Ο πιο έξυπνος, ο πιο πονηρός, ο πιο δυνατός, ο πιο επίμονος, ο πιο τολμηρός, ο πιο τυχερός, αυτός που πρόλαβε πρώτος, αυτός που έχει τα μέσα, αυτός που κρατάει τα κλειδιά, κερδίζει πάντα. Αυτό όμως δεν είναι νίκη. Νίκη στη μεταμοντέρνα εποχή είναι αυτός να τα παίρνει όλα και οι άλλοι τίποτα. Είναι ο κανόνας του «όλον ή ουδέν», το πλειοψηφικό της ζωής, το δίκαιο του ισχυρότερου. Όσοι προσαρμόζονται σ΄ αυτό το δόγμα έχουν μια ευκαιρία να ανέβουν σιγά-σιγά στην τροφική αλυσίδα. Οι υπόλοιποι τρώγονται.   

Ads

Ο Άγιος Φεβρουάριος

«Είναι θέμα κυριαρχίας της Τουρκίας το πώς θα χρησιμοποιηθεί η Αγία Σοφία. Θα εκληφθεί σαν παραβίαση της κυριαρχίας μας η όποια αντίδραση στην απόφαση της δικαιοσύνης μας. Η απόφαση έχει τη στήριξη όλων των κομμάτων. Η Αγία Σοφία είναι το λάβαρο της κατάκτησης της Κωνσταντινούπολης». Αυτά δήλωσε ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν μετά την απόφαση να μετατραπεί η Άγια Σοφιά σε τζαμί. 

Οι διεθνείς αντιδράσεις ήταν μάλλον χλιαρές. Τί περιμέναμε δηλαδή, να στείλουν στρατό οι Βρυξέλλες και η Ουάσιγκτον; Το νταηλίκι του Ερντογάν δεν περιορίζεται άλλωστε μόνο στις ιστορικές «κατακτήσεις» της Τουρκίας, όπως η άλωση της Κωνσταντινούπολης, αλλά επεκτείνεται και στις δυνάμει κατακτήσεις. Οι επεμβάσεις στη Μέση Ανατολή και ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία και τη Σερβία έδειξαν πρώτες τον δρόμο που ακολουθεί «το δίκαιο του ισχυροτέρου». Έτσι, ο Ερντογάν δεν δίστασε να εισβάλει στη Συρία και να ανακατεύεται τώρα στη Λιβύη. Έχει κάτι από τη συμπεριφορά του Άντολφ Χίτλερ ο Τούρκος Πρόεδρος. Κάτι ο αυταρχισμός, κάτι ο μεγαλοϊδεατισμός, κάτι ο καιροσκοπισμός και τα συνειδητά ψέματα, κάτι η διαρκής επίκληση του μεγέθους και της στρατιωτικής ισχύος της Τουρκίας, στον πυρήνα του το τουρκικό καθεστώς παραμένει φασίζον και άκρως επικίνδυνο. 

Ads

Το πρόβλημα που δημιουργείται για μας είναι δύσκολο -αν όχι άλυτο. Από τη μια, η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας που θεωρητικά θα τιθάσευε το «βαθύ κράτος» που κυβερνά τη γείτονα. Από την άλλη, η πολιτική ενεργού αποτροπής -αναγκαστικά δια των εξοπλισμών και των όπλων- με συνέπεια τις τεράστιες στρατιωτικές δαπάνες και εμφανή τον κίνδυνο μιας πολεμικής εμπλοκής. Η  επιλογή του «εξευρωπαϊσμού» της Τουρκίας φαίνεται προφανής. Ποιος όμως να εμπιστευθεί μια Ευρώπη που ενδιαφέρεται μόνο για τα συμφέροντα των οικονομικών ελίτ και την κυριαρχία μιας κυνικής γραφειοκρατίας, που σέρνουν τον χορό στις Βρυξέλλες; Εμείς μπορεί να «Μένουμε Ευρώπη», αλλά τα πολιτικά ήθη των «ιδιοκτητών» της απομακρύνονται ολοένα και περισσότερο από τις δημοκρατικές και τις ουμανιστικές παραδόσεις. 

Ε, κύριε καθηγητά;

«Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι προοδευτική δύναμη, είναι ένας αναχρονιστικός, παλαιοκομματικός, παλαιοκομμουνιστικός, οργανισμός» είπε ο Γιώργος Παπανδρέου απολογούμενος στην κοινοβουλευτική ομάδα του ΚΙΝ.ΑΛ. Λαμπρά. Ας τ’ ακούσουν όσοι αναθάρρησαν με τη διαφοροποίηση των Παπανδρέου και Καστανίδη στην ψηφοφορία του νομοσχεδίου για τις διαδηλώσεις. Ποιος κρατάει τον άλλον στο χέρι ο Γιώργος Παπανδρέου ή η Φώφη Γεννηματά; Αυτός που έχει το όνομα ή αυτός που κρατάει τη σφραγίδα;

Πιο δηλητηριώδες όμως από το σχόλιο του Γιώργου Παπανδρέου ήταν το πρόσφατο άρθρο του «δικαιωματιστή» Νίκου Αλιβιζάτου. Ο κ. Αλιβιζάτος οικοδομεί ένα λογικοφανές επιχείρημα για να κατακεραυνώσει τον «υπερβάλλοντα ζήλο» της Αριστεράς για τις συγκεντρώσεις. Γράφει στην «Καθημερινή»: «Η κομμουνιστογενής Αριστερά, πολύ προτού αναδειχθεί σε κυβερνώσα, είχε διεισδύσει στο κράτος, την Τοπική Αυτοδιοίκηση, τα συνδικάτα και τις μαζικές οργανώσεις της χώρας μας, ασκώντας μεγάλη επιρροή στη λήψη των αποφάσεων. Η ιδιοκτησιακή αντίληψη, συνεπώς, που εξακολουθεί να καλλιεργεί για το δικαίωμα του συνέρχεσθαι είναι, ακόμη και στη δική της λογική, ιστορικά ξεπερασμένη. Όσο για τον ισχυρισμό ότι το νομοσχέδιο της κυβέρνησης είναι ίδιο και χειρότερο από τον νόμο της χούντας είναι νομικά τόσο ασύστατος και πολιτικά τόσο αυθαίρετος, ώστε θα μπορούσε κανείς να τον χαρακτηρίσει αγυρτεία». 

Μα καλά, δεν καταλαβαίνει ο έγκριτος συνταγματολόγος ότι η φερεγγυότητα του πολιτικού λόγου του υπονομεύεται πρώτα απ’ όλα από την ένταξή του στο «επιτελικό κράτος» του Κυριάκου Μητσοτάκη; Ποιος ευφυής άνθρωπος δεν θα σκεφτεί ότι η υποστήριξή που παρέχει αφειδώς στην κυβέρνηση δεν είναι -συνειδητά ή υποσυνείδητα- ένα αντίδωρο στην ενθουσιώδη υποδοχή που του επεφύλαξε η Νέα Δημοκρατία; Ο Πέτρος Κατσάκος έγραψε δηκτικά στην «Αυγή»: «σύμφωνα με τον κ. Αλιβιζάτο, (…) το μόνο που τίθεται πλέον εν αμφιβόλω είναι η παρωχημένη κινηματική αντίληψη της Αριστεράς, που περιμένει  Κουμουνδούρου και  Περισσού γωνία για να εκμεταλλευτεί την ελλιπή πληροφόρηση για τις επιτυχίες του σημερινού κυβερνητικού σχήματος. Ίσως μια νέα λίστα Πέτσα να είναι μια κάποια λύση για την εμπέδωση των κυβερνητικών επιτυχιών και την απονομιμοποίηση των ανεπίδεκτων μειοψηφιών. Ε, κύριε καθηγητά;». Προσθέτω συμπληρωματικά ότι όταν λέμε «κυρίαρχη ιδεολογία», να έχουμε υπ’ όψιν μας ακριβώς αυτό: ότι ως κυρίαρχη κυριαρχεί. 

Τί να τα κάνεις τα λεφτά;

Πρόσφατα, ο καθηγητής Διαχείρισης Φυσικών Καταστροφών Κώστας Συνολάκης -που διατηρεί στενούς δεσμούς με την οικογένεια Μητσοτάκη- πρότεινε στον Σωτήρη Τσιόδρα να υποβάλει υποψηφιότητα για μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Ο «εθνικός μας λοιμωξιολόγος» επέλεξε να μην ανταποκριθεί στην πρόσκλησή του. Σύμφωνα με “ΤΑ ΝΕΑ” ο ταπεινόφρων Σωτήρης Τσιόδρας δεν ήθελε να εξαργυρώσει τη δημοφιλία του μέσω μιας θέσης στην Ακαδημία. Το παρασκήνιο όμως είναι λίγο πιο πολύπλοκο. Συνυποψήφιος του κ. Τσιόδρα θα ήταν, μεταξύ άλλων, ο Γιάννης Ιωαννίδης, τακτικός καθηγητής Παθολογίας, Έρευνας, Πολιτικής Υγείας και Στατιστικής στο Πανεπιστήμιο Stanford και διευθυντής του Κέντρου Έρευνας Πρόληψης του ίδιου Πανεπιστημίου. Με τον Γιάννη Ιωαννίδη, που έχει πιο ογκώδες βιογραφικό και μεγαλύτερη διεθνή αναγνώριση, είχαν εμμέσως διασταυρώσει τα ξίφη τους κατά τη διάρκεια της πανδημίας του κορονοϊού. Οπότε, φρονίμως ποιών, ο κ. Τσιόδρας έκανε πίσω.

Ο Wolfgang Leininger, καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Dortmund και αξιολογητής του Ιδρύματος Alexander von Humboldt, γράφει σε άρθρο του με τίτλο  «The winner takes it all» (Ο νικητής τα παίρνει όλα): «Μπορεί το μάντρα των οικονομολόγων να είναι ότι η αγορά ρυθμίζει τον εαυτό της, αλλά ισχύει άραγε αυτό στον ακαδημαϊκό χώρο; Μια σύντομη αναδρομή σε μια «αγορά» που έχει τους δικούς της κανόνες και στην οποία «χρήμα» είναι η φήμη, το να πάρεις απλώς μέρος στη διαδικασία σημαίνει πολύ λίγα· η νίκη είναι το παν». 

Και συνεχίζει: «Για τους επιστήμονες, αυτό που μετράει είναι το να είσαι ο πρώτος που θα διερευνήσει ένα πρόβλημα ή θα κάνει μια ανακάλυψη. (…) Καμιά άλλη μερίδα της κοινωνίας δεν απολαμβάνει τόσων τιμών και διακρίσεων όσο η επιστημονική κοινότητα. Πάνω απ’ το 50% των βραβείων που απονέμονται στην Γερμανία πηγαίνουν σε επιστήμονες. (…) Ένα χαρακτηριστικό των ανταγωνισμών όπου «ο νικητής τα παίρνει όλα» είναι ότι  μικρές διαφορές στην ικανότητα και την προσπάθεια μεταφράζονται σε μεγάλες διαφορές στην ανταμοιβή, που με τη σειρά τους έχουν την τάση να διαιωνίζονται (η επιτυχία τρέφει την επιτυχία, όπως προβλέπει η Αρχή του Ματθαίου -Matthew Effect)». 

Η Αρχή αυτή αποδίδεται στους ευαγγελιστές (For to every one who has will more be given, and he will have abundance; but from him who has not, even what he has will be taken away- Ματθαίος, 25:29, στην αναθεωρημένη αγγλική έκδοση της Βίβλου).  Μάλλον όμως πρόκειται για σκόπιμα λανθασμένη παραπομπή, που αναπαράγεται για προφανείς λόγους. Γεγονός παραμένει ότι ο κοινωνικός ανελκυστήρας που μας μεταφέρει  από την αφάνεια στο προσκήνιο δεν λειτουργεί μόνο με λεφτά. Το συμβολικό κεφάλαιο δεν παύει να είναι κεφάλαιο κι όποιος το διαθέτει δεν το μοιράζεται. Μπορεί να μην κατάλαβαν αυτό το θεώρημα όσοι θα έπρεπε να το καταλάβουν, αλλά μπήκε αμέσως στο νόημα ο κ. Τσιόδρας.