Πως τα φέρνει έτσι η ζωή και η τύχη της πιο ικανής, της πιο αποτελεσματικής και της πιο… άριστης κυβέρνησης, εκείνης που κατάφερε και εξασφάλισε για τη χώρα τη μεγαλύτερη σταθερότητα και την περισσότερη ασφάλεια από οποιαδήποτε άλλη στο παρελθόν, κρίθηκε από ένα… πέναλτι.

Ads

Διότι από πέναλτι κρίνονται συνήθως ματς αμφίρροπα και παιχνίδια σε όλη τη διάρκεια των οποίων δεν αναδείχθηκε κανένας αδιαμφισβήτητος νικητής.

Εδώ όμως τα πράγματα είχαν κριθεί. Οδηγούμασταν σε εκλογές με το σύνθημα της σταθερότητας της κυβέρνησης Μητσοτάκη.

Πως γίνεται λοιπόν και η τύχη μιας κυβέρνησης τόσο σταθερής και τόσο ασφαλούς, να κρέμεται από ένα πέναλτι;

Ads

Προφανώς και όπως σήμερα κρίνεται εκ του αποτελέσματος, η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν ήταν ούτε τόσο σταθερή, ούτε τόσο ασφαλής όσο ήθελε να δίνει την εντύπωση ότι είναι.
Κι αυτό γιατί πολιτεύθηκε με δύο βασικά όπλα, υψηλού ρίσκου και τα δυο.

Αφενός με την ανομία και τη δημοκρατική εκτροπή του παρακράτους των παρακολουθήσεων που είχαν στήσει στο Μέγαρο Μαξίμου.

Παρακολουθώντας τις τηλεφωνικές συνομιλίες τόσο δικών τους, όσο και αντιπάλων πολιτικών στελεχών, δημοσιογράφων και επιχειρηματιών και εξασφαλίζοντας με τον τρόπο αυτόν πρόσβαση σε προσωπικά τους μυστικά και δεδομένα, επιδίωκαν, αντιγράφοντας πρακτικές μαφίας, να τους έχουν στο χέρι.

Όπως «ο φόβος φυλάει τα έρμα», έτσι και ο φόβος των αποκαλύψεων επιτρέπει σε μια αδίστακτη κυβέρνηση να χειραγωγεί ανθρώπους τους οποίους χρειάζεται σε κρίσιμες στιγμές και έτσι, παρανομώντας, να αντλεί δύναμη και να κυβερνά.

Το δεύτερο όπλο με το οποίο πολιτεύθηκε η κυβέρνηση Μητσοτάκη ήταν η ασυλία που της εξασφάλιζε η υποστήριξη και κάλυψη που της παρείχαν μεγάλοι και διαπλεκόμενοι με ΜΜΕ επιχειρηματικοί κύκλοι. Προς όφελος των οποίων η κυβέρνηση, με τη σειρά της, νομοθετούσε και κυβερνούσε τη χώρα.

Από τον εργασιακό νόμο και τις ιδιωτικοποιήσεις όλων των… φιλέτων του ελληνικού κράτους αλλά και της ελληνικής φύσης, μέχρι τις αδιαφανείς αναθέσεις δισεκατομμυρίων ευρώ σε ημετέρους και μέχρι τη διαχείριση της ενεργειακής κρίσης και τα αφορολόγητα τόσον καιρό υπερκέρδη των ενεργειακών ομίλων, πίσω από κάθε απόφαση της κυβέρνησης Μητσοτάκη υπήρξε το κέρδος και το όφελος συγκεκριμένων μεγάλων οικονομικών συμφερόντων.

Το παιχνίδι ήταν καλά στημένο. Μέχρι που, όπως συμβαίνει ακόμη και στα πιο διαβολικά στημένα κόλπα στις αστυνομικές ταινίες και στα θρίλερ, ξηλώνεται εντελώς τυχαία και εντελώς απρόοπτα ένας πόντος στην κάλτσα του αφηγήματος.

Η παρακολούθηση Ανδρουλάκη με σκοπό τη χειραγώγησή του μετεκλογικά προς όφελος των συμφερόντων της κυβέρνησης Μητσοτάκη ήταν αυτός ο απρόσμενος πόντος, το ξήλωμα του οποίου άνοιξε τον δρόμο των αποκαλύψεων.

Αλλά και πάλι, η χειραγώγηση και ο έλεγχος των ΜΜΕ παρείχε πλήρη κάλυψη στην κυβέρνηση. Τουλάχιστον στο εσωτερικό. Γιατί ο διεθνής τύπος άρχισε να βοά για τις παρακρατικές μεθόδους που χρησιμοποιεί η ελληνική κυβέρνηση και για τη δημοκρατική εκτροπή στην οποία βυθίζει τη χώρα στην οποία γεννήθηκε η Δημοκρατία, ο σημερινός πρωθυπουργός της.

Η πλήρης κάλυψη των ΜΜΕ μπροστά στην αποκάλυψη ενός παρακράτους που σε άλλη εποχή θα έριχνε την κυβέρνηση από τη μια και το πρόσχημα του απόρρητου, λόγω δήθεν εθνικών κινδύνων και πατριωτικών συμφερόντων από την άλλη, έβαλαν φραγή στις αποκαλύψεις και φρένο στη διαλεύκανση του μεγαλύτερου πολιτικού σκανδάλου που δοκίμασε ποτέ την Ελλάδα.

Ακόμη και η επιτροπή PEGA του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου για τη διαλεύκανση του σκανδάλου βρήκε τοίχο μπροστά της όταν ήρθε στη χώρα για να διερευνήσει τις συνθήκες μέσα στις οποίες αναπτύχθηκε ο παράνομος παρακρατικός μηχανισμός.

Με πρωτοσέλιδα που ανακοίνωναν τη λήξη του σκανδάλου των υποκλοπών υποδέχονταν λίγες βδομάδες πριν οι εφημερίδες των φίλων επιχειρηματιών του κ. Μητσοτάκη.

Η εξέλιξη όμως, όπως συμβαίνει πάντοτε στα καλοστημένα σενάρια, ήταν ανατρεπτική. Γιατί αντί να τελειώσει το σκάνδαλο, δόθηκε η χαριστική βολή στην κυβέρνηση και στον πρωθυπουργό.

Η αποκάλυψη ότι εκτός από τον Ανδρουλάκη, ο οποίος πλέον αντιμετωπίζονταν σαν να έχει κολλήσει την πανδημία ΣΥΡΙΖΑ και άρα «ποιος ενδιαφέρεται γι’ αυτόν;» και εκτός από τον Σπίρτζη, που ήταν εύκολος στόχος επικοινωνιακά λόγω αντί ΣΥΡΙΖΑ μένους, άρχισαν αποκαλύψεις και για κυβερνητικά θύματα των παρακολουθήσεων. Κι ακόμη χειρότερα, οι αποκαλύψεις για παρακολουθήσεις επεκτάθηκαν και σε «φίλους επιχειρηματίες που ασχολούνται με το ποδόσφαιρο» και που έβαλαν πλάτη για να στηθεί το καθεστώς Μητσοτάκη στη χώρα.

Το οποίο τώρα αποκαλύπτεται ότι παρακολουθεί ακόμη και εκείνους που έπρεπε να απολαμβάνουν της απόλυτης κυβερνητικής και κρατικής ασυλίας.

Το δημοσίευμα του Κώστα Βαξεβάνη στο DOCUMENTO ήταν το Πάρθιο βέλος για κυβέρνηση και πρωθυπουργό.

Όχι τόσο για τα ονόματα που δημοσίευσε. Τα οποία από λίγο ως πολύ είχαν ήδη διαρρεύσει και από φιλοκυβερνητικές εφημερίδες.

Όσο, κυρίως, για τη διαβεβαίωση Βαξεβάνη ότι υπάρχουν «ντοκουμέντα» που αποδεικνύουν τα όσα αποκαλύπτονται. Η διαβεβαίωση αυτή ήταν που σκόρπισε πανικό στο κυβερνητικό στρατόπεδο.

«Τι θα πουν αν δημοσιοποιήσω μαγνητοσκοπημένη συνομιλία του Άδωνη με κάποιον κύριο ή με κάποια κυρία;» ήταν το κατά τα άλλα ρητορικό ερώτημα του ενός εκατομμυρίου ευρώ που έθεσε ο δημοσιογράφος Κώστας Βαξεβάνης.

Οι προειδοποιήσεις του συγκροτήματος Μαρινάκη και το δημοσίευμα Βαξεβάνη ήταν οι σταγόνες που ξεχείλισαν το ποτήρι.

Το πέναλτι που έδωσε τη νίκη στον Παναθηναϊκό απέναντι στον Ολυμπιακό στην παράταση δεν ήταν παρά ένα σκηνοθετικό εύρημα. Που έδωσε την αφορμή που χρειάζεται μια χώρα που μέχρι χτες απολάμβανε τη σταθερότητα και την ασφάλεια που της παρείχε ο μεγάλος τιμονιέρης, για να ανοιχτεί στα ταραγμένα, αχαρτογράφητα και γι’ αυτό επικίνδυνα νερά της κυβερνητικής αστάθειας.

Την κυβέρνηση κλήθηκε να διασώσει ο γνωστός διασώστης Νίκος Χατζηνικολάου.

Δημοσιογράφος με αξιοπιστία και κύρος, που αν εξαιρέσει κανείς τη μεγάλη είδηση για τις διατροφικές συνήθειες του πρωθυπουργού σε προηγούμενη συνέντευξη, δεν ενεπλάκη σε μαφιόζικα κόλπα και σε παρακολουθήσεις.

Αν πάντως ο Χατζηνικολάου θέλει να σώσει όχι μόνο τη δική του, αλλά την τιμή και ολόκληρου του δημοσιογραφικού κόσμου που ακολουθεί βουβά και πιστά την κυβέρνηση του παρακράτους, μια και μόνο ερώτηση θα έπρεπε να υποβάλει στον πρωθυπουργό.

«Κε πρόεδρε, εφόσον όπως λέτε κι εμείς δεν έχουμε κανένα λόγο να αμφισβητήσουμε, εσείς προσωπικά ούτε αναμιχθήκατε, ούτε και γνωρίζατε για όλες αυτές τις παρακολουθήσεις δικών σας και αντιπάλων πολιτικών στελεχών, δημοσιογράφων και επιχειρηματιών. Τις οποίες έκαναν στενοί συνεργάτες και συγγενείς σας τους οποίους αμέσως και ορθώς απομακρύνατε. Πίσω από τους οποίους, όπως υποστηρίζετε κι εμείς δεν έχουμε κανένα λόγο να αμφισβητήσουμε, κρύβονται ξένα συμφέροντα και αντεθνικοί συνωμότες που εποφθαλμιούν την πιο σταθερή κυβέρνηση που γνώρισε ποτέ η Ελλάδα.

Αφού έτσι έχουν τα πράγματα κι αφού εσείς δεν έχετε καμία ανάμιξη σε όλο αυτό, γιατί επικαλείστε το απόρρητο της αποκάλυψης στοιχείων για την υπόθεση; Το οποίο άλλωστε, όπως επιβεβαιώνουν κορυφαίοι νομικοί, δεν υπάρχει στην περίπτωση της έρευνας που διεξάγει η Επιτροπή Διαφάνειας της Βουλής;

Γιατί λοιπόν, κε πρόεδρε, επιμένετε στο απόρρητο και δεν το αίρετε, όπως ο νόμος σας το επιτρέπει, προκειμένου να χυθεί άπλετο φως σε μια υπόθεση στην οποία εσείς είστε το θύμα κι εμείς βεβαίως δεν έχουμε κανένα λόγο να σας αμφισβητήσουμε;».

Αυτή θα ήταν η ερώτηση του ενός εκατομμυρίου ευρώ από κάποιον δημοσιογράφο που θα ήθελε να σώσει την τιμή του δημοσιογραφικού λειτουργήματος και να συνεχίσει να εκτιμάται ως αξιόπιστος και μετά τη βέβαιη πτώση του σημερινού πρωθυπουργού.

Και μόνον όμως το γεγονός ότι η συνέντευξη είναι μαγνητοσκοπημένη, σε αντίθεση με όλες τις συνεντεύξεις του Αλέξη Τσίπρα που αν και δόθηκαν σε εχθρικά επικοινωνιακά περιβάλλοντα ήταν όλες απευθείας, δείχνει τον πανικό και την ανασφάλεια του πρωθυπουργού, ακόμη και μετά το πέναλτι…