Όταν πρωτοδιάβασα τον «Ανάμιση ντενεκέ» του Γιάννη Μακριδάκη δεν ήξερα τι με συγκίνησε πιο πολύ, η ιστορία του Πέτικα ή το πάθος και ο αγώνας ενός νέου ανθρώπου να κρατήσει ζωντανό ένα ξεχασμένο κομμάτι γης και ιστορίας. Από τότε πέρασαν τριάμιση χρόνια, ήρθαν στα χέρια μου έξι βιβλία του Μακριδάκη και δεκάδες κείμενά του. Ένοιωσα ότι αυτό που αγωνιζόταν να κρατήσει ο Γιάννης ζωντανό, δεν ήταν κομμάτι γης και ιστορίας αλλά ένας τρόπος ζωής και την ελπίδα που κρύβει ο καθένας μας μέσα του.

Ads

Ο Γιάννης Μακριδάκης αποφάσισε να εγκαταλείψει την Αθήνα, όπου βρέθηκε ως φοιτητής στο Μαθηματικό τμήμα και στη συνέχεια εργάστηκε ένα διάστημα διδάσκοντας σε φροντιστήρια και σε ιδιαίτερα μαθήματα. Κατάλαβε νωρίς ότι η ζωή του ήταν πρωτεύουσας σημασίας και διάλεξε να επιστρέψει στο νησί του. Στη Χίο, λοιπόν, ξανά, κατ’ επιλογή άνεργος, αποφάσισε να κάνει αυτό που του έλεγε η ψυχούλα του. Άρχισε να επισκέπτεται τη δημόσια βιβλιοθήκη «Κοραής» και να μελετά εφημερίδες της περιόδου από το 1912 έως το 1940, αλλά και να συνομιλεί με τους γέροντες και τις γερόντισσες στα χωριά της Χίου, πολλά από αυτά σχεδόν και άλλα εντελώς εγκαταλειμμένα, αναζητώντας ποιος ξέρει τι… Αυτό θα πρέπει να σκέφτηκαν και οι «αρχές του τόπου» όταν αποφάσισαν να τον παρακολουθούν, μέχρι και έφοδο έκαναν στο σπίτι του, θεωρώντας μάλλον ότι ήταν κατάσκοπος των Τούρκων… Παρά την «παρακώλυση των αρχών», όλη αυτή η έρευνα, που καταγράφηκε στο βιβλίο «10.516 μέρες της νεότερης ιστορίας της Χίου», τον έφερε πολλές φορές πρόσωπο με πρόσωπο με τον φυγάδα Πέτικα, τον μελλοντικό ήρωα του Ανάμιση ντενεκέ.

Τα παιδιά του «Πελινναίου»

Δεν είχε ποτέ σκεφτεί ότι θα μπορούσε να είναι συγγραφέας. Στο σχολείο οι συγγραφείς που διδαχθήκαμε ήταν τις περισσότερες φορές πεθαμένοι και σχεδόν ποτέ νέοι. Όταν, όμως, μέσω των πολιτιστικών εκδηλώσεων στις οποίες τον καλούσαν ως εκδότης του περιοδικού «Πελινναίο», ήρθε σε επαφή με νέους συγγραφείς, με σάρκα και οστά, αναδύθηκε ως πιθανή η συγγραφή ενός βιβλίου κι από λόγου του και είπε να δώσει στον Πέτικα μια ευκαιρία να ζωντανέψει.

Ads

Αισθάνεται τη συγγραφή των βιβλίων του ως εξέλιξη του «Πελινναίου». Παιδιά της έρευνας στα 14 χρόνια ζωής του περιοδικού είναι όλοι του οι ήρωες. Αλλά και αυτοί που περιμένουν στη μνήμη των λίγων να τους καλέσει να κατοικήσουν τη λήθη των πολλών.

Το αρχείο των μαγνητοφωνήσεών του μοιάζει με την Ποταμιά, ένα εγκαταλελειμμένο χωριό στην ενδοχώρα, στο βορειοδυτικό μέρος της Χίου. Σε μια χαράδρα που στις πλαγιές της χάσκουν ακατοίκητα σπίτια, γερές κατασκευές για να αντέχουν στη φθορά του χρόνου. Μέσα στα σπίτια, σημάδια ζωής σαν να περιμένουν τον συρραφέα τους που θα τα ξανασυνθέσει, που θα ενώσει τις κουκκίδες τους στο χάρτη της Χίου και θα σχηματίσει ιστορίες που θα μιλούν για τη ζωή που ξεχάσαμε.

Η μνήμη του σαν τα πηγάδια του Ροδώνα, ένα υπόγειος κόσμος με καμάρες, επικοινωνεί με το δροσερό νερό της παιδικής του ηλικίας. Με το μάγκανο ανασύρει, ανάμεσα σε σπασμένα λαγήνια, θραύσματα της ζωής που διεκδικεί και μας τα προσφέρει. Μαζί με ένα λάχανο από το μποστάνι του και πορτοκάλια με δίχρωμη σάρκα.

Σαν τον Μάρτη, τον αχώριστο φίλο του, που τσαλαβουτάει στα νερά του Μαλαγκιώτη ποταμού και τρέχει να χαζέψει τα κουλούκια και τα μοσχαράκια του Καλούπη, που δεν τον περιμένει υποχρεωτικό μπανιάρισμα, ούτε χρειάζεται να περιμένει την ώρα της εικοσάλεπτης βόλτας δυο φορές τη μέρα, είναι ελεύθερος. Είναι τόσο χορτάτος από τη μέρα του που, όταν επιστρέφει στο σπίτι, αρκείται να βιγλίζει προς το βουνό Πελινναίο και την απέναντι πλαγιά της Βολισσού.

Στο τζάκι τον ζεσταίνουν τα ξύλα που ξέβρασε το πρωί η θάλασσα και τα ονοματίζει ένα ένα ανάλογα με το πού τα βρήκε. Κι άμα η αλμύρα νικάει τη φωτιά την κερνάει ένα ποτηράκι σούμα για να μας συντροφέψει. Τα χέρια του φανερώνουν ότι δεν ζει γράφοντας, αλλά γράφει αυτά που είναι η ζωή του.

Περνά το χρόνο του μετά τη δύση του ήλιου σκαλίζοντας ειδήσεις στο διαδίκτυο, σχολιάζοντας την επικαιρότητα. Η ζωή τής μεγάλης πόλης δεν του λείπει, άλλωστε τα καλά της πόλης τού τα προσφέρει κι ένα ταξίδι στην κοντινή Σμύρνη, και με το παραπάνω.

Η απώλεια της ζωής

Στα βιβλία του ο Μακριδάκης μας ξεναγεί στη ζωή που κλείσαμε στο κελί ενός καλογέρου, στο θάλαμο ενός ιδρύματος, που ονομάσαμε ξένη και κηρύξαμε παράνομη. Κι αν μοιάζει συχνά να τον εμπνέει ένας θάνατος, από πίσω του κρύβεται η απώλεια αυτού του άλλου τρόπου ζωής, από τα παλιά. Γράφει στην Τελευταία ευκαιρία*: «Πού πήγε αυτή η Ελλάδα, πού πήγε αυτός ο λεβέντης λαός που ο λόγος του ήτανε συμβόλαιο, που έβαζε μια πέτρα πάνω στην άλλη και μένανε κι οι δυο εκεί για αιώνες να ορίζουνε; Πώς καταντήσαμε έτσι εμείς οι νεώτεροι; Πώς μας μετάλλαξε μέσα σε δυο γενιές η θεωρία της ιδιώτευσης και η πρακτική της κατανάλωσης, η ευκολία με την οποία μάθαμε να κατακτούμε το βίο μας; Μα καθώς είχα απομείνει έτσι συνοφρυωμένος και σκεπτικός, μια λάμψη ξαφνικά διαπέρασε τα μάτια μου. Εδώ είναι ακόμα αυτός ο λαός, αυτή η Ελλάδα. (…) Πνέει τα λοίσθια αλλά υπάρχει ακόμα. Το μόνο που έχουμε να κάνουμε εμείς, τα θύματα μιας κατασκευασμένης κρίσης καπιταλισμού, είναι να ξαναβρούμε σύντομα τους τελευταίους εκπροσώπους της και να είμαστε δεκτικοί σ’ αυτά που θα μας δείξουν. Δεν είναι αργά για να το πράξουμε αυτό, είναι όμως η τελευταία μας ευκαιρία για να σωθούμε».

Η ζωή του Μακριδάκη, όπως και τα γραφτά του, είναι μπολιασμένη από την πολιτική. Συμμετέχει σε κινήσεις που προστατεύουν το φυσικό αλλά και το αστικό περιβάλλον του τόπου που ζει και το υπερασπίζονται ενάντια στα «αναπτυξιακά» σχέδια τοπικών αρχόντων και αλλότριων συμφερόντων. Για ένα διάστημα διατήρησε και στήλη σε τοπική εφημερίδα της Χίου. Τα γραφόμενα όμως ενόχλησαν, η διεύθυνση διαχώρισε τη θέση της με μια σημείωση που συνόδευε μόνιμα τα γραφόμενα («η διεύθυνση της εφημερίδας δεν συμφωνεί απαραίτητα με τις απόψεις του αρθρογράφου»), για να ακολουθήσει σημείωση του γράφοντα («ο αρθρογράφος δεν συμφωνεί με τις απόψεις τις εφημερίδας»), που με τη σειρά του διαχώριζε τη θέση του από τη διεύθυνση… Συνδιοργανώνει πεζοπορίες και ποδηλατοπορίες, σε διαδρομές στην ενδοχώρα της Χίου, στα χνάρια των ηρώων των βιβλίων του.

Η σιωπηρή επανάσταση

Πιστεύει πως η επανάσταση θα έρθει επαναστήνοντας το όραμά μας. Ξαναβρίσκοντας τη χαμένη μας ταυτότητα. Όταν πάψουμε να αποδεχόμαστε το ρόλο που μας έμαθαν οι τράπεζες, οι αγορές και οι μεσίτες τους. Όταν πάψουμε να περιμένουμε το μισθό, το δάνειο, την έγκριση τους για να ζήσουμε. Όταν επιλέξουμε και αγωνιστούμε για αυτάρκεια φροντίζοντας τις πραγματικές ανάγκες μας και όχι αυτές που μας δίδαξε η χωρίς όρια και ορίζοντα ανάπτυξη. Εκεί στη Βολισσό της Χίου ο Γιάννης ατενίζει άλλον ορίζοντα. «Με βία και με αίμα δεν γίνεται πλέον», γράφει στην Επανάσταση σήμερα, «διότι από τη μια ο φασισμός της νέας τάξης είναι άνευ προηγουμένου, από την άλλη πάλι δεν μπορεί να επαναστατήσει βίαια ένας άνθρωπος νοικιασμένος επί χρόνια, βολεμένος στην πλασματική του πραγματικότητα, μεταλλαγμένος σε αριθμό μιας διεύθυνσης διαμερίσματος ή ενός αριθμού φορολογικού μητρώου. Ούτε βέβαια ο εξαθλιωμένος μπορεί να σαλπίσει την επανάσταση παρά μόνο το πλιάτσικο. Όσες προσπάθειες βίαιης ανατροπής γίνανε τα τελευταία χρόνια απέτυχαν να φτάσουν ως το τέλος. Η φλόγα της νέας γενιάς τις άναψε, αλλά η φωτιά βρήκε μετά χέρσο χωράφι κι έσβησε. (…) Και τι να κάνουμε λοιπόν; Μα τη σιωπηρή επανάσταση μέσα μας. Την προσωπική μας αλλαγή. Την προσπάθεια κατάκτησης της ισορροπίας. Την επαναμετάλλαξή μας από άτομα σε ανθρώπους. Σε ανθρώπους πιο ελεύθερους από τα δεσμά του πλαστού συστήματος που μας πλασάρει ευζωία και κρίση ανάλογα με τα συμφέροντά του. Να επαναστήσουμε την κατάσταση εξαρχής, να ξαναγυρίσουμε στην παραγωγή χρησιμοποιώντας προς όφελός μας όλα τα επιτεύγματα και τις εξελιγμένες μεθόδους της σύγχρονης ζωής μας».

Από το «1923, μια χρονιά χωρίς Χριστούγεννα» μας στέλνει και την ευχή του για το νέο έτος: «Εύχομαι να είστε καλά και με το νέο έτος να γίνουμε επιτέλους πολίτες και όχι πια υπήκοοι».

Φέτος είναι υποψήφιος για το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος. Νομίζω πιο πολύ θα χαρεί σαν βραβείο ένα ολοστρόγγυλο μπρόκολο από το Μούρκι.

Φεύγοντας από τη Βολισσό, η κόκκινη σημαία έξω από το σπίτι του Γιάννη κυματίζει ζωηρά. Δεν μας αποχαιρετά, μας καλεί.

* Τα κείμενα «Η τελευταία μας ευκαιρία», «Η επανάσταση σήμερα» και «1923, μια χρονιά χωρίς Χριστούγεννα» του Γ. Μακριδάκη, τα οποία αναφέρονται στο κείμενο, δημοσιεύτηκαν τον τελευταίο μήνα στον ιστότοπο του tvxs.

Με λίγες λέξεις
Ο Γιάννης Μακριδάκης ίδρυσε το Κέντρο Χιακών Μελετών Πελινναίο το 1997 και στο πλαίσιο των δράσεών του διηύθυνε το τριμηνιαίο περιοδικό «Πελινναίο» μέχρι το τέλος του 2010, οπότε έπαψε να εκδίδεται έχοντας συμπληρώσει 56 τεύχη. Έχει γράψει τα βιβλία: “Συρματένιοι, ξεσυρματένιοι” όλοι. Χιώτες πρόσφυγες και στρατιώτες στη Μέση Ανατολή: Μαρτυρίες 1941 – 1946» (Κέντρο Χιακών Μελετών «Πελινναίο», 2006 και Εστία 2010), «10.516 μέρες: Ιστορία της νεοελληνικής Χίου 1912 – 1940» (Κέντρο Χιακών Μελετών «Πελινναίο», 2007), «Ανάμισης ντενεκές» (Εστία, Μάιος 2008), «Η δεξιά τσέπη του ράσου» (Εστία, Μάρτιος 2009), «Ήλιος με δόντια» (Εστία, Μάρτιος 2010), «Λαγού μαλλί» (Εστία, Νοέμβριος 2010). «Η άλωση της Κωνσταντίας» (Εστία, Απρίλιος 2011)
Αναμένεται την άνοιξη του 2012 «Το ζουμί του πετεινού» από τις εκδόσεις Εστία.
ΕΠΟΧΗ  

————
Διαβάστε, επίσης, στο tvxs.gr, τη συνέντευξη του Γιάννη Μακριδάκη στην Κρυσταλία Πατούλη:

– Γιάννης Μακριδάκης, o μεταμορφωτής λογοτέχνης