Οι αλλεπάληλες υποθέσεις σοβαρών εγκλημάτων που τα τελευταία χρόνια (και πριν ακόμα από την κρίση) απασχολούν κατά περίπτωση τη δημοσιότητα, την ποινική δικαιοσύνη και το Κοινοβούλιο, επιβεβαιώνουν την εκτεταμένη παρουσία στη χώρα παράνομων συμφερόντων: είτε με μορφή τυπικής οργάνωσης, είτε με μορφή χαλαρών σχέσεων μόνιμου ή συμπτωματικού χαρακτήρα ως προς συγκεκριμενους δράστες, είτε με μορφή δικτύων, είτε με άλλες μορφές. Αυτές οι  ομαδώσεις φέρονται να έχουν ή διαπιστωμένα έχουν ως δράστες, άτομα από όλο το φάσμα των μεσοαστικών στρωμάτων και απο μέρος της πολιτικής και αστικής τάξης της χώρας, που εμπλέκονται και με τον κρατικό μηχανισμό ή τα θεσμικά κέντρα λήψης αποφάσεων.

Ads

Κοινό χαρακτηριστικό τους είναι η αποκόμιση οικονομικού ωφέλους ή εξουσίας που παρπέμπει σε οικονομικό όφελος. Η ποικιλία του  αντικειμένου δράσης τους τις εντάσσει άλλοτε στον κοινό υπόκοσμο και άλλοτε στις λεγόμενες ομάδες πολιτικής ή οικονομικής εξουσίας, αλλά δεν μεταβάλλει το γεγονός, ότι τα φαινόμενα αυτά σε πολλές περιπτώσεις αντιστοιχούν σε τυπολογίες οργανωμένου εγκλήματος, παρότι συχνά η δράση τους υπερβαίνει ή υπολείπεται των τυπικών προϋποθέσεων, που ο σχετικός νόμος ορίζει για να υπαχθούν σε αυτόν. Τέλος, το γεγονός ότι η διάρκεια δράσης  κάποιων από αυτές τις ομαδώσεις εκτείνεναι σε πολλές περιπτώσεις σε απροσδιόριστο χρόνο στο παρελθόν, και ότι η εξάρθρωση κάποιων από αυτές δεν αλλάζει το εύρος διείσδυσης της παρανομίας στον κοινωνικο-οικονομικό ιστό της χώρας, επιβεβαιώνει την ανταγωνιστική λειτουργία τους σε σχέση με μία ιδεατή νομιμότητα και, κυρίως, σε σχέση με αυτό που παλαιότερα ονομάζόταν «κόσμος της εργασίας». Όλα αυτά  οδηγούν σε μια σειρά από διαπιστώσεις, που έχουν σημασία στην προοπτική μιας συνολικής επανατοποθέτησης για την παρανομία που οι παρούσες συνθηκες κατά τη γνώμη μου επιβάλλουν:

1. Τα φαινόμενα αυτά ήταν παράλληλα με την έξαρση της εγκληματικότητας του δρόμου, την οποία  οι κάθε είδους φόβοι του εγκλήματος που καλλιεργήθηκαν όλα τα προηγούμενα χρόνια την κατέστησε σε υπ΄ αριθμόν ένα δημόσιο κίνδυνο. Σήμερα φαίνεται ότι στην πραγματικότητα η εγκληματικοτητα του δρόμου απείλησε την κοινωνική συνοχή και το κοινωνικό σύστημα πολύ λιγότερο σε σύγκριση με την απειλή που τελικά συνιστά το οικονομικό- οργανωμένο έγκλημα των ισχυρων ομάδων εξουσίας.

Προκύπτει έτσι, ότι η νομιμοτητα και η παρανομία συμβίωνουν αρμονικά αν όχι λειτουργικά το ένα προς το άλλο, ειδικά σε περιόδους κοινωνικών και οικονομικών μετασχηματισμών. Επιπλέον, το ένα είναι συπληρωματικό του άλλου με την έννοια ότι το «κοινό» οργανωμένο και το σοβαρό οικονομικό έγκλημα (κάθε μορφής) δεν μπορούν να αναπτυχθούν αυτόνομα και αυτοτελώς, δηλαδή, χωρίς τη συνδρομή μιας μερίδας ‘elite-υποκόσμου’ (δηλαδή εκεινων των «ομάδων καθρέφτη» ή αχυρανθρώπων, που κάνουν τη «βρώμικη δουλειά» νομιμοποιώντας, προστατεύοντας ή μεταφέροντας παράνομο χρήμα, προϊόντα ή αποπροσανατολίζοντας τις έρευνες κλπ). Σε πολλές περιπτώσεις έχει αποδειχθεί –στην Ελλάδα, αλλά και αλλού– ότι σε ένα κατώτερο επίπεδο και στην εξωτερική περίμετρο τέτοιων εκληματικών υπο-συστημάτων συνδράμει  και ένα μέρος του παραδοσιακού υποκόσμου.

Ads

2. Τυπικό μέσον της δράσης τέτοιων ομαδώσεων συνιστά η διαφθορά: η διαφθορά δεν αποτελεί παθολογικό σύμπτωμα ενός κακού χαρακτήρα, αλλά διαρθρωτικό εργαλείο ανάπτυξης αφανών μηχανισμών παράκαμψης της νομιμότητας που  υπερβαίνει τις προσωπικές ‘αδυναμίες΄οποιουδήποτε. Μέσω και της διαφθοράς συγκροτούνται και στηρίζονται ανταγωνιστικές οικονομίες, εξωθεσμικές συναινέσεις σε ένα πολιτικό σύστημα αλλά και επιλύονται προβλήματα που η ίδια η νομιμότητα δημιουργεί. Τελικά η διαφθορά αποτελεί μία μεθοδολογία συνναλαγής και εξάρτησης της πολιτικής από την οικονομία (με την ευρεία έννοια). Επομένως, η διαφθορά στο δημόσιο τομέα – για την οποία τόσος λόγος έχει γίνει- είναι ένα «τανγκό για δύο»: χωρίς τον ιδιωτικό τομέα, που χρηματοδοτεί διαφθείροντας επειδή ενδιαφέρεται να παρακάμπτει τη νομιμότητα, διαφθορά δεν γίνεται. Επιπλέον, αν και το φαινόμενο έχει διαταξικό χαρακτήρα, συχνά η χρόνια ανάπτυξή της (μέσω της ανοχής) στα χαμηλά και μεσαία κλιμάκια του κρατικού μηχανισμού αποτελεί μία ‘αυθόρμητη’ μέθοδο συγκάλυψης του φαινομένου στα υψηλότερα κλιμάκια (αυτό δεν έχει σχέση με την ποινική ευθύνη των εμπλεκομένων). 

3. Το οργανωμένο έγκλημα στην Ελλάδα, από την εποχή της ληστοκρατίας μέχρι περίπου και στις μέρες μας, αποτελούσε ένα περιθωριακό φαινόμενο και, κατά κανόνα, γινόταν αντιληπτό ως εισαγόμενο. Έτσι, ενώ θεωρούνταν ουσιαστικά ανύπαρκτο ή συμπτωματικό φαινόμενο, στην πραγματικότητα η στατιστική και δικαστική υποεκπροσώπησή του σε σύγκριση με άλλα εγκλήματα οφειλόταν στις δομικές ιδιαίτερότητες του πολιτικού μας συστήματος: οι παράνομες απαιτήσεις κοινωνικών ομάδων ή δικτύων σχέσεων (γιατί αυτό είναι οργανωμένο έγκλημα) μπορούσαν να επιλυθούν μέσα από εξωθεσμικές συναλλαγές με το πολιτικό πελατειακό σύστημα. Σε περιόδους διαρθρωτικών μεταβολών, τα κατώτερα κλιμάκια αυτού του συστήματος περνούσαν στον παραδοσιακό υπόκοσμο και τα ανώτερα παρέμεναν ή μεταπηδούσαν στη νέα νομιμότητα. Η συνθήκη αυτή χαρακτηρίζει την εξέλιξη του πολιτικού μας συστήματος και  επιβίωσε όλων των μεχρι σημερα πολιτικών και κοινωνικών ανατροπών, πολέμων και ειρηνικών αλλαγών. Η διαφορά της Ελλάδας από άλλες περιπτώσεις είναι ότι, εδώ, οι ιδιαίτερότητες του ελληνικού καπιταλισμού δεν επετρεψαν τον κεντρικό έλεγχο της παρανομίας από μεγάλες οργανώσεις και έτσι, η εξωθεσμική συναλλαγή έμεινε διάχυτη και αφανής: Επομένως, αυτό που εμφανίζεται σήμερα να κατακρίνει η κοινωνία και να ανακαλύπτουν «έκπληκτες» οι πολιτικές μας  ελίτ,  δεν αποτελεί παρά μία μεθοδολογία αναπραγωγής των οικονομικών και εξουσιαστικών σχέσεων που έρχεται από παλιά, στο πλάσιο ενός κράτους που εξαρχής το χαρακτηρίζε πάντα ένα έλλειμμα δημοκρατίας σε διάφορα επίπεδα. Όμως σήμερα, στο πλαίσιο της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς, η λειτουργία και η μορφολογία του  παλιού πελατειακού  συστήματος δεν μπορεί πια να εξυπηρετεί τις ανάγκες των νέων οικονομικών ομάδων εξουσίας και έτσι παύει να συγκαλύπτεται ο εγκληματικός χρακτήρας του. Στο πλαίσιο αυτό, κάποιοι «παραδίδονται» στην Δικαιοσύνη. 

Επιπλέον, σε σύγκριση με το παρελθόν, η παρανομία που συνναλλάσσεται με το κράτος δεν αναπτύσσεται προσωποκεντρικά. Οι παράνομες ‘επιχειρήσεις’ δεν εξαρτώνται από πρόσωπα, αλλά από πρακτικές λειτουργίες που επιτελούνται και από τη διασύνδεση αυτών των λειτουργίων, με άλλες στο πλαίσιο ένος παράνομου σχεδίου (πολιτικού ή μη). 

Επομένως, το ζητούμενο σήμερα δεν είναι να καταδικαστει ο Α ή ο Β αστυνομικος, πρώην υπουργός ή στέλεχος του δημόσιου τομέα. Μια τέτοια καταδίκη στη σημερινή συγκυρία προφανώς θα αποκαθιστούσε το λαϊκό αίσθημα περί δικαίου και το  κύρος της Δικαιοσύνης και του Κοινοβουλίου, αλλά λίγα θα προσέφερε στην πρόληψη τέτοιων περιπτώσεων εάν το ζήτημα σταματούσε στα πρόσωπα και τελείωνε με την επιβολή ποινών: Κάθε τέτοια υπόθεση που σχετίζεται με πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικες δομές μπορεί να προληφθεί στο μέλλον μόνον με δύο τρόπους: Ο ένας αφορά την εμφάνιση ανταγωνιστικών πόλων ή δικτύων συμφερόντων που θα εκφράσουν ή μια νέα ανατρεπτική νομιμότητα (όχι αναγκαστικά δημοκρατική) ή ένα πιο σοβαρό και οργανωμένο σύστημα παρανομίας. Η άλλη περίπτωση είναι  η δημόσια νηφάλια αναγνώριση και η αποκάλυψη του δομικού χαρακτήρα που έχουν οι  ‘εγκληματικές’ σχέσεις που στηρίζουν τέτοια φαινόμενα στο πλαίσιο της οικονομίας της ελευθερης αγοράς. Μια τέτοια προσέγγιση περιλαμβάνει την αναγνώριση των ιδιαιτεροτήτων του κοινωνικο-πολιτικού συστήματος στο πλαίσιο μιας παγκόσμιας τάξης πραγμάτων και την ανάπτυξη παρεμβάσεων με ποινικό όσο και εξωποινικό χαρακτήρα, όπως:  

α) Τεκμηριωμένη γνώση των πραγματικών συνθηκών και περιστατικών, συνδεδεμένη με την ιστορική μνήμη (την πρόσφατη και την απώτερη), που υπερβαίνει τις  ‘επίσημες’ ή επικοινωνιακου χαρακτήρα και συστηματικά καλλιεργούμενες αντιλήψεις και στερεότυπα για τη νομιμότητα και την παρανομία, και αναλύει τις πραγματικές και λανθάνουσες λειτουργίες τους για τις συγκεκριμενες κάθε φορά υποθέσεις παρανομίας. Στο πλαίσο αυτό είναι αναγκαία η εμπλοκή του επίσημου συστήματος παραγωγής γνώσης (βλ. ΑΕΙ, ερευνητικά κέντρα) όσο και του συστήματος εκπαιδευσης στη δημόσια διοίκηση και στο ποινικο-κατασταλτικό σύστημα, όπως επίσης και του Ιδρύματος της Βουλής των Ελληνων, μέσα από τη διεύρυνση των δραστηριοτήτων του στην κατεύθυνση της  ιδεολογικής αναπαραγωγής και προστασίας του Κοινοβουλευτισμού.

β) Αναβάθμιση του επιπέδου δικαστικών διερευνήσεων, μέσα από την γενναία αναδιάρθρωση του συστήματος κάθε είδους προδικασίας, τη διεύρυνση και εμπέδωση της δικαστικής αστυνομίας, τη συγκρότηση ενός ουσιαστικού συστήματος προστασίας μαρτύρων, που όμως χωρίς τη διαμόρφωση πεποιθήσεων στους πολλούς, ότι η γνώση και η ομολογία θα έχουν πρακτικό αποτέλεσμα, θα μείνει κενό γράμμα.  

γ) Συνολική επανατοποθέτηση για την αποτελεσματικότητα του συστήματος απονομής δικαιοσύνης, μέσω της επανατοποθέτησης επί των τάσεων που σήμερα προτάσσουν την ποινική αξιολόγηση της εγκληματικής πράξης με βάση το αποτέλεσμα, και όχι σε συνδυασμό και με τα κίνητρα (φυσικών και νομικών προσώπων) και τους όρους υπό τους οποίους διαρφώνονται τα κίνητρα και τις επιδιωξεις. Ετσι π.χ. είναι αναγκαία η αποκάλυψη της λειτουργίας που έχουν οι χρηματικές μεταβιβάσεις για τον πυρήνα ενός παράνομου υποσυστήματος, ώστε να αποκαλυφθούν συγκεκριμένα κοινωνικο-οικονομικά και πολιτικά, ενδεχομένως, συμφέροντα και σχέσεις που στηρίζουν ενα παράνομο υποσύστημα. Αυτό οδηγεί, αφενός στην πλαισίωση του τεχνικού εργαλείου  των  logistics  με τη διεύρυνση της έρευνας όχι ως σύνολο στατιστικών δεδομένων (evidence based policing) αλλά ως επιστημονικής ποιοτικής κοινωνικής έρευνας και, αφετέρου, στην αξιοποίηση των ευρημάτων σε δικαστικό επίπεδο αλλά και σε επίπεδο δημόσιων πολιτικών — όχι στην κατεύθυνση ενός τιμωρητικού συστήματος, αλλά της αποκατάστασης ανισοτήτων εντός και εκτός δημόσιου τομέα.

δ) Αναδιάρθρωση των μηχανισμών «αυτοκάθαρσης», όχι μόνον ως μηχανισμών καταστολής, αλλά ως μηχανισμών εκδημοκρατισμού των πολιτικών, δημόσιων και κρατικών θεσμών: εκδημοκρατισμός στην κατεύθυνση αυτή δεν σημαίνει μόνον έλεγχο και κυρώσεις, όπως η αυτοκάθαρση εώς τώρα επιβάλλει, αλλά και ποιοτική διαφάνεια στην ανάδειξη ιεραρχιών και εξουσιών, εξασφάλιση της αποδοχής του διαφορετικού υπο-πολιτισμού (π.χ. σχέση αγροτικών και αστικών περιοχών), και κυρίως, υπέρβαση της ιδεολογίας του εχθρού και του φίλου και της αμαρτίας και της αρετής στα δημόσια πράγματα. 

Εδώ και χρόνια έχει υποστηριχθεί από μερίδα των εγκληματολόγων, ότι το ποινικό δίκαιο και το σύστημα απονομής δικαιοσύνης βρίσκεται ένα βήμα πίσω από την κοινωνία: αυτή η οπισθοδρόμηση σχετιζεται με τον εκ φύσεως συντηρητικό χαρακτήρα του συστήματος αυτού, αλλά και με αγκυλώσεις και παρασιτισμούς στο ποινικο-κατασταλτικό σύστημα (βλ. π.χ. την πάγια ‘αδυναμία’ να συσταθεί ένα πραγματικό δικαστήριο εποπτείας της εκτέλεσης ποινών, την πάγια ‘αρνηση΄σύστασης δικαστικής αστυνομίας κλπ). Η διαπιστωση αυτή θεμελιώνεται μεταξύ άλλων και στην έμφαση που δίνεται στην καταστολή για το έγκλημα του «δρόμου» σε συνδυασμό με την ανοχή στο έγκλημα του «καλού κόσμου», που με όρους θετικιστικής επικινδυνότητας, είναι το ίδιο επικίνδυνα. Σχετίζεται επίσης και με την αποτυχία του μοντέλου αντεγκληματικής πολιτικής που αντιμετωπίζει το έγκλημα με όρους αναλογιστικών μαθηματικών. 

Σήμερα θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι εάν το κοινό έγκλημα δημιουργεί το φόβο του εγκλήματος, το οικονομικό-οργανωμένο και το κρατικό εταιρικο εγκλημα επιβάλλει μια νέα ηθική, από τη μία απαξίωσης των θεσμών και από την άλλη απαξίωσης της ίδιας της κοινωνίας, ‘τεχνικές’ που λειτουργούν και ως συγκάλυψη. Ας μην ξεχνάμε, ότι όλοι αυτοί, που τώρα βρίσκονται κατηγορούμενοι ή έχουν καταδικαστεί για τέτοιες περιπτωσεις, υπηρξαν «υποδέιγματα» επιχειρηματικότητας, τάξης αλλά και νέου πολιτικού και επαγγελματικού ήθους, φορείς μιας νέας ηθικής που αναπτύχθηκε μέσα από την ενοχοποίηση της δημοκρατίας, της κοινωνίας και της ελευθερίας προς όφελος της δικής τους ασφάλειας: και πέρα από το χλευασμό και τη διαπόμπευση του «κόσμου της εργασίας», το χειρότερο είναι οι πεποιθήσεις που διαμορφώθηκαν σε αυτές τις ομαδώσεις. Επομένως, ξαναγυρίζουμε στα βασικά: η Παιδεία (η κοινωνική και η θεσμική) ως κοινωνικό αγαθό μιας δικαιοκρατικής κοινωνίας  – αυτό δηλαδή που απαξιώθηκε τα προηγούμενα χρόνια– παραμένει ένα κυρίαρχο μέσον κοινωνικής πρόληψης του εγκλήματος και του «δρόμου» και του «καλού κόσμου»: διότι πολίτες είναι και οφείλουν να είναι όλοι, και οι μεγαλοαστοί και οι ζητιάνοι, αν θέλουμε να υπερβούμε την κατάσταση του άγριου και της φυσικής ελευθερίας που η οικονομία της ελεύθερης αγοράς τείνει να επιβάλλει. 

* Η Σοφία Βιδάλη είναι Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Εγκληματολογίας και Αντεγκληματικής Πολιτικής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (Τμήμα Κοινωνικής Διοίκησης)

Πηγή: Rednotebook