Πόσα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας μπορεί να κάνει κάποιος για να καταδικαστεί στη συνείδηση των ανθρώπων; Ο Χίτλερ, λόγου χάρη, έσυρε τον κόσμο σ΄ έναν παγκόσμιο πόλεμο, για αυτό και αποτελεί το πλέον ειδεχθές αρνητικό σύμβολο. Δεν συμβαίνει το ίδιο με άλλους ηγέτες οι οποίοι τέλεσαν εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.

Ads

Οι μηχανισμοί προπαγάνδας άλλους τους παρομοίασαν με τον Φύρερ και σε άλλες περιπτώσεις τους «αθώωσαν». Διότι σε μια ένοπλη σύρραξη η κοινή γνώμη πρέπει να πειστεί ότι υπάρχουν μόνον «εμείς οι καλοί», οι νικητές και «οι κακοί, οι εχθροί» που, όπως οι φαρισαίοι, πάντα ηττώνται κατά κράτος. Εύκολα μηνύματα που γρήγορα αποκωδικοποιούνται από το ευρύ κοινό.
 
Η δαιμονοποίηση του εχθρού

Στους πολέμους στην πρώην Γιουγκοσλαβία και στο Ιράκ πολιτικοί ηγέτες στη Δύση και διεθνή Μέσα, κυρίως αμερικανικά, είχαν δαιμονοποιήσει τον Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς και τον Σαντάμ Χουσεϊν, παρομοιάζοντάς τους με τον Χίτλερ.

Αμφότεροι ήταν εθνικιστές ηγέτες που ευθύνονταν για εγκλήματα πολέμου και μαζικές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις χώρες τους, παρότι υπήρξαν στενοί σύμμαχοι της Δύσης από τους οποίους και τροφοδοντούνταν με χημικά όπλα, οπλικά συστήματα, πακτωλούς εκατομμυρίων δολαρίων και άλλα καλούδια.

Ads

Αυτή η «λεπτομέρεια», όμως, πριν ακόμη ξεκινήσουν οι βομβαρδισμοί των συμμάχων, είχε αποσιωπηθεί  σχεδόν από όλα τα ΜΜΕ στη Δύση.

Αμφότεροι αργότερα οδηγήθηκαν στη Δικαιοσύνη, ενώ δυτικοί ηγέτες (Τζορτζ Μπους ο νεότερος, Τόνι Μπλερ, Ντόναλντ Ράμσφελντ, κ.ά.) οι οποίοι ευθύνονταν επίσης για εγκλήματα πολέμου, σύμφωνα με τους επικριτές τους, συνέχισαν ανενόχλητοι το έργο τους.

Το ίδιο είχε συμβεί πριν την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι Times, που έδιναν το στίγμα της αξιοπιστίας του βρετανικού Τύπου, αναφερόμενοι στον Κάιζερ Γουλιέλμο τον Β΄, έγραφαν (15/05/1915): «Πάνω στον [γερμανό] αυτοκράτορα και στους κοντινούς συμβούλους του πρέπει να πέσει, αν είναι δυνατόν, ο κολασμός και όλη η οργή μας».

Μερικούς μήνες νωρίτερα, η Daily Mail (22/09/1914) δημοσίευσαν επιστολή του διάσημου τότε καλλιτέχνη και καθηγητή Καλών Τεχνών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, σερ Ρίτσμοντ, στην οποία ο Κάιζερ χαρακτηριζόταν βάρβαρος, τρελός, εγκληματίας, χασάπης, σύγχρονος Ιούδας στον οποίο «το μόνο τέλος που αξίζει είναι η κρεμάλα».

Στις βρετανικές εφημερίδες οι Γερμανοί στρατιώτες χαρακτηρίζονταν αιμοβόροι, απόγονοι των Ούνων, εγκληματίες που ακρωτηρίαζαν γυναικόπαιδα, που απήγαγαν παιδιά και δεν δίσταζαν να καταστρέψουν τον πολιτισμό. Κι όλα αυτά, όταν μόλις έναν χρόνο πριν τον Μεγάλο Πόλεμο, ο Κάιζερ θεωρούνταν στο Λονδίνο μία από τις πλέον σημαντικές προσωπικότητες της διεθνούς διπλωματίας, φίλος των βασιλικών οικογενειών του Ηνωμένου Βασιλείου και του Βελγίου.

Κάτι ανάλογο συμβαίνει στον πόλεμο της Ουκρανίας. Ο Γιάννης Βαληνάκης, καθηγητής διεθνών σχέσεων και πρώην υφυπουργός Εξωτερικών επί κυβερνήσεως Καραμανλή σε συνέντευξή του στο Open χαρακτήρισε «τρελό» τον Βλαντιμίρ Πούτιν, χαρακτηρισμός που ακούγεται σε συζητήσεις καφενείου, αλλά δεν ανταποκρίνονται στην επιστημονικότητα του λόγου ενός ακαδημαϊκού δασκάλου, ούτε και συμβάλει στην ενημέρωση.

Για να εισπράξει την ερώτηση του ανταποκριτή του καναλιού Θανάση Αυγερινού εάν έχει στην κατοχή του ή διάβασε κάποιο ιατρικό πιστοποιητικό που να τεκμηριώνει ότι ο Ρώσος πρόεδρος πάσχει από μια ψυχιατρική ασθένεια. Με ανάλογο περιεχόμενο, άλλωστε, κάποια δυτικά ΜΜΕ τις πρώτες μέρες της εισβολής επιχείρησαν να αποδώσουν την απόφαση του Πούτιν να εισβάλει στην Ουκρανία σε παρενέργειες του κορονοϊού.

Οι δήθεν ιατρικές προσεγγίσεις για τη στάση του Ρώσου προέδρου θα ήταν άνευ σημασίας εάν δεν εντασσόταν στην απόπειρα δαιμονοποίησης του αντιπάλου προκειμένου να αποσιωπηθούν οι ευθύνες της ημέτερης πλευράς.

Η διαπλοκή δυτικών ηγετών με την Μόσχα

Ο Πούτιν προβάλλεται από δυτικά Μέσα ως ένας αυταρχικός ηγέτης, ένας δικτάτορας, όπως τον χαρακτήρισε ο Αμερικανός πρόεδρος, που δεν σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα στην χώρα του, διώκει και δολοφονεί τους πολιτικούς του αντιπάλους. Ένας εθνικιστής, που διασυνδέεται με ακροδεξιά νεοναζιστικά κινήματα στην Ευρώπη, αδιαφορεί για το Διεθνές Δίκαιο και επιχειρεί να εγκαθιδρύσει μια αυτοκρατορική Ρωσία στα ίχνη της πάλαι ποτέ κραταιάς Σοβιετικής Ένωσης και της τσαρικής αυτοκρατορίας.

Για αυτό εάν νιώσει ότι απειλείται, ενδέχεται να πατήσει το «κόκκινο κουμπί» των πυρηνικών όπλων, όπως αναφέρουν στρατιωτικοί ειδήμονες σε διεθνή Μέσα.

Από το κυρίαρχο αφήγημα, ωστόσο, πολιτικών ηγεσιών στη Δύση με το οποίο κανείς εχέφρων άνθρωπος δεν διαφωνεί, και παρά την κινδυνολογία, απουσιάζουν καίρια στοιχεία, που αποδεικνύουν αν μη τι άλλο την υποκρισία τους. Που δείχνουν πώς τα οικονομικά συμφέροντα τίθενται υπεράνω της πολιτικής και τις «μαύρες τρύπες» ενός πολιτικού συστήματος που για δεκαετίες επέτρεψε την ανάπτυξη σχέσεων που υπερβαίνουν τις αβρότητες της διπλωματίας και φανερώνουν τη διαπλοκή του Ρώσου προέδρου με δυτικούς ηγέτες.

Και δεν αναφέρομαι μόνον στον Ντόναλντ Τραμπ, τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι ή τον Ματέο Σαλβίνι, ο οποίος το 2019 δήλωσε ότι «ο Πούτιν είναι ο καλύτερος ηγέτης σήμερα στη Γη», αλλά σε όλους εκείνους που κατέλαβαν υψηλόβαθμες θέσεις στα «σαλόνια» του Κρεμλίνου και σε ρωσικούς ενεργειακούς κολοσσούς.

Από τον πρώην Γερμανό καγκελάριο, Γκέρχαρντ Σρέντερ, πρόεδρο του εποπτικού συμβουλίου της εταιρίας Nord Stream AG, την οποία κατέχει η ρωσική Gasprom και πρόεδρο του ρωσικού πετρελαϊκού κολοσσού Rosneft, τον φιλανδό πρώην πρωθυπουργό, Έσκο Άχο, μέλος του Δ.Σ. της Sberbank, της μεγαλύτερης ρωσικής τράπεζας μέχρι τον γάλλο πρώην πρωθυπουργό, Φρανσουά Φιγιόν, μέλος του Δ.Σ. του ρωσικού Ομίλου Πετροχημικών Sibur και τους πρώην καγκελάριους της Αυστρίας,  Κρίστιαν Κερν, μέλος του Δ.Σ. του Οργανισμού Ρωσικών Σιδηροδρόμων και Βόλφγκανγκ Σούσελ, μέλος του Δ.Σ. της ρωσικής εταιρίας πετρελαίου Lukoil.

Κάποιοι από αυτούς τους πρώην υψηλόβαθμους ευρωπαίους αξιωματούχους και νυν αδρά αμοιβόμενους λομπίστες έσπευσαν τώρα να παραιτηθούν για «την τιμή των όπλων», ο Σρέντερ παραμένει αγκάθι για τους γερμανούς σοσιαλδημοκράτες, αλλά στις Βρυξέλλες ή στο Βερολίνο ουδέποτε κανείς διερωτήθηκε γιατί και πώς κατέλαβαν αυτές τις θέσεις, βοηθώντας ουσιαστικά στην εδραίωση ενός αυταρχικού καθεστώτος στη Ρωσία.

Κανείς δεν αναζήτησε το «πόθεν έσχες» αυτών των πρώην ηγετών της Δύσης, εντιμότατων φίλων του Πούτιν, ούτε διατυπώνονται σκέψεις για να τους επιβληθούν οικονομικές κυρώσεις ανάλογες με αυτές που έχουν –και πολύ σωστά- επιβληθεί στον Ρομάν Αμπράμοβιτς και σε άλλους ρώσους ολιγάρχες και πολιτικούς της Κρατικής Δούμα.

Απλούστατα διότι ο Σρέντερ και ΣΙΑ ως σύμβουλοι του ρώσου προέδρου μπορεί να έχουν μεγαλύτερες πολιτικές ευθύνες από ότι ο άσημος ρώσος βουλευτής για την αλαζονεία του Πούτιν,  αλλά  οι πρώτοι ανήκουν στην ημέτερη πλευρά και οι όποιες ενστάσεις εναντίον τους πρέπει «να πέσουν στα μαλακά».

Από την άλλη πλευρά, τα δυτικά Μέσα ελάχιστα ασχολούνται με την πραγματική διείσδυση της ναζιστικής ιδεολογίας στην ουκρανική κοινωνία, που υπερβαίνει κατά πολύ, όπως εκτιμούν ανεξάρτητοι οργανισμοί, το 2,15% των ψήφων που συγκέντρωσε ο συνασπισμός των ακροδεξιών κομμάτων στις τελευταίες εκλογές.

Η ένταξη του διαβόητου τάγματος Αζόφ στις ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις, παρότι η πλειοψηφία των μαχητών της είναι ρωσόφωνοι στην περιοχή του Ντονμπάς, και τα εγκλήματα πολέμου που έχουν διαπράξει, σύμφωνα με μαρτυρίες κατοίκων της περιοχής, αποτελούν «κόκκινο πανί» για τους δυτικούς πολιτικούς ηγέτες.

Ένα θέμα που υποβαθμίζεται διότι ενισχύει την ρητορική του Πούτιν περί «αποναζιστοποίησης» της Ουκρανίας. Χαρακτηριστική είναι, άλλωστε, η αντίδραση της ελληνικής κυβέρνησης στις δολοφονίες αμάχων ελλήνων ομογενών στο χωριό Σαρτανά της Μαριούπολης (Πώς οι απώλειες αμάχων εργαλειοποιούνται στον πόλεμο της προπαγάνδας).

Οι ευθύνες του ΝΑΤΟ

Οι πολιτικές ηγεσίες στη Δύση αποσιωπούν, όμως, κάτι σημαντικότερο από την έναρξη αυτής της ένοπλης σύρραξης: τις ευθύνες του ΝΑΤΟ και κυρίως των Ηνωμένων Πολιτειών στη λήψη της απόφασης του ρώσου προέδρου να εισβάλει στην Ουκρανία. Η Ουάσινγκτον «έσπρωξε» την Μόσχα, ή κατ΄ άλλους έδωσε άλλοθι στον Πούτιν για να εισβάλει σε μια τρίτη χώρα.

Σε κάθε περίπτωση, τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ και κυρίως οι Αμερικανοί αρνήθηκαν να συζητήσουν ουσιαστικά τις ανησυχίες της Ρωσίας για τις επιπτώσεις στην εθνική της ασφάλεια εάν η Ουκρανία εντασσόταν στην Βορειοατλαντική Συμμαχία. Και είναι αξιοσημείωτο ότι αμερικανικά κυρίαρχα ΜΜΕ, παρότι ακολουθούν τη γνώριμη τακτική του rally around the flag, αυτή τη φορά έδωσαν χώρο σε αυτές τις ανησυχίες και φιλοξένησαν απόψεις υψηλόβαθμων αμερικανών αξιωματούχων που έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου για την λανθασμένη επεκτατική πολιτική του ΝΑΤΟ.

Η Washington Post (05/03/2014) δημοσίευσε άρθρο του Χένρι Κίσιγκερ, του γνωστού «γερακιού» της αμερικανικής διπλωματίας και κατ΄ άλλους υποστηρικτή της σχολής του ρεαλισμού στις διεθνείς σχέσεις, ενώ το υπερσυντηρητικό κανάλι Fox News μόλις πριν λίγες μέρες πήρε συνέντευξη από τον συνταγματάρχη Ντάγκλας Μακγκρέγκορ, σύμφωνα με τον οποίο ο Πούτιν «μας προειδοποιούσε τουλάχιστον τα τελευταία 15 χρόνια ότι δεν πρόκειται να ανεχθεί αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις ή τους πυραύλους τους στα σύνορά του»  και ότι «εμείς του καταλογίζουμε πράγματα που δεν θέλει να κάνει κατά τη συνηθισμένη μας προσπάθεια να δαιμονοποιήσουμε τον ίδιο και την χώρα του».

Άλλωστε, όπως ανέφερε σχετικό δημοσίευμα του tvxs (Πώς οι ΗΠΑ δημιούργησαν τον Πούτιν) ο Ρώσος πρόεδρος είναι δημιούργημα των Ηνωμένων Πολιτειών. Το 2017 η αμερικανική Μη Κυβερνητική Οργάνωση National Security Archives αποκάλυψε κάτι που αμφισβητούνταν για χρόνια από το αμερικανικό κατεστημένο και τους συμμάχους του, ότι δηλαδή το 1990 ο τότε αμερικανός πρόεδρος, Τζορτζ Μπους ο πρεσβύτερος έδωσε την υπόσχεσή του στον σοβιετικό ομόλογό του, Μιχαήλ Γκορμπατσόφ ότι το ΝΑΤΟ δεν θα επεκταθεί «ούτε μια ίντσα» προς ανατολάς. Το ίδιο επικίνδυνη θεωρούσε την επέκταση αυτή και ο ιδεολογικός αρχιτέκτονας του Ψυχρού Πολέμου, ο Τζορτζ Κέναν, εμπνευστής του δόγματος της ανάσχεσης.

Η παράθεση όλων αυτών των στοιχείων σήμερα, δύο εβδομάδες μετά την έναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία και ενώ οι μάχες μαίνονται, δεν έχει ως στόχο να υπενθυμίσει μόνον τις ευθύνες των πολιτικών ηγεσιών της Δύσης, την υποκρισία τους, τον τρόπο που λειτουργούν οι μηχανισμοί προπαγάνδας και τη συνήθη τακτική των Μέσων να τάσσονται στο πλευρό τους. Ούτε βεβαίως να δικαιολογήσει την επαίσχυντη πράξη του ρώσου προέδρου να οδηγήσει τους ομοεθνείς του και ένα γειτονικό λαό στη δυστυχία, την προσφυγιά και πολλούς στον θάνατο.

Κανείς, άλλωστε, δεν γνωρίζει εάν η ρωσική επιθετικότητα θα είχε αποτραπεί στην περίπτωση που το ΝΑΤΟ κατανοούσε τις ανησυχίες του Πούτιν. Το βέβαιο, όμως, είναι ότι θα του αφαιρούσε κάθε πρόσχημα για να εισβάλει στην Ουκρανία.

Η παράθεση έχει νόημα στο βαθμό που αυτή η πολιτική της σύγκρουσης που επέλεξαν πρώτα η Ουάσινγκτον πολύ πριν την εισβολή και στη συνέχεια η Μόσχα, χωρίς να διαφαίνεται μια διάθεση συμβιβασμού μεταξύ τους, παρότι ηγέτες δυτικών χωρών δηλώνουν κατηγορηματικά ότι δεν πρόκειται να εμπλακούν σ΄ ένα πόλεμο με τη Ρωσία, εξακολουθεί να εφαρμόζεται με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το μέλλον της Ουκρανίας και ολόκληρης της Ευρώπης. Και όπως όλα δείχνουν θα αποτελέσει τη βάση του νέου δόγματος της Δύσης, «του ελεύθερου κόσμου εναντίον αυταρχικών καθεστώτων» όπως χαρακτηρίζεται.

Η διαρκής ενίσχυση των Ουκρανών με εξοπλισμό μπορεί να φαίνεται ως μια κίνηση αλληλεγγύης στο βαθμό που τους ενθαρρύνει να αντισταθούν και να δώσουν τη ζωή τους σε μια προσπάθεια να υπερασπιστούν την πατρίδα τους, αλλά στην πραγματικότητα εξυπηρετεί τα σχέδια των γερακιών του Πενταγώνου, του Στέϊτ Ντιπάρτμεντ και του στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος, που αναμένεται να διογκωθεί σε Ηνωμένες Πολιτείες και Ευρώπη. 100 δισεκατομμύρια ευρώ θα διαθέσει η γερμανική κυβέρνηση για να «αναβαθμίσει τον γερμανικό στρατό».

«Τρίβουν τα χέριά τους» οι πολεμικές βιομηχανίες (Krauss-Maffei Wegmann, Rheinmetall) και οι έμποροι όπλων. Δεδομένου μάλιστα ότι η ρωσική στρατιωτική μηχανή είναι ισχυρότερη, όπως οι πάντες επισημαίνουν, η παροχή στρατιωτικής βοήθειας από την Δύση ενδέχεται να εγκλωβίσει τους Ουκρανούς σε ένα αέναο ανταρτοπόλεμο φθοράς του εχθρού τη στιγμή που είναι δυνατός ένας αξιοπρεπής συμβιβασμός μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας. Αρκεί να παρέμβουν στο διπλωματικό πεδίο οι Ηνωμένες Πολιτείες.

Είδε κανείς μια τέτοια κίνηση, ή έστω πρόθεση διπλωματικής διευθέτησης σε επίπεδο κορυφής; Η απάντηση είναι προφανώς αρνητική, αφήνοντας ερωτηματικά και πολλές υποψίες για τις επιδιώξεις του αμερικανού προέδρου και των πέριξ αυτού δημοκρατικών συμβούλων του. Πέραν τούτου, μια διαρκής εστία πολέμου στην Ευρώπη με εκατομμύρια ουκρανούς πρόσφυγες να αναζητούν σανίδα σωτηρίας σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες θα θέσει ακόμη περισσότερο οικονομικά και στρατιωτικά την Γηραιά Ήπειρο υπό τον έλεγχο των Αμερικανών.

Ό,τι παρακολουθούν όλοι αυτές τις μέρες εκατομμύρια άνθρωποι στις τηλεοπτικές τους οθόνες δεν είναι απλώς ένας πόλεμος ανάμεσα σε μια χώρα-εισβολέα (Ρωσία) και μια άλλη (Ουκρανία) που αμύνεται στον κατακτητή. Είναι ένας πόλεμος ανάμεσα στη Δύση, κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Ρωσία, που διεξάγεται στο έδαφος μιας τρίτης χώρας, όπως ακριβώς γινόταν στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, όταν οι δύο τότε υπερδυνάμεις επέλεγαν να συγκρουστούν στην Κορέα, στο Βιετνάμ, την Αγκόλα, το Ελ Σαλβαδόρ, το Αφγανιστάν, κλπ.

Εάν η διεθνής κοινή γνώμη, κυρίως στην Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας, δεν αντιληφθεί εγκαίρως ποιο είναι το πραγματικό διακύβευμα αυτού του πολέμου, τότε τα χειρότερα έπονται.

* Ο Παύλος Νεράντζης είναι δημοσιογράφος και παραγωγός ντοκιμαντέρ, διδάκτωρ του Τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ και συγγραφέας του υπό έκδοση βιβλίου «Η Αλήθεια βομβαρδίζεται. Τα ΜΜΕ και ο Πόλεμος με το βλέμμα ενός πολεμικού ανταποκριτή. Από τον 19ο έως τον 21ο αιώνα».