜΕ, θα ανακαλύψει την εκτίμηση ότι ο Τσίπρας παραμένει αρεστός παρά τα αντικοινωνικά μέτρα που ψηφίστηκαν ή θα ψηφιστούν. Αυτό ισχύει, αλλά γιατί; 

Ο ένας λόγος είναι ότι αντικειμενικά ο πρωθυπουργός και το επιτελείο του διαπραγματεύθηκαν τίμια και με διαφάνεια. Ασχέτως της αποτυχίας, το ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς έλαμψε στα παγωμένα τραπέζια των Βρυξελλών. Αυτός ο λόγος τιμά τον Τσίπρα, την Αριστερά και την Ελλάδα.

Ο άλλος λόγος είναι ότι η πλειοψηφία των μικροαστικών και μεσοαστικών στρωμάτων που αποτελούν μεγάλο κομμάτι της κοινωνικής βάσης του ΣΥΡΙΖΑ, προσδοκούσε διακαώς μία οποιαδήποτε συμφωνία, όσο σκληρή κι αν είναι (μέχρι κάποιου ορίου βεβαίως) η οποία θα κρατούσε τη χώρα στο ευρώ. Ειδικά, μετά το κλείσιμο των τραπεζών, αυτό έγινε ακόμα πιο φανερό. Αυτό το δεδομένο αποτελεί την κινούμενη άμμο της αριστερής διακυβέρνησης.

Ένας πρωθυπουργός οφείλει ανά πάσα στιγμή να συμπυκνώνει τις διάφορες τάσεις που τον έχουν τοποθετήσει και τον διατηρούν στη θέση που βρίσκεται. Ωστόσο, σε ορισμένες οριακές στιγμές, όπως η ψηφοφορία επί των προαπαιτούμενων, αυτό δεν ήταν και δεν θα είναι δυνατόν, με αποτέλεσμα να πλήττεται η εμπιστοσύνη ενός τμήματος του λαού∙ και δεν εννοώ απαραίτητα με ταξικούς όρους αλλά υπό το πρίσμα του πολιτικού «συναισθήματος» που περιγράψαμε.

Mε την ψήφιση των μέτρων, ένα τμήμα του λαού που είναι εθισμένο στην κανονικότητα του οικονομικού και κοινωνικού κατήφορου των 5 τελευταίων ετών, ένα τμήμα του λαού που ουδέποτε αγωνίστηκε για τα δικαιώματά του, μία σιωπηρή εκλογική πλειοψηφία αισθάνθηκε τη λύτρωση μετά την πεντάμηνη αναμονή. Ο μνημονιακός μιθριδατισμός της κοινωνίας δεν ενοχλείται από τις «αριστερές» εξώσεις,  τις «αριστερές» αυξήσεις των έμμεσων ή άμεσων φόρων. 

Με την ψήφιση των μέτρων, από την άλλη, ένα τμήμα του λαού που δεν επαναπαύθηκε ποτέ, που αντέδρασε όλο και περισσότερο από το 2010 και μετά, που οργανώθηκε, που οδηγήθηκε στο αυτόφωρο γιατί επανασύνδεσε το ρεύμα κάποιου ανέργου, που χτυπήθηκε από την αστυνομία γιατί αντέδρασε στο κλείσιμο του τοπικού ΙΚΑ, το τμήμα αυτό του λαού που δεν είναι κομματικό ακροατήριο αλλά άνθρωποι που δεν ανέχονται την ανέχεια, το τμήμα του λαού που σε κάθε μεγάλη στιγμή της Ιστορίας μας τράβηξε και τραβάει το κουπί της αλληλεγγύης, της αξιοπρέπειας και της αντίστασης, το τμήμα του λαού που αγωνίζεται για λογαριασμό όλης της κοινωνίας προσβλήθηκε από την απόφαση της Βουλής.

Αν ισχύει ο ισχυρισμός της κυβέρνησης ότι «χάθηκε μία μάχη αλλά ο πόλεμος είναι σε πλήρη εξέλιξη», τότε η κυβέρνηση και προσωπικά ο Αλέξης Τσίπρας πρέπει κάποια στιγμή να αποφασίσει σε ποιον λαό θα στηριχθεί για τη συνέχεια. Αυτό δεν σημαίνει μεροληψία υπέρ μίας επίλεκτης αγωνιστικής αριστοκρατίας. Σκοπός άλλωστε είναι να κινητοποιηθεί η πραγματική πλειοψηφία του λαού. Τελικά, η κυβέρνηση, εκτός από το να περιγράφει πως φαντάζεται τη χώρα, πρέπει να αποφασίσει και τι λαό θέλει: μία ανανεωμένη εκλογική πελατεία ή καθημερινούς αρωγούς για τις τεράστιες δυσκολίες που έρχονται;