Όσο θα ετοιμαζόμαστε για την «επάνοδο στην τροχιά της ανάπτυξης», όπως τουλάχιστον διατείνονται τα κυβερνητικά στελέχη μετά και την ψήφιση του πολυνομοσχεδίου, ίσως θα ήταν μια καλή ευκαιρία να ασχοληθούμε σοβαρά με κάποια επιπλέον ζητήματα που θολώνουν το δημοκρατικό στίγμα στη χώρα μας. Είναι δεδομένο άλλωστε πως οι αλλαγές του εκλογικού νόμου αντιμετωπίζονταν ανέκαθεν εργαλειακά από τις εκάστοτε κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις. Στην ίδια λογική δείχνει να κινείται (και σε αυτό το θέμα) κι ο  ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος 16 μήνες από την ανάληψη της εξουσίας εξακολουθεί να αποφεύγει επιμελώς να αγγίξει το υπάρχον «έκτρωμα» με το μπόνους των 50 εδρών στο πρώτο κόμμα.

Ads

Σε μέρες πολιτικής σταθερότητας…

Ας μην ξεχνάμε βέβαια πως το εν λόγω εκλογικό σύστημα υπήρξε δημιούργημα της κυβέρνησης Σημίτη με εμπνευστή τον Κώστα Σκανδαλίδη και προέβλεπε αρχικά μπόνους 40 εδρών.

Λίγα χρόνια αργότερα ήρθε η κυβέρνηση Καραμανλή κι ο (νυν Πρόεδρος της Δημοκρατίας) Προκόπης Παυλόπουλος για να “εμπλουτίσουν” τη συγκεκριμένη ρύθμιση, αυξάνοντας την πριμοδότηση του πρώτου κόμματος κατά 10 έδρες. Η πολιτική στοιχειοθέτηση αυτών των αλλαγών ήταν κοινή τόσο για το ΠΑΣΟΚ όσο  και για τη ΝΔ: η χώρα είχε ανάγκη ένα εκλογικό σύστημα που θα εξασφάλιζε «σταθερές κυβερνήσεις», προκειμένου να εμπεδωθεί το αίσθημά ασφάλειας κι ευημερίας. Ας εξετάσουμε λοιπόν συνοπτικά που μας οδήγησε αυτή η προσπάθεια διασφάλισης κυβερνητικής σταθερότητας.

Ads
  • Στις εκλογές του Οκτώβρη του 2009, όπου εφαρμόζεται πρώτη φορά το υπερενισχυμένο μπόνους, προκύπτει η κυβέρνηση Παπανδρέου με κοινοβουλευτική πλειοψηφία 160 βουλευτών, η οποία μετά την ψήφιση του πρώτου Μνημονίου αρχίζει να φυλλορροεί κάτω από την έντονη κοινωνική αγανάκτηση. Ως αποτέλεσμα ο Γιώργος Παπανδρέου εξαναγκάζεται  σε παραίτηση για να αντικατασταθεί από το Λουκά Παπαδήμο. Αυτός, έχοντας πλέον τη στήριξη ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και ΛΑΟΣ, περνάει το Φλεβάρη του 2012 το δεύτερο Μνημόνιο, προκαλώντας τεράστιες πολιτικές και κοινωνικές αναταράξεις.

  • Λίγους μήνες αργότερα, το Μάιο του 2012, έχουμε τον “πολιτικό σεισμό”, με τον καταποντισμό των μέχρι πρότινος κυρίαρχων δυνάμεων και την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ  σε αξιωματική αντιπολίτευση. Το μπόνους δε φτάνει για να σταθεί οποιοδήποτε κυβερνητικό σχήμα και ως εκ τούτου διεξάγονται νέες εκλογές τον Ιούνιο, από’όπου προκύπτει η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου (αρχικά με τη στήριξη της ΔΗΜΑΡ του Φώτη Κουβέλη), η οποία βύθισε τη χώρα ακόμη περισσότερο στην ακραία λιτότητα.

  • Φτάνουμε έτσι  στο Γενάρη του 2015 με το ΣΥΡΙΖΑ, έχοντας αναδειχτεί πρώτο κόμμα, να συγκροτεί κυβέρνηση μαζί με τους ΑΝΕΛ υποσχόμενος να βάλει τέλος στις μνημονιακές πολιτικές. Όταν ύστερα από 8 μήνες έρχεται συνθηκολόγηση, η κυβερνητική πλειοψηφία χάνεται κι είναι απαραίτητη η συνδρομή ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και Ποταμιού για να περάσει το τρίτο Μνημόνιο. Αμέσως μετά ο Αλέξης Τσίπρας ζητά την ανανέωση της λαϊκής εντολής, κάτι που επιτυγχάνει στις εκλογές του Σεπτέμβρη, συνεργαζόμενος πάλι με τον Πάνο Καμμένο. Μόνο που η διεύρυνση των πολιτικών λιτότητας καθιστά και τη νέα πλειοψηφία ασταθή, κάτι που αποδείχτηκε εν μέρει και στην πρόσφατη ψηφοφορία με τη διαφοροποίηση της Βασιλικής Κατριβάνου.

Με αυτά λοιπόν τα δεδομένα προκύπτουν εκ των πραγμάτων διάφορα ερωτήματα: από το ισχύον εκλογικό σύστημα έχει πραγματικά ενισχυθεί η πολιτική σταθερότητα στη χώρα; Μήπως αυτό αποτέλεσε κι αποτελεί εργαλείο στα χέρια των δανειστών; Σε τελική ανάλυση, πως είναι δυνατόν το μόνο που παραμένει σταθερό να είναι η διαιώνιση των μνημονιακών πολιτικών;

Είναι σαφές ότι πρόκειται για καταφανή κι επαναλαμβανόμενη επιχείρηση αλλοίωσης της λαϊκής βούλησης, η οποία πρέπει να σταματήσει άμεσα. Πως να γίνει όμως κάτι τέτοιο όταν ακόμη κι ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίας διαχρονικά κι από θέση αρχής ήταν φανατικός υποστηρικτής της απλής αναλογικής, δείχνει πλέον να “τα γυρνάει”, με τον Παναγιώτη Κουρουμπλή να δηλώνει χαρακτηριστικά πως σε τέτοια περίπτωση “η χώρα δε θα κυβερνηθεί”; Όπως όμως αποδεικνύεται πλέον στην πράξη, σήμερα υπάρχουν πολύ πιο θανάσιμοι κίνδυνοι για τη δημοκρατία από την ακυβερνησία.