Η κοινοβουλευτική πλειοψηφία ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ψήφισε στις 22/5 εν όψει και του «κρίσιμου» ραντεβού στο Eurogroup  στις 24/5, το πολυνομοσχέδιο (έκτασης 7.500 σελίδων)  που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων:
 

Ads

Α).  Τη θεσμοθέτηση δυνατότητας πώλησης των δανείων από τις τράπεζες σε εταιρείες ειδικού σκοπού, το θεσμικό πλαίσιο των οποίων ήδη υπάρχει (ν. 4354/2015). Μέσω της διαδικασίας αυτής το χρηματιστικό κεφάλαιο θα «βάλει» στο χέρι τις ιδιωτικές περιουσίες των πολιτών ή καλύτερα αίρονται σταδιακά πρόνοιες και προστασίες των δανειοληπτών, που αποτελούσαν ανασταλτικό παράγοντα στην αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης των κυριαρχούμενων κοινωνικών τάξεων, αλλά και αποτελούσαν υλικούς όρους μιας σχετικής αυτονομίας των πολιτών. Έχουμε τονίσει αρκετές φορές, ότι ένας βασικός στόχος των μνημονιακών πολιτικών είναι η απαλλοτρίωση της μικροϊδιοκτητικής κοινωνικής δομής, ως βάση του εκτεταμένου ποσοστού αυτοαπασχόλησης υπέρ της μονοπωλιακής συσσώρευσης. Αυτό που οι θεωρητικοί του εκσυγχρονισμού χαρακτηρίζουν ως καπιταλιστικό ανορθολογισμό της ελληνικής οικονομίας ή μιας οικονομίας βασισμένης στην εσωτερική ζήτηση.
 
Β). Τη λειτουργία του υπερταμείου που θα «ρευστοποιήσει» τη δημόσια περιουσία. Ουσιαστικά πρόκειται για τη δημιουργία δομών απαλλοτρίωσης του δημόσιου πλούτου και εκποίησής του, δημιουργίας μιας «νέας αγοράς» στο πλαίσιο της διεθνοποιημένης καπιταλιστικής συσσώρευσης. Η εγχώρια οικονομία δεν θα έχει ούτε τη δυνατότητα, ούτε το δικαίωμα να παράγει.
 
Γ). Αυτόματος κόφτης των δημοσίων δαπανών ή όπως επισήμως  ονομάζεται Αυτόματος Μηχανισμός Προσαρμογής Προϋπολογισμού. Πρόκειται για την αναίρεση την παράκαμψη της κοινοβουλευτικής διαδικασίας, μέσω της αυτοματοποίησης του διορθωτικού μηχανισμού δημοσιονομικής καταστολής. Είναι γνωστό πώς χαρακτηρίζονται τα καθεστώτα, των οποίων η νομοθετική- κοινοβουλευτική λειτουργία, θεωρείται περιττή, τιθέμενη στην πράξη σε αργία. Είναι γνωστή μια κριτική που γινόταν στην αντιφατική οικοδόμηση της Ε.Ε. που προκαλούνταν υποτίθεται από την παράδοση της νομισματικής πολιτικής στην ΕΚΤ και τη διατήρηση της δημοσιονομικής-φορολογικής πολιτικής στα εθνικά κράτη. Τώρα θεσμοποιείται, εσωτερικεύεται και αυτοματοποιείται η μεταφορά και της δημοσιονομικής πολιτικής στους μηχανισμούς που επιβάλλει η Ε.Ε.
 
Δ). Θεσμοποίηση της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, ως ανεξάρτητης αρχής. Ο συνολικός φοροεισπρακτικός μηχανισμός περνά σταδιακά εκτός του ελέγχου της νόμιμης κυβέρνησης και μεταφέρεται στους μηχανισμούς της Ε.Ε. Τη δεκαετία του ’70 σημαντικοί μαρξιστές διανοούμενοι όπως ο Πουλαντζάς, ο Αννιόλι, ο Φεραγιόλι κ.α. ανέλυαν την τάση μετάλλαξης της αστικής δημοκρατίας σε μια συγκεντρωτική κατεύθυνση-μηχανισμό, στεγανοποιημένο από τις λαϊκές αντιδράσεις και καταγραφές, υπό την καθοδήγηση και στην υπηρεσία του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Σαράντα χρόνια μετά η αντιδημοκρατική κίνηση του διεθνοποιημένου καπιταλισμού βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη.  
 
Ε). Έμμεσοι φόροι. Άνευ λοιπών σχολίων.
 Μετάλλαξη και υποκρισία
 
Δεν θα σχολιάσουμε τα προφανή. Δηλαδή τη μνημονιακή μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ και την υποκρισία της δήθεν αντιπολίτευσης. Αυτά είναι δεδομένα και άνευ πλέον ενδιαφέροντος. Ένα κακόγουστο και κακοπαιγμένο εργάκι, για τηλεπολίτες- τηλεοπτικούς καταναλωτές  επιπέδου βιντεοταινίας δεκαετίας ’80. Αυτή είναι η άποψη των μνημονιακών κομμάτων για τους Έλληνες πολίτες. Αν κατά τη γνώμη μου κάτι έχει σημασία είναι τι ακριβώς σηματοδοτούν αυτά τα μέτρα σε σχέση με την Ευρωζώνη- Ε.Ε., την Ελλάδα εντός αυτής και κατ’ επέκταση ποιά είναι τα πραγματικά επίδικα της συγκυρίας.

Τα μέτρα αυτά, που δεν αποτελούν πρωτοτυπία για την Ελλάδα – απλά εδώ εφαρμόζονται με αυξημένη ένταση και αποικιακού τύπου προκλητικότητα (Δεν θα σας πούμε εμείς τι θα κάνετε με το Πουέρτο Ρίκο, φέρεται να είχε πει για την περίπτωση της Ελλάδας ο Σόιμπλε απευθυνόμενος σε εκπρόσωπο της κυβέρνησης των ΗΠΑ, το «δύσκολο» καλοκαίρι 2015) – είναι μέρος της συνολικής εξελικτικής κίνησης της Ε.Ε. από ένα επίπεδο διακυβερνητικής-διακρατικής σε ένα επίπεδο ομοσπονδιακής λειτουργίας. Η διαδικασία αυτή μόνον νεοφιλελεύθερη υπεριμπεριαλιστικού χαρακτήρα μπορεί να είναι. Σε συνθήκες ενός εκμεταλλευτικού κοινωνικού συστήματος, όπως ο καπιταλισμός και διεθνοποιημένων-απελευθερωμένων αγορών, η ισοτιμία των εθνών και των κρατών  είναι αδύνατο να επιτευχθεί[1]. Η Ε.Ε. μετεξελίσσεται ραγδαία στην ομοσπονδιακή πολιτική δομή της δικτατορίας του χρηματιστικού κεφαλαίου. Στο πλαίσιο αυτό κατακτήσεις και στοιχεία κοινωνικής δημοκρατίας που είχαν εγγραφεί σταδιακά στους δυτικοευρωπαϊκούς κοινωνικούς σχηματισμούς ως αποτέλεσμα του μεταπολεμικού εσωτερικού και διεθνοπολιτικού συσχετισμού αίρονται με γρήγορους ρυθμούς.
 
Δύο επισημάνσεις και ένα  συμπέρασμα
 
Η αστική τάξη της χώρας είναι πλήρως και οργανικά ενταγμένη στους υλικούς και ιδεολογικούς μηχανισμούς  των διεθνών πιστωτών. Γι’ αυτό και δεν εμφανίζεται συλλογικό υποκείμενο, είτε στο κοινωνικό, είτε στο πολιτικό επίπεδο από την πλευρά της αστικής τάξης που να διεκδικεί έξοδο από την Ε.Ε. Άλλωστε ουδέποτε υπήρξε εθνική αστική τάξη στη χώρα, μετά την ήττα και την καταστροφή του 1922. Ήταν πάντοτε κομπραδόρικη και μεταπρατική[2].  Τούτο καθόλου δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξε αναπτυγμένος μονοπωλιακός καπιταλισμός στην Ελλάδα, με την ιδιαιτερότητα βεβαίως των διευρυμένων και οργανικά ενταγμένων στον κυρίαρχο καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής μορφών απλής εμπορευματικής παραγωγής και διάσπαρτης μικροϊδιοκτητικής δομής. Κάτι άλλωστε που αντανακλάται και στην δομή απασχόλησης στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό.

Ο ΣΥΡΙΖΑ λόγω ιδεολογικο-πολιτικής προέλευσης των κυρίαρχων ομαδοποιήσεών του (ευρωκομμουνιστική-ανανεωτική αριστερά, προεδρική πλειοψηφία, 53- κλπ), αλλά και ραγδαίας κρατικοποίησής του είναι οργανικό κόμμα της Ε.Ε. Αποτελεί δηλαδή έναν ιδεολογικό (και υλικό ως κράτος) μηχανισμό εσωτερίκευσης της ιμπεριαλιαστικής εξάρτησης της χώρας. Αυτός είναι και ένας βασικός λόγος που δεν καταγράφονται συλλογικές εσωκομματικές αντιδράσεις από τον Σεπτέμβριο 2015 και μετά, παρά μόνον ατομικές διαφοροποιήσεις[3].

Ads

 Από τις δύο ανωτέρω επισημάνσεις, προκύπτει ένα συμπέρασμα. Η πάλη απέναντι στα μνημόνια και τον νεοφιλελευθερισμό, είναι πάλη απέναντι στους μηχανισμούς του (υπερ)ιμπεριαλισμού, όπως συγκεκριμένα εσωτερικεύεται και αρθρώνεται με την εγχώρια αστική τάξη, διαμορφώνοντας το εξαρτημένο καπιταλιστικό κράτος, είναι πάλη για την αποδέσμευση και έξοδο από την Ε.Ε. Είναι πάλη για την εθνική ανεξαρτησία. Που μόνον υπόθεση των κυριαρχούμενων κοινωνικών τάξεων μπορεί να είναι. Γιατί αυτές έχουν σε τελική ανάλυση υλικό συμφέρον για τον αγώνα αυτό. Και όταν λέμε υλικό συμφέρον, δεν εννοούμε μια σοσιαλδημοκρατικού τύπου γραμμή αντι-λιτότητας, όπως διατυπώνεται, ούτε μια επιστροφή σ’ έναν μαζικοδημοκρατικό καταναλωτισμό, υιοθετώντας τον όρο του Παναγιώτη Κονδύλη. Δεν υπάρχουν οι υλικοί όροι πια για κάτι τέτοιο. Η κυρίαρχη κίνηση του διεθνοποιημένου καπιταλισμού είναι ριζικά διαφορετική. Ο αγώνας  είναι για εθνική ανεξαρτησία-λαϊκή κυριαρχία-κοινωνική απελευθέρωση, σ’ ένα όμως πλαίσιο έντονων και οξύτατων γεωοικονομικών και διεθνοπολιτικών συγκρούσεων, που πρέπει υποχρεωτικά να λαμβάνονται υπ’ όψιν, όχι για φόβο, αλλά για προετοιμασία. Τώρα αν αυτό θυμίζει κάτι από το παρελθόν, τι να κάνουμε…    
 

[1] Στο ιδρυτικό συνέδριο της ενιαιοποίησης του ΣΥΡΙΖΑ, τον Ιούλιο 2013, μια ομάδα συντρόφων από το Νέο Αγωνιστή (και μελών της απερχόμενης Κ.Ε. του τότε ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ) είχαμε προτείνει μια προσθήκη στο κείμενο θέσεων (Μέρος Β΄) για την Ε.Ε. με ανάλογο περιεχόμενο. Η συγκεκριμένη προσθήκη, μαζί με όλο το Μέρος Β΄ που αφορούσε θέματα εξωτερικής πολιτικής, μολονότι αποτελούσαν οργανικό (και δημοσιευμένο στον κομματικό τύπο) μέρος του προσυνεδριακού διαλόγου, ουδέποτε συζητήθηκαν, ούτε τέθηκαν σε ψηφοφορία, στο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, με ευθύνη της γραφειοκρατίας του κόμματος. Για την ιστορία και μόνον.

[2] Η αναζήτηση άλλωστε «εθνικής» αστικής τάξης από την ελληνική αριστερά πληρώθηκε με έναν Λίβανο, μια Καζέρτα και τη μετατροπή της αριστεράς σε μια παράταξη μαρτύρων, που δημιούργησαν με τους αγώνες τους για εθνική ανεξαρτησία, δημοκρατία και κοινωνική δικαιοσύνη κατά τη μετεμφυλιακή περίοδο το ηθικό πλεονέκτημα της αριστεράς, το οποίο όμως καταναλώθηκε ήδη από τη δεκαετία του ’80. Άλλο η κίνηση των μαζών και της ιστορίας και άλλο η επικοινωνιακή ερμηνεία από τον γραφειοκρατικό μηχανισμό της λεγόμενης «Πρώτη φορά Αριστερά». Τα μη αυθεντικά προϊόντα, τόσο στο εμπόριο, όσο και στην πολιτική, δεν αντέχουν στο χρόνο. Είτε αποσύρονται, είτε παραμένουν ως όνομα και μεταμορφώνονται.     

[3] Η επιστολή παραίτησης της βουλευτού Β. Κατριβάνου, είναι χαρακτηριστική της ανεπάρκειας ενός μονοδιάστατου αντινεοφιλελεύθερου πλαισίου, χωρίς την κυρίαρχη – κατά την άποψή μας – αντιιμπεριαλιστική (και ειδικότερα αντι-ΕΕ) διάσταση που πρέπει να έχει ο πολιτικός αγώνας των υποτελών τάξεων σε μια χώρα κυρίαρχη (;)-κυριαρχούμενη, όπως η Ελλάδα. Η αντινεοφιλελεύθερη γραμμή, όταν δεν είναι ενταγμένη σε μια αντιιμπεριαλιστική προοπτική, είναι στην καλύτερη περίπτωση ένας (πολύ ή λιγότερο μαχητικός) συνδικαλιστικός αγώνας. Αυτό είναι το απώτατο όριο του. Γι’ αυτό και δεν είναι – ούτε καν νοητή – μια εναλλακτική, όπως αναφέρει η βουλευτής στην επιστολή παραίτησής της. Και το μόνο πια που απομένει είναι μια ειλικρινής ατομική επιλογή. Για την επιστολή της Β. Κατριβάνου, βλ.  https://left.gr/news/epistoli-paraitisis-tis-vasilikis-katrivanoy πρόσβαση στις 23-5-2016.
Μια αντίστοιχη γραμμή διαπνέει και τα στελέχη της κίνησης των λεγόμενων 53 που αποχώρησαν από τον ΣΥΡΙΖΑ το καλοκαίρι του 2015, όπως αποτυπώνεται στο συλλογικό Λάσκος Χ. – Παπαδάτος Αναγνωστόπουλος Δ., (επιμ.), Το ΟΧΙ που έγινε ΝΑΙ, εκδ. ΚΨΜ, 2016.