«Κοίτα κολλημένος τη μικρή οθόνη του αναβαθμισμένου σου Samsung, γιατί η μεγάλη, του ουρανού, δεν είναι πια στην καρδιά σου». Αυτό έγραψε στο ΒΗΜΑ τις προάλλες ο Γιώργος Βέλτσος.

Ads

Φοβάμαι πως έχει δίκιο. Οδεύουμε ολοταχώς προς τις εκλογές και πολλοί πιστεύουν ότι το διακύβευμα είναι αν θα επικρατήσει η Νέα Δημοκρατία ή ο ΣΥΡΙΖΑ. Για το ΠΑΣΟΚ όμως το θέμα είναι αν το ποσοστό του θα είναι διψήφιο ή μονοψήφιο, για το ΚΚΕ αν το δικό του θα ξεπεράσει το 5-6% και για το ΜΕΡΑ25 αν θα μπει στη Βουλή.

Ένας σημαντικός αριθμός πολιτών πιστεύει ότι δεν υπάρχει πραγματικό διακύβευμα, και γι’ αυτό δεν θα πάει να ψηφίσει. Τέλος, ένα μέρος από εκείνους που θα πάνε στις κάλπες είναι βέβαιο ότι θα ψηφίσουν στη βάση του «μη χείρον βέλτιστον» ή κάπως οπαδικά. Αν αθροίσουμε όλους αυτούς, θα δούμε στη μικρή οθόνη του μικρού μας Samsung την πικρή αλήθεια: ο περισσότερος κόσμος δυσπιστεί.

Τετριμμένο και πάγιο; Εξαρτάται πως το βλέπει κανείς. Με τους δημοκρατικούς θεσμούς να αποσαθρώνονται, το αυταρχικό κράτος να εδραιώνεται -παρά τις αντιδράσεις- και την ακρίβεια να ροκανίζει το πενιχρό εισόδημα ενός τεράστιου ποσοστού νοικοκυριών, θα περίμενε κανείς η διαφορά «Αριστερά-Δεξιά» να είναι περισσότερο ορατή και αναγνωρίσιμη από τους πολίτες.

Ads

Όμως όχι. Προς ώρας, «ρεύμα» υπέρ της Αριστεράς ή, τέλος πάντων, εναντίον του Μητσοτάκη δεν φαίνεται να υπάρχει, γεγονός που από μόνο του επιτείνει ακόμα περισσότερο την αβεβαιότητα. Το ερώτημα είναι γιατί.

Πολλοί ισχυρίζονται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει αλλάξει όσο θα έπρεπε μετά τις εκλογές του 2019. Σοβαρά; Ο παλιός ΣΥΡΙΖΑ και ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ είναι δύο διαφορετικά κόμματα. Άλλαξαν τα όργανα, άλλαξε η εκφορά του πολιτικού λόγου, έγινε ο όρος «μεσαία τάξη» ό,τι είναι η «εργατική τάξη» και η «λαϊκή οικογένεια» για το ΚΚΕ. Έχουμε πλέον ένα mainstream σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, και ως τέτοιο αναγνωρίζεται από τις πολιτικές οικογένειες της Ευρώπης. Τι φταίει λοιπόν;

Όπως δήλωσε τις προάλλες ο Αλέξης Τσίπρας,  «Απέναντι στην άδικη πολιτική Μητσοτάκη υπάρχει μια εντελώς διαφορετική πολιτική φιλοσοφία, του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ.». Μια «διαφορετική φιλοσοφία» είναι σίγουρα αναγκαία για να υπάρξει εναλλακτικό σχέδιο· αλλά είναι αυτή η συνθήκη ικανή;

Εκ των πραγμάτων αποδεικνύεται ότι δεν είναι. Βήματα γίνονται. Αλλά, παρ’ όλα αυτά, δεν προκύπτει ένα διακριτό πολιτικό σχέδιο αναγνωρίσιμο ως τέτοιο από τους πολίτες. Εν μέσω μιας σύνθετης διεθνούς κατάστασης, και με την κοινωνία καθημαγμένη μετά από τριάμισι χρόνια διακυβέρνησης από τη ΝΔ, η «χρηστή διαχείριση» και η «κοινωνική ευαισθησία» που επικαλείται η αντιπολίτευση δεν αρκούν. Ούτε η αναίρεση των νεοδημοκρατικών νόμων, την οποία ενίοτε κραδαίνει ο ΣΥΡΙΖΑ, σημαίνει κάτι χειροπιαστό, αν δεν επεξηγείται επακριβώς τι (καλύτερο) έχει να βάλει στη θέση τους.

Ας μη αναγάγουμε τις επιδοματικές πολιτικές σε κυβερνητικό πρόγραμμα, διότι αυτό στο τέλος δημιουργεί δυσπιστία, όχι αίσθημα εμπιστοσύνης -άσε που είναι και ατελέσφορο. Ένα εναλλακτικό πρόγραμμα πρέπει να «φωνάζει από μακριά», να εξηγεί δηλαδή πως θα αμβλυνθούν οι ανισότητες και πως θα διασφαλιστεί το μέλλον των νέων βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα, μακροπρόθεσμα.

Είναι τέτοιες πολιτικές συμβατές με το Σύμφωνο Σταθερότητας και τις προϋποθέσεις που συνοδεύουν τις ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις; Ας μη γελιόμαστε, είτε λέγονται Ταμείο Ανάκαμψης, είτε ΕΣΠΑ, οι ευρωπαϊκές ενισχύσεις δεν έχουν ως στόχο την ενδυνάμωση του κοινωνικού κράτους και την προστασία των οικονομικά ασθενέστερων, αλλά την περαιτέρω εμπέδωση των μέτρων που μας επιβλήθηκαν την εποχή των Μνημονίων. Άρα, χρειάζονται άλλα έσοδα -από εκεί που υπάρχουν.

Επιστρέφω όμως στα «ανεξήγητα». Αν ο κόσμος έχει ανάγκη από κάτι πιο διακριτό, πιο εμβληματικό, πιο εναλλακτικό από ό,τι προσφέρει σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ, γιατί παραμένει δεμένος στο άρμα της ΝΔ; Η εξήγηση δεν είναι δύσκολη. Ανάμεσα στα τρία ελληνικά κόμματα που -είτε το θέλουμε είτε όχι αντιπροσωπεύουν το σημερινό πολιτικό status quo- εκείνο που κυβερνά και πείθει τους πολίτες ότι θα ξανακυβερνήσει διαθέτει ένα συντριπτικό πλεονέκτημα: κρατάει στα χέρια του και το πεπόνι και το μαχαίρι.

Όσο κι αν ενοχλεί, είναι πολύ δύσκολο να αποκλείσουμε αυτή την ερμηνεία, που δεν περιγράφει μόνο τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και το ΠΑΣΟΚ. Η αντιπολίτευση αυτό-εγκλωβίζεται σε ένα ιδεολογικό τέχνημα, που αποσυνδέει ολοένα και περισσότερο την πολιτική γεωγραφία από την κοινωνική δυναμική. Σ’ αυτό το πλαίσιο, η κοινωνία εξομοιώνεται με ένα σύνολο ψηφοφόρων, που σκέφτονται μεν το «πορτοφόλι» τους, αλλά δεν έχουν καμία επίγνωση της κοινωνικής τους θέσης και λίγο-πολύ ψηφίζουν «παραδοσιακά» ή ό,τι νάναι. Ο Αλέξης Τσίπρας δείχνει να έχει αντιληφθεί τον κίνδυνο αυτής της υπερ-απλούστευσης, για αυτό και δίνει έμφαση τελευταία στην κοινωνική διάσταση όσων υπόσχεται. Φοβάμαι όμως ότι τα πράγματα έχουν ήδη δρομολογηθεί στη λογική του θεωρήματος «Οι εκλογές κερδίζονται στο Κέντρο». Αλήθεια, ποιο «Κέντρο»; Είμαστε στο 2023, όχι στο 1923 ή το 1963.

Στο όριο, μια ακόμη στραβοτιμονιά του Μητσοτάκη ή ένα χαμόγελο της τύχης μπορεί να εξασφαλίσουν στην αντιπολίτευση τη νίκη στις εκλογές. Θα ανασάνουμε λίγο· αλλά μετά τι; Μετά, ίσως μας περιμένει μία ακόμη απογοήτευση, που αναμφισβήτητα θα προκαλέσει αναδιάταξη των πολιτικών δυνάμεων εις βάρος της Αριστεράς.

Δεν πρόκειται για σενάριο πολιτικής φαντασίας. Αυτό ακριβώς συνέβη στην υπόλοιπη Ευρώπη. Κάνουμε ότι δεν βλέπουμε τον ελέφαντα στο δωμάτιο. Κι αυτό δεν ισχύει μόνο για την ελληνική Αριστερά, αλλά και για άλλους. Υπάρχει άραγε λύση σε ένα πρόβλημα στο οποίο δεν μπόρεσαν να απαντήσουν οι Ιταλοί, οι Γερμανοί, οι Γάλλοι αριστεροί τόσα χρόνια; Μια (όντως ελλειπτική) απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα είναι ότι η Ιστορία -ο Ουρανός που λέει κι ο Βέλτσος- είναι ανεξάντλητη και δεν πρόκειται να τελειώσει ποτέ.

* Ο Σπύρος Γεωργάτος είναι εκλεγμένο μέλος του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Μοριακής. Βιολογίας (EMBO), καθηγητής και αντιπρύτανης Έρευνας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.