«​Σείε! Να σου πω ένα καινούργιο τραγούδι;» Η ανιψούλα, που ξεσκόλισε πια από τον παιδικό σταθμό και καμαρώνει που πάει στο νηπιαγωγείο, ήταν σίγουρη όπως πάντα για την απάντησή μου. «Αμέ! Αμέσως» της λέω, και η Μυρσίνη πιάνει το ρεπερτόριο της Σοφίας Βέμπο: «Αχ Τσιάνο! Σα τρελασώ, Τσιάνο!».

Ads

Και γέλια όμορφα την ώρα που περνάει στο «βρε τον φουκαρά! τον μακαρονά!». Αυτό το «μακαρονά», που της φέρνει στο μυαλουδάκι της οικείες εικόνες, το πιάτο με τη μακαρονάδα, είναι ο πιο γερός κρίκος που τη συνδέει με το τραγούδι. Τ’ άλλα δεν γράφονται βαθιά. Θα χρειαστεί η επανάληψη, τάξη την τάξη, για ν’ αφήσουν τη σφραγίδα τους.

Είναι όμως και του πεζού λόγου η Μυρσινούλα. Και θέλει να με φωτίσει: «Είχαμε πόλεμο, σείε. Με τους Ιταλούς», μου εξηγεί. Για να πεταχτεί η μεγάλη αδερφή, η Βασιλική, να βάλει τα πράγματα στη θέση τους: «Οχι με όλους τους Ιταλούς. Με τον Μπενίτο μόνο».

Της Β΄ Δημοτικού αυτή, μιας τάξης δηλαδή που απαιτεί τσάντα με ρόδες για να μη βασανίζεται η μεσούλα των παιδιών στο κουβάλημα, ξέρει κάτι παραπάνω. Ξέρει δηλαδή κάτι που μπορεί να μην είναι όλη η αλήθεια, βοηθάει όμως να μη βαφτίζονται τα παιδιά στην κολυμπήθρα της αντιπάθειας για έναν λαό ολόκληρο. Οσοι ανησυχούν πως τα παιδιά δεν μαθαίνουν τίποτε για την ιστορία του τόπου, δεν θα ’ταν άσχημο να πάνε κάποια εβδομάδα 28ης Οκτωβρίου ή 25ης Μαρτίου σ’ ένα σχολείο.

Ads

Να δουν από κοντά τον κόπο τον δασκάλων, που πρέπει με λίγες λέξεις, όσο πιο απλές γίνεται, ν’ αναστήσουν έναν κόσμο ολόκληρο: το 1940 ή το 1821. Και ν’ ακούσουν τραγούδια, της Βέμπο ή δημοτικά, που πιθανότατα τα άκουγαν και οι ίδιοι σαν μαθητές, αφού το μυητικό τελετουργικό δεν έχει αλλάξει πολύ. Ισως σκεφτούν τότε πως το σχολείο παίζει τον κύριο ρόλο για το τι πρωτομαθαίνει κανείς, αλλά για το τι θα θυμάται μεγαλώνοντας, για το ποια σχέση δηλαδή θα αποκτήσει με την ιστορία, μετρούν και πολλά άλλα. Δεν φοιτούμε μόνο στο σχολείο. Φοιτούμε και στην οικογένειά μας, στο περιβάλλον μας γενικότερα. Στην τηλεόραση και στο Διαδίκτυο.

Φυσικά και δικαιούμαστε (οφείλουμε μάλλον) να ζητάμε πάντα το καλύτερο και να γκρινιάζουμε. Δεν είναι όμως περιττό να μετράμε και τις ευθύνες μας. Αν, λ.χ., η μοναδική συμβολή της ιδιωτικής τηλεόρασης, στην πολύχρονη ζωή της, είναι η ξανά μανά μετάδοση της «Υπολοχαγού Νατάσσας» ή της «Μαντώς Μαυρογένους», τι ακριβώς δικαιώνει τον εθιμικό κροκοδείλιο κοπετό της για «τη νεολαία που είναι σκράπας στην Ιστορία»;

Πηγή: Καθημερινή