Η υποχώρηση των γκωλικών και των σοσιαλιστών στη Γαλλία συνιστά ριζική πολιτική στροφή και θα προκαλέσει σοβαρές αναταράξεις και στο συσχετισμό δυνάμεων στη γαλλική εθνοσυνέλευση στις επερχόμενες βουλευτικές εκλογές σε ένα περίπου μήνα.

Ads

Υπό την πίεση των Βρυξελλών, των τραπεζικών κύκλων και των συστημικών ΜΜΕ ο Φιγιόν σύρθηκε σε ήττα και μαζί του πέρασε σε δεύτερο πλάνο και σύσσωμη η γαλλική κεντροδεξιά, η οποία υποχρεώνεται τώρα να στηρίξει εν σώματι τον πρώην υπουργό του Ολάντ για τον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών.

Ο Φιγιόν πλήρωσε κυρίως την ένθερμη υποστήριξή του στο Brexit. Το άρθρο του στην Le Monde, στις 27 Ιουνίου 2016, θα πρέπει να έβαλε σε μεγάλη ανησυχία τους ηγέτες της ευρωζώνης, αλλά και τους εγχώριους παράγοντες και κάπου εκεί θα πρέπει να προετοιμάστηκε η εναλλακτική λύση στο πρόσωπο του Μακρόν.

Από την άλλη πλευρά, το σοσιαλιστικό κόμμα, κυρίως η ηγεσία του, στήριξε τον Μακρόν ως δεύτερη εναλλακτική, αλλά με τον τρόπο αυτό έδωσε τη χαριστική βολή στο Σοσιαλιστικό Κόμμα, ως κόμμα που υπερασπίζεται τα δικαιώματα των εργαζομένων, εγκατέλειψε οριστικά το φιλολαϊκό του πρόσωπο και σύρεται τώρα πίσω από τις καθαυτό νεοφιλελεύθερες επιλογές των γαλλικών τραπεζικών κύκλων και της γερμανικής καγκελαρίας.

Ads

Αυτές οι δύο εσωκομματικές αλλαγές στα γαλλικά συστημικά κόμματα, προφανώς καθοδηγήθηκαν από τη γαλλική οικονομική και πολιτική ελίτ, με την συνδρομή της Κομισιόν και της Γερμανίας. Δεν είναι καθόλου τυχαίο πως Γιουνκερ και Μέρκελ έσπευσαν, ως μη όφειλαν, να χαιρετίσουν την πρωτιά του Μακρόν, από νωρίς το βράδυ της Κυριακής, κυριολεκτικά από την ανακοίνωση των πρώτων εκτιμήσεων.

Πρόκειται όμως για μια πύρρειο νίκη. Διότι η αποδυνάμωση της κεντροδεξιάς και των σοσιαλιστών, σε όφελος ενός νεαρού τραπεζίτη, μετατρέπει το Εθνικό Μέτωπο σε αξιωματική αντιπολίτευση και η γκωλική δεξιά υποκαθίσταται έτσι και τυπικά από την Μαρίν Λεπέν.

Διότι, μετά την στήριξη που έδωσαν στον Μακρόν όλοι οι αξιωματούχοι της κεντροδεξιάς, το Εθνικό Μέτωπο μένει σχεδόν μόνο απέναντι στον Μακρόν. Είναι επίσης σαφές πως μερίδα της κεντροδεξιάς θα αγνοήσει τις προτροπές της ηγεσίας και θα ψηφίσει Λεπέν στο δεύτερο γύρο. Εκτιμάται πως τουλάχιστον 30% των ψηφοφόρων του Φιγιόν στηρίζουν επίσημα Λεπέν, μέσω της οργάνωσης Fillonistes, ενώ ένα άλλο κομμάτι θα απέχει.

Όταν όμως ένας γκωλικός πάει στην κάλπη του FN, έστω και σε δεύτερο γύρο προεδρικών εκλογών, είναι εξαιρετικά πιθανόν, αποενοχοποιημένος, να παραμείνει εκεί και στις βουλευτικές εκλογές, με τραγικά αποτελέσματα για τη συνοχή και την εκλογική απήχηση συνολικά της κεντροδεξιάς.

Ο Μελανσόν αντιμετώπισε με μεγαλύτερη ευστροφία το αποτέλεσμα και άφησε αρχικά τους ψηφοφόρους του να διαλέξουν κατά συνείδηση. Αυτό που τον ενδιαφέρει πρωτίστως είναι να κρατήσει αραγές το μέτωπό του και το εντυπωσιακό ποσοστό του. Οι γάλλοι αριστεροί φαίνεται πως θα απέχουν, ένα μικρό κομμάτι προερχόμενο από τους απογοητευμένους σοσιαλιστές θα πάνε στον Μακρόν και ένα άλλο, οι πιο οργισμένοι και αγανακτισμένοι, λαϊκά κυρίως στρώματα θα πάνε και στην Λεπέν.

Ποιο είναι το τελικό αποτέλεσμα; Η Γαλλία περνάει σε έναν νέο δικομματισμό: από τη μία ενωμένοι οι φιλοευρωπαίοι παίζουν τα ρέστα τους με τον Μακρόν και από την άλλη η αντιευρωπαϊστές που όλο και αυξάνουν, περνάνε στο Εθνικό Μέτωπο. Ένα σκορ της Λεπέν πάνω από το 40% θα την καταστήσει πρωταγωνίστρια της γαλλικής πολιτικής σκηνής και όταν ο Μακρόν αποδειχθεί λίγος και ανίσχυρος απέναντι στη Μέρκελ- και αυτό θα προκύψει άμεσα, στους επόμενους μήνες – τότε η αποδυναμωμένη κεντροδεξιά που θα τον έχει στηρίξει θα υποστεί όλο το πολιτικό κόστος και το Εθνικό Μέτωπο θα έχει καταστεί η μόνη αντιπολιτευτική δύναμη, που θα έχει ανοίξει τις πόρτες της στην απογοητευμένη γκωλική παράταξη.

Κάπου εκεί κοντά, ο Μελανσόν, με το δικό του πρόγραμμα θα συνεχίσει να αποδυναμώνει την σοσιαλιστική παράταξη και πολύ σύντομα, πολύ πιο σύντομα απ’ ό,τι φαίνεται εκ πρώτης όψεως, ο νέος γαλλικός δικομματισμός θα έχει αλλάξει άρδην το τοπίο και τότε οι γαλλική κεντροδεξιά θα αντιληφθεί πως πολύ εύκολα, χωρίς περίσκεψη, παρέδωσε τα κλειδιά στο αγαπημένο παιδί της Μέρκελ. Αλλά ίσως τότε θα είναι πολύ αργά.