Όταν ο Μοντεσκιέ πρότεινε το διαχωρισμό των εξουσιών ήθελε να περιορίσει την αυθαιρεσία της αυτοκρατορικής απολυταρχίας. Δεν περίμενε βέβαια ότι σε μία μικρή βαλκανική χώρα μία αιρετή κυβέρνηση θα δεχόταν τέτοιο δικαστικό πόλεμο που θα προκαλούσε μία ολόκληρη κοινωνία η οποία βοούσε υπό το βάρος της κρίσης.

Ads

Βέβαια τότε δεν υπήρχαν εκπρόσωποι των πολιτών, αλλά φεουδάρχες -κληρονομικώ δικαίω εξουσιαστές. Έτσι, η ανεξαρτησία αποτελούσε ένα όραμα και μία πράξη επαναστατική. Να αντιστέκεται απέναντι στον απολυταρχισμό των κληρονόμων της εξουσίας.

Βέβαια, από την άλλη, η δικαιοσύνη σε κάθε σύστημα εκφράζει ακριβώς τις αρχές του συστήματος. Οπότε η τριαδικότητα των εξουσιών λειτουργεί ως ακριβώς τις τρεις δογματικές μορφές μία αυθεντίας που άλλοτε προσκολλούνται στο πρόσωπο του αυτοκράτορα ή βασιλιά κι άλλοτε στη μεταφυσική διάσταση της –αστικής– δημοκρατίας.

Ακριβώς και για αυτό το λόγο τα ανώτατα κλιμάκια της δικαιοσύνης δεν είναι ανεξάρτητα, μα πλήρως εξαρτημένα σε ταξικό επίπεδο αδιαφορώντας για το πνεύμα ή τις ανάγκες της εποχής. Άλλωστε, τούτο το απέδειξαν και τα δύο ανώτατα δικαστικά όργανα της Πολιτείας.

Ads

Και αν κάποιοι φοβόντουσαν ότι απειλείται το καθεστώς εκτάκτου ανάγκης που όρισαν τα μνημόνια, τόσο ο Άρειος Πάγος όσο και το ΣτΕ φροντίζουν συχνά-πυκνά να αποδείξουν ότι κανένα καθεστώς δεν θα απειληθεί. Άλλωστε, για τα δύο όργανα το δημόσιο συμφέρον δεν ταυτίζεται με το συλλογικό συμφέρον των εργαζομένων και των μεσοαστών. Δημόσιο είναι το ταξικό συμφέρον των οικονομικών κολοσσών.

Μόνο υπό ένα τέτοιο πρίσμα μπορούν να εξεταστούν οι πρόσφατες δύο αποφάσεις του Αρείου Πάγου για τον μη έλεγχο φορολογουμένων μετά την πενταετία ή ακόμα και για την απλήρωτη εργασία. Αλλά στο ίδιο πνεύμα εντάσσονται και αποφάσεις του ΣτΕ, ενάντια σε επιλογές της κυβέρνησης οι οποίες ήταν καθόλα σύμφωνες με το πνεύμα της εποχής και της κοινωνίας σε μία πορεία σύγκρουσης με τις οικονομικές ελίτ.

Και σε αυτή τη σύγκρουση με το εγχώριο και ευρωπαϊκό κεφάλαιο και τα δύο όργανα πήραν σαφή θέση. Και οι αποφάσεις των δύο ανώτατων δικαστικών σωμάτων είναι καθαρά πολιτικές. Πώς αλλιώς να ερμηνεύσουμε το γεγονός ότι σε μία εποχή εργασιακού κανιβαλισμού και ενώ το Σώμα Επιθεώρησης προσπαθεί να επαναφέρει την –αστική, ας μην γελιόμαστε– κανονικότητα, ο Άρειος Πάγος ακυρώνει με κάθε εργατικό νόμο για την μη καταβολή μισθών και όλο τον πόλεμο κατά της εργασιακής αυθαιρεσίας.

Άλλωστε, με το πρόσχημα των ανεξάρτητων αρχών το ίδιο έπραξε και το ΣτΕ προσπαθώντας να ακυρώσει την καταβολή τιμήματος από τα τηλεοπτικά κανάλια στο δημόσιο, ακόμα κι αν η απόφαση ετούτη κυριολεκτικά ήταν σε αντίθεση με το πνεύμα προηγούμενων αποφάσεων του ίδιου σώματος.

Ας μη λησμονούμε ότι το ίδιο το ΣτΕ προτιμά ελεγχόμενους κομματικά διευθυντές σχολικών μονάδων από την ανεξαρτησία των εκπαιδευτικών που αποφασίζουν δι’ αιρέσεως για τον διευθυντή τους. «Θες να ξεσηκωθούν οι γάτοι και να διεκδικούν σε όλο το Δημόσιο εκλογή διευθυντών στις υπηρεσίες τους»; (παραφράζοντας λίγο τον Β. Παπακωνσταντίνου)

Κακά τα ψέματα. Σε μια περίοδο βαθιάς κρίσης του καπιταλισμού, τα δύο δικαστικά σώματα αποκαλύπτουν όλο και βαθύτερα τον εξίσου βαθιά αντιδραστικό του χαρακτήρα ως ισχυρό παράγοντα επιβολής της κυριαρχίας του κεφαλαίου και προστασίας της απειλούμενης εξουσίας του. Έτσι, καταφεύγει στον περιορισμό τον κοινωνικών ή εργασιακών δικαιωμάτων είτε ακόμα και στην ολοκληρωτική κατάργησή τους, αποδεχόμενο τη λογική της “εκτάκτου ανάγκης” προς το όνομα ενός αλλήθωρου δημόσιου συμφέροντος. Αλλήθωρου επειδή άλλοτε το θέτουν στο επίκεντρο της λογικής των αποφάσεων για νομιμοποιήσουν τα «παρασυντάγματα» των μνημονίων κι άλλοτε το προσπερνούν προς όφελος του αστικού κεφαλαίου.

Και αν κάποτε αυτά τα προσπερνούσαμε επειδή υπήρχε σύμπλευση με την πολιτική εξουσία και δεν τα μάθαιναν οι πολίτες, σήμερα είναι σαφής η σύγκρουση και ο πόλεμος που κήρυξαν τα δύο όργανα προς την κυβέρνηση ως προστάτες του καθεστώτος. Επειδή η κυβέρνηση -παρά τους όποιους συμβιβασμούς υποχρεώθηκε να κάνει- τελικά παραμένει απειλή για τα πολιτικά κι οικονομικά συμφέροντα τα οποία προστατεύουν ως ανεξάρτητη εξουσία οι Ανώτατοι Δικαστές.

Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο πρέπει να εντάξουμε και το διωγμό διαφορετικών φωνών από εκείνες που η δικαστική αντίδραση θεωρεί ότι απειλούν το σύστημα. Η περίπτωση του Τάσου Θεοφίλου που καταδικάστηκε πρωτόδικα σε 25 έτη κάθειρξης κι έχασε 4 χρόνια από τη ζωή του φυλακισμένος άδικα και η περίπτωση της Ηριάννας που καταδικάστηκε σε 13 έτη επειδή “τα είχε” με έναν που θεωρήθηκε ύποπτος -αλλά αθωώθηκε-, αποδεικνύουν ακριβώς τον πλέρια αντιδραστικό χαρακτήρα της δικαιοσύνης.

Και αν κοιτάξουμε ακόμα βαθύτερα θα δούμε τον τρόπο στησίματος των “αντιτρομοκρατικών” αποφάσεων μα και τον αυταρχισμό στην “διαφορετική” πολιτική φωνή καταπατώντας ανθρώπινα δικαιώματα (Ξηρός, Ρωμανός) στο όνομα της εκδικητικότητας και την ψευδεπίγραφης προστασίας.

Και ακριβώς στην προστασία αυτού του συστήματος οφείλουμε να δούμε και την άρνηση της Ανώτατης Δικαστικής Εξουσίας να παρέμβει όταν πρέπει να αντιμετωπιστούν σοβαρά ζητήματα και θα περιμέναμε αυτεπάγγελτες παρεμβάσεις (περίπτωση Χρυσής Αυγής, περιπτώσεις προπαγάνδας και συκοφαντικής δυσφήμησης κατά θεσμών ή προσώπων, ρατσιστικών κηρυγμάτων κλπ). Το δικαίωμα της έκφρασης το έχουν τελικά μόνο οι ελίτ/καπιταλιστές και οι εκπρόσωποί τους κι όχι οι πολίτες.

Στην πραγματικότητα έχουμε έναν ανοιχτό πόλεμο της δικαστικής εξουσίας απέναντι τόσο στην αριστερή ή αναρχική/αντιεξουσιαστική φωνή, μα και σε οτιδήποτε περιορίζει τον έλεγχο του κράτους από τα φερέφωνα του κρατικοδίαιτου και του πολυεθνικού κεφαλαίου ή ό,τι απειλεί άμεσα τα συμφέροντά του.