«Δεν θυμάμαι να ’παιζα εκείνον τον καιρό» – αφηγείται μία από τις εβραίες γυναίκες, που, ως παιδί, την έσωσαν από τους Γερμανούς κάποιοι Έλληνες : «Αυτοί που μας σώσανε δεν είπανε ποτέ μία λέξη. Ποτέ. Αυτό είναι το μεγαλείο του ανθρώπου».

Ads

Πέντε πρόσωπα, τρεις γυναίκες και δύο άνδρες, καταθέτουν τις αναμνήσεις τους από τη Κατοχή, όταν, προς το τέλος του πολέμου, οι Γερμανοί αποφάσισαν να εξαπατήσουν τους εβραίους της Θεσσαλονίκης και άλλων ελληνικών πόλεων, μέχρι την Κρήτη, για να τους μεταφέρουν στο Άουσβιτς. Ανάμεσα σε αυτούς τους εβραίους ήταν και πολλά παιδιά.

Ο τελειομανής Βασίλης Λουλές εργάστηκε για ένα αρκετά μεγάλο διάστημα, προκειμένου να εντοπίσει αυτά τα «παιδιά», να τους ζητήσει να καταθέσουν τη μαρτυρία τους στο φακό και να συγκεντρώσει σπάνιας αξίας κινηματογραφικό και φωτογραφικό υλικό, προκειμένου να «επενδύσει» τις όντως, συγκλονιστικές μαρτυρίες.

Χωρίς αμφιβολία το κυρίαρχο στοιχείο της ταινίας είναι τα πέντε πρόσωπα και οι μαρτυρίες τους. Υπάρχουν στιγμές, που σου κόβεται η ανάσα από τα βιώματα και από τον τρόπο που τα αφηγούνται αυτοί οι άνθρωποι. Ιδίως όταν ο φακός εστιάζει μόνο στο πρόσωπό τους. Κάποιες λήψεις, λίγες είναι η αλήθεια,  όπου οι άνθρωποι αυτοί είναι καθιστοί στο σαλόνι του σπιτιού τους, δηλαδή στο «ντεκόρ», προσδίδουν τη διάσταση της συνέντευξης, σε αντίθεση με τα πρόσωπά τους τα οποία, όταν καλύπτουν όλη την οθόνη, αποκτούν δραματική αμεσότητα. Θα ήταν ακόμα καλύτερα αν κοίταζαν κατευθείαν τον φακό – δηλαδή τον θεατή. Με αυτό τον τρόπο, το αφηγούμενο πρόσωπο μετατρέπεται σε «ήρωα» του έργου-βιώματος, ενισχύοντας το δράμα σε βάρος της απλής καταγραφής ενός τεκμηρίου.

Ads

«Από μικρή κουβαλούσα μέσα μου το βάρος του μεγάλου πένθους». 

Η σχέση του παρόντος με το παρελθόν δομείται κινηματογραφικά με τη χρήση δύο διαστάσεων της οθόνης: το 16:9 για τα σύγχρονα γυρίσματα (κυρίως μαρτυρίες) και το 4:3 για το αρχειακό υλικό, το οποίο, έτσι που είναι τοποθετημένο σε «κάδρο», θυμίζει προβολή παλαιών «Επικαίρων» σε κινηματογραφική αίθουσα. Μία πολύ επιτυχημένη επιλογή που ενισχύει τη διάσταση της «ασθενούς μνήμης»: «Δεν θυμάμαι. Είναι σα να είμαι ένα πνεύμα περιπλανώμενο σ’ αυτή την υπόθεση, και τα θυμάμαι όλα σα να ήμουνα και να μην ήμουνα εκεί.»

Ωστόσο, η χρήση του 4:3 μοιάζει ελλιπής, γιατί δεν περιλαμβάνει όλες τις παλαιές φωτογραφίες, το τετράδιο ή άλλα παλαιά τεκμήρια: «Από αυτούς που δεν έχω φωτογραφίες, σβήνουνε…».

Το άδειο σπίτι, που επαναλαμβάνεται ως εικόνα, -και άλλοτε δεν υπάρχει ανθρώπινη φιγούρα παρά μόνον συμβαίνει αλλαγή του φωτός στο δωμάτιο (υπαινιγμός ξημερώματος και βραδιάσματος, δηλαδή περάσματος χρόνου) και άλλοτε εμφανίζεται με διπλοτυπία η γυναίκα και σβήνει σαν φάντασμα-, είναι εντυπωσιακό, ιδίως όταν ακούγεται πως σε αυτό, έμειναν κλεισμένα τα παιδιά χωρίς να μπορούν να πάνε ούτε στο καταφύγιο κατά τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς και η μόνη διέξοδός τους ήταν η ταράτσα: «Το κλείσιμο μετριέται με μέρες. 548 μέρες κλεισμένοι. Κάθε μέρα ήταν κέρδος ζωής».

Συγκλονιστική είναι και η μαρτυρία για το «κίτρινο αστέρι», που υποχρέωσαν τα εβραιόπουλα να φορούν στο σχολείο. Η πιστοποίηση του ρατσισμού από την τρυφερή ηλικία. Όπως και το ταξίδι στο Άουσβιτς ενός από τους άνδρες που καταθέτουν την μαρτυρία τους. Ο ίδιος, με το κινητό του τηλέφωνο κατέγραψε μερικές εικόνες από το στρατόπεδο, έχοντας την περίεργη έμπνευση να αλλάξει γωνία λήψης στην αποτύπωση των πορτραίτων των θυμάτων στους τοίχους, έτσι ώστε οι δύο σειρές των φωτογραφιών να παραπέμπουν σε ράγες τραίνου. Την «περίεργη» έμπνευση, ενίσχυσε ο Λουλές, προσθέτοντας μέρος από την αφήγηση του Μάριου: «Είδα τα τραίνα, τις γραμμές των τραίνων, είδα τον σταθμό διαλογής, και φαντάστηκα εκείνη την ώρα πως κατέβαζαν τον παππού μου, τον θειο μου, την ξαδελφούλα μου…». Είναι γνωστό πως τα τραίνα συνιστούν κυρίαρχο, αν όχι εφιαλτικό στοιχείο, είτε ως εικόνα είτε ως ήχος, για κάθε αναφορά στα γερμανικά στρατόπεδα και ιδίως στο Άουσβιτς. Ας θυμηθούμε το «Αμήν» του Κώστα Γαβρά, όπου με επαναλαμβανόμενα πλάνα τραίνων απέδωσε την τραγικότητα της απίστευτης κτηνωδίας.

Επίσης, εντυπωσιακά, στην ταινία του Λουλέ, είναι τα πλάνα με τις φωτογραφίες των ανθρώπων που χάθηκαν, σε διπλοτυπία με τα γράμματα του ημερολογίου, που μοιάζουν με συρματοπλέγματα μπροστά από τα ανυποψίαστα πρόσωπα των φωτογραφιών.

Η αφήγηση, ωστόσο, κινείται σε ευθεία γραμμή. Κάθε μαρτυρία συμπληρώνει την άλλη και όλες μαζί βαδίζουν στον ίδιο τόνο. Ίσως να ήταν απαραίτητες κάποιες ρήξεις. Κάποιες έντονες τομές-ιντερμέντια, που θα μπορούσαν να προκαλέσουν ένα είδος σοκ, για να σπάει κάπου κάπου η ευθύγραμμη αφήγηση. Αντίστοιχο είναι και το πρόβλημα της διάρκειας. Η ταινία θα μπορούσε, ίσως, να είναι πιό σύντομη. Εκ πρώτης όψεως, θα χρειάζονταν ίσως μάζεμα όλες οι αναφορές τής μετά τον πόλεμο εποχής. Το νεκροταφείο, το καράβι, ο αγρός με τα λουλούδια και τέλος το φινάλε, με τον παππού, το κοριτσάκι που τραγουδάει σεφαραδίτικο τραγούδι, τα λουλουδάκια του αγρού και τις ράγες του τραίνου. Ενα φινάλε που, λόγω του εμφανούς συμβολισμού του, ρέπει προς το μελόδραμα και μειώνει την αξία της σκληρής πραγματικότητας.

Η εικόνα της γυναίκας που λέει τη φράση: «Έχω απαλλαγεί από το μίσος. Μισώ μόνο εκείνους που πάνε να τους μιμηθούν», θα μπορούσε κάλλιστα να είναι η πιό συγκλονιστική της ταινίας, αν δεν υπήρχε ένα άλλο στοιχείο που είναι εξ ίσου συγκλονιστικό και προσωπικά, θα το προτιμούσα για φινάλε του φιλμ: ο Μάριος δείχνει το χαρτάκι που έστειλε ο πατέρας του, πριν  βρει τραγικό τέλος στο Άουσβιτς, και το οποίο τελειώνει με τη φράση: «Φιλιά εις τα παιδιά».

Η ταινία ντοκιμαντέρ Φιλιά εις τα παιδιάτου Βασίλη Λουλέ προβάλλεται:
στην ΑΘΗΝΑ από Πέμπτη 7/2 στην ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, καθημερινά 18:00-20:00-22:00
στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ την Κυριακή 17 Φεβρουαρίου, ώρα 17:00 στο ΟΛΥΜΠΙΟΝ (μια προβολή).
Στη συνέχεια, κάθε Σάββατο και Κυριακή μια προβολή στις 17:00.