Ο βασικότερος ίσως πυλώνας της ρητορικής των ακροδεξιών σε σχέση με την κοινοβουλευτική φαυλοκρατία που όντως βιώνουμε, είναι πως παρά την έλλειψη ελευθερίας, τουλάχιστον η επταετία ανέδειξε ως  κυβερνήτες αγνούς και έντιμους πατριώτες.

Ads

Για τα ποικίλα αλλά μη προβεβλημένα από τον τύπο της εποχής (κι έπειτα ξεχασμένα από το πολιτικό σκάκι της περίεργης κοινοβουλευτικής μετάβασης) σκάνδαλα της επταετίας, η περίφημη έρευνα του Ελευθερόπουλου αποτελεί βασική πηγή συγκεκριμένων γεγονότων. Αλλά υπάρχουν και γεγονότα που χλευάζουν τον ισχυρισμό τους περί αγνής εθνικοφροσύνης και την αναδεικνύουν ως μια φθηνή πολιτική ρητορική σε κανάλια συγκεντρώσεις και φυλλάδες προς άγρα ψήφων όσων δεν γνωρίζουν ή δεν θέλουν να γνωρίζουν. Ή όσων δεν έχουν ακόμη αγανακτήσει αρκετά ώστε να τα βάλουν «και» με τον εαυτό τους κι εξακολουθούν να ψάχνουν ‘σωτήρες’ και μάλιστα ακροδεξιούς αυτήν την φορά.

Ένα από αυτά τα γεγονότα (σε συνέχεια της ‘απίστευτης’ στάσης τους την περίοδο της κατοχής) είναι και η πολιτική που εφάρμοσαν απέναντι στην Μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης. Αξίζει να θυμίσουμε πως στα μέσα της δεκαετίας του 1960 το κλίμα μεταξύ των δύο χωρών ήταν εξαιρετικά βεβαρημένο λόγω των διακοινοτικών συγκρούσεων στην Κύπρο το 1963 και των απελάσεων των Ελλήνων υπηκόων που ήταν εγκατεστημένοι στην Κωνσταντινούπολη το 1964.

Η ελληνική πλευρά αναζητούσε τρόπους να ασκήσει πίεση στην Τουρκία ώστε να σταματήσει τις διώξεις της ελληνικής ομογένειας. Προς το σκοπό αυτό, (και με δεδομένο πως τις διακρατικές συγκρούσεις τις πληρώνουν πάντοτε οι εργαλειακά χειριζόμενοι αδύναμοι της κάθε πλευράς), το ελληνικό κράτος υιοθέτησε μία σειρά μέτρων διακριτικής διοικητικής μεταχείρισης σε βάρος των Ελλήνων μουσουλμάνων της Θράκης. 

Ads

Αρχικώς εφαρμόσθηκε με αυστηρότητα σε όλες τις μεταβιβάσεις κτημάτων μεταξύ των μουσουλμάνων ο μεταξικός νόμος 1366/1938 «περί απαγορεύσεως δικαιοπραξιών εις παραμεθορίους περιοχάς». Το μέτρο αυτό είχε στόχο να κρατήσει στάσιμη και, ει δυνατόν, να περιορίσει τη μουσουλμανική ιδιοκτησία στη Θράκη και αντιστοίχως να αυξήσει τις ιδιοκτησίες χριστιανών.

Ακολούθως υιοθετήθηκε μία σειρά διοικητικών μέτρων, όπως η ουσιαστική άρνηση παροχής πολεοδομικών αδειών για επισκευές και ανεγέρσεις οικιών, οι δυσκολίες στην απόκτηση αδειών οδηγήσεων ή αδειών κατοχής τρακτέρ ή επαγγελματικών αδειών (π.χ. αγοραία οχήματα – ταξί, φορτηγά) και ο αποκλεισμός από αγροτικά και άλλα δάνεια. Ελάχιστες μόνον σχετικές αιτήσεις ικανοποιούνταν και αυτές πάντα με αδιαφανή κριτήρια εμπλεκόμενα με τους περίφημους τοπικούς μηχανισμούς. Τέλος, άρχισε η συστηματική εφαρμογή του άρθρου 19 του Κώδικα περί Ιθαγενείας για αφαίρεση των ιθαγενειών όσων μουσουλμάνων είχαν εγκαταλείψει οριστικά την Ελλάδα.

Τα διοικητικά μέτρα δεν έλαβαν ποτέ τη μορφή εκδιώξεως της μειονότητας από την Ελλάδα. Θεσπίστηκαν με κύριο στόχο να συντηρήσουν ένα κλίμα οιονεί αμοιβαιότητας που υποτίθεται ότι θα έπειθε τους Τούρκους ιθύνοντες να σταματήσουν τις επιθέσεις εναντίον των Ελλήνων στην Πόλη. Ένας εθνικιστής αποδεχόμενος την κυνικότητα των καιρών, θα μπορούσε μέχρι και να δικαιολογήσει αυτήν την στάση… Αλλά εκεί ξεκινούν οι αντιφάσεις που δείχνουν πως όλα γινόταν κυρίως για την εσωτερική πολιτική κατανάλωση, για κατευνασμό ίσως κάποιων υστερικών στρατιωτικών της περιοχής, αλλά (στο επίπεδο των «πολιτών») και για τα οικονομικά συμφέροντα των ντόπιων (ξάφνου ακροδεξιών, έπειτα μπλε πράσινων ή ροζ) προυχόντων της περιοχής.

Αφού στα 1968, επί δικτατορίας, υπογράφεται ένα μορφωτικό πρωτόκολλο μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας με το οποίο έγινε δεκτός ο ακόμη μεγαλύτερος εκτουρκισμός της μειονοτικής εκπαίδευσης και προσδιορίστηκε πολιτιστικά η πολύγλωσση και πολυπολιτισμική μειονότητα ως ‘τουρκική’. Νοµικά μάλιστα, υπήρξε για πολλά χρόνια ‘εν ισχύ’ αυτή ερµηνευτική εγκύκλιος της δικτατορίας περί µονόγλωσσης µειονότητας, ίσως και για να εξυπηρετήσει το ΝΑΤΟικό δόγµα περί του «εκ Βορρά κινδύνου», µην δίνοντας στους (για κάποιους ‘Βουλγαρογενείς’;) Ποµάκους αυθυπαρξία. Εγκύκλιος που τόσο χρησιμοποιήθηκε για να χειραγωγήσει πολιτικά τόσο την μειονότητα όσο και την χώρα.

Ακόμη χειρότερα η δικτατορία, μέσω της ΕΠΑΘ, της ειδικής παιδαγωγικής Ακαδημίας Θράκης, επιδίωξε την χειραγώγηση των διδασκάλων της µειονότητας, ως μέρος του µορφωτικού συµφώνου στα 1968. Το σύμφωνο αυτό καθιστούσε υπεύθυνη την Τουρκία για τα βιβλία της µειονότητας – και αυτά τα βιβλία δεν ενδιαφέρονταν προφανώς για την διδασκαλία της ελληνικής, που θα αποτελούσε εργαλείο (παράλληλα με τον σεβασμό στον ιδιαίτερο πολιτισμό τους) για την ένταξη κι άρα την ενδεχόμενη άνοδο επιπέδου του ζωής των παιδιών της μειονότητας στην κοινωνία όπου ζούσαν.

Αντίθετα ‘φρόντιζε’ µε πλήθος διοικητικών µέτρων όπως είδαμε που πόλωσαν το κλίµα στην περιοχή, να συμβάλλει στον περαιτέρω εκτουρκισµό του συνόλου µιας µειονότητας που ένιωθε ‘διωκόµενη εντόνως’ από όσους προσπαθούσαν βίαια (χάρην της εθνικιστικής ρητορικής του καθεστώτος) να την «εξελληνίσουν».  Την ίδια ώρα που διακρατικά έστηναν να μην πούμε τι, ακολουθούσαν στο εσωτερικό μια πολιτική προσαρμοσμένη πολιτιστικά στο επίπεδο των ‘λεβεντόπαιδων’ που στα καφενεία εννοούν την πολιτική και μάλιστα την εξωτερική πολιτική με όρους ποδοσφαιρικού ντέρμπυ (‘σας τρυπήσαμε και μας τρυπήσατε’ ουγκ!) Φυσικά όσον αφορά τον ‘εξελληνισμό’, απέτυχαν πλήρως σε αυτή την επιδίωξη.

Οδήγησαν σε οικονομική καθήλωση και απομόνωση τη μειονότητα. Το ελληνικό κράτος απονομιμοποιήθηκε πλήρως και κατέστη εχθρικό στα μάτια όλων των μουσουλμάνων πολιτών συλλήβδην, ασχέτως εθνοτικής ταυτότητας και ιδεολογικής τοποθέτησης έναντι της Τουρκίας και των κεμαλικών αλλαγών μιας παραδοσιακά αντικεμαλικής για διάφορους λόγους μειονότητας. Το μουσουλμανικό στοιχείο αισθάνθηκε ανεπιθύμητο και συσπειρώθηκε καταργώντας τις διαχωριστικές ιδεολογικές γραμμές που έως τότε το χαρακτήριζαν. Σε αυτό το περιβάλλον βρήκε εύφορο έδαφος και έδρασε ο κεμαλικός εθνικισμός και παράγοντες σαν τον Αχμέτ Σαδίκ μεγαλώνοντας αναδύθηκαν, αφού ο ένας εθνικισμός τροφοδοτούσε τον άλλον. 

Όταν χρόνια αργότερα, (για λόγους που δεν είναι της παρούσης) την δεκαετία του 90, επιχειρείται η πρώτη ουσιαστική προσέγγιση επί πρωθυπουργίας Κ. Μητσοτάκη (να τα αναγνωρίζουμε αυτά για λόγους πολιτικής εντιμότητας!) ο τοπικός πληθυσμός  έχει ταυτιστεί σχεδόν εξολοκλήρου µε την Άγκυρα και τα δικά της πολιτικά παιχνίδια, κι αντιδρά αργά κι αντιφατικά στο κάλεσμα µε το να στέλνει πχ ελάχιστους µμαθητές σε σχολεία παρόλο που αυτά (με το πρόγραμμα Φραγκουδάκη) άρχιζαν να προσαρμόζονται όλο και περισσότερο στις ανάγκες τους. Ο στόχος λοιπόν των υπερπατριωτών στην διάρκεια της βασιλείας τους έδειχνε αντιφατικός, αλλά η ‘πολιτική στόχευση’ είναι εµφανής: Και αυτό το πολιτικό μαγαζί θα πωλούσε ευπώλητο προϊόν σε όσους ήταν κι είναι αρκετά κυνικοί ή ιδιοτελείς ή εύπιστοι για να το αγοράσουν. 

Όμοια άλλωστε με τον Τραμπ που δεν υπηρέτησε ποτέ στο Βιετνάμ για λόγους υγείας αλλά ήταν υγιέστατος την ίδια περίοδο ώστε να τρέχει αυγατίζοντας με απατεωνιές την περιουσία του πατέρα του, όμοια με τον ίδιο πρόεδρο που καταγγέλλει τους ξένους εργάτες μετανάστες αλλά αυτούς χρησιμοποίησε για να χτίσει τον πύργο του στη Νέα Υόρκη, έτσι και οι δικοί μας.

Ακόμη και σήμερα. Λίγο να το ψάξει κανείς (αρκεί να έχει το μίνιμουμ της εντιμότητας να δει αρετουσάριστη, με άλλα λόγια γυμνή, την αλήθεια), το βλέπει στις Μανωλάδες της βαθιάς επαρχίας, αλλά και σε ξενοδοχεία ηγετικών στελεχών της Χ.Α. στο κέντρο της Αθήνας. Το βλέπει ακόμη περισσότερο εκεί που το φαινόμενο διαχέεται και μαζικοποιείται μέσα από την προνομιακή τους χυδαιότητα: σε κάτι χρηματοδοτούμενες (δε βαριέσαι! το ψωμάκι να βγαίνει! ακόμη κι απ’ το μίσος) φυλλάδες ή εκπομπές του χώρου:

Το χάσμα μεταξύ ρητορικής και πράξης (τόσο όμοιο δυστυχώς και για το υπόλοιπο πολιτικό φάσμα που έτσι σχετικοποιεί στην πράξη, παρά κάτι ανέξοδες λεκτικές κορώνες του, τον φασισμό) θυμίζει (ελαφρά παραφρασμένη) την εφιαλτική προειδοποίηση του Έκο:

Να φοβάσαι όσους κατά κανόνα κάνουν και άλλους να πεθάνουν μαζί τους, μερικές φορές πριν από αυτούς και συχνότερα αντί για αυτούς.