Κάθε πάθος συνορεύει με το χαώδες, αλλά το πάθος του συλλέκτη 
συνορεύει με το χαώδες της μνήμης.
W. Benjamin, Γερμανός Φιλόσοφος

Ads

Η μνήμη της εθνεγερσίας του 1821 αποτελεί ένα αμφιλεγόμενο ακόμη πεδίο καταγραφής της ιστορικής εμπειρίας στη χώρα μας. Ειδικότερα η βιωματική γραφή και μνήμη διαμορφώνει τους όρους ανάδειξης της αφηγηματικότητας ως μιας μάλλον παραμελημένης διάστασης της ευρύτερης ιστορικής εμπειρίας και γνώσης, «εξαιρετικά σημαντικής όμως για τη συγκρότηση του -σσ ατομικού και συλλογικού- εαυτού.» (Σρεντεδάκις, 2012).  Η γραφή αυτή δεν είναι ποτέ ανεξάρτητη από τις ευρύτερες προσωπικές, πολιτικές, και κοινωνικές συντεταγμένες. Πρόκειται για μια διαδικασία που καθορίζεται από υφιστάμενες πολιτισμικά διαθέσιμες μορφές αφήγησης, οι οποίες με ένα τρόπο «επιβάλλουν τη δική τους λογική τόσο των ιστοριών ζωής όσο και του ίδιου του βίου», αναδεικνύοντας τις διαστάσεις της υποκειμενικότητας στη διαλεκτική της σχέση με τη διϋποκειμενικότητα» (ο.π.) 

Η επιστολογραφία, είδος ιδιαίτερο, συνδέει την ατομική προσωπική και κοινωνική διαδρομή με ευρύτερες αφηγήσεις των συλλογικοτήτων, ερμηνεύοντας με τον δικό της τρόπο την ιστορική στιγμή και την ίδια την ιστορία. 

Στα 1939 εκδίδονται στην Αθήνα από την Εταιρεία Ιστορικών Μελετών «τα Απομνημονεύματα  περί της Φιλικής Εταιρείας  του Εμμανουήλ Ξάνθου Εκ των ιδρυτών αυτής». Σε ανυπόγραφο προλογικό σημείωμα, ίσως του Χρ. Μαρορραχίτη που συνέταξε το προηγούμενο, σημειώνεται «ποιος δεν θέλει καταλάβει η δεινότέρα λύπη όταν ακούση ότι ο Ξάνθος ζει εις την Ελλάδα δι’ ελέους; Ποιαν φεύγει καταισχύνην αγνωμοσύνης η πατρίς εις τοιαύτας σκληρότητος εικονας ζώσας;» (σελ. 51).

Ads

Στα Απομνημονεύματα αυτά αίρεται η αδυναμία να πλαισιωθούν ιστορικά τα αυτοβιογραφικά κείμενα, αφού η αναφορά των ημερομηνιών και η παράλληλη καταγραφή των γεγονότων από ιστορικά πονήματα (συνήθως ξεχασμένα από την επίσημη εκδοχή που επικράτησε ως «εθνική») αποτελεί πολύτιμη πηγή, παρά το ενδεχόμενο φίλτρο κάθε συλλέκτη των επιστολών και κάθε εκδότη.

Σε μια επιστολογραφία όπου η ορολογία είναι συχνά συνωμοτική ώστε να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες του εθνικού αγώνα της εποχής και που η πολιτικάντικες προσεγγίσεις κάποιων εκ των πρωταγωνιστών δεν λείπουν, ο  Γρηγόριος Δικαίος, ή Παπαφλέσσας, αναδεικνύεται (πριν αναδειχθεί σε Υπουργό Εσωτερικών) σε πρόσωπο που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αρχή της εξέγερσης σπάζοντας ιεραρχίες και καλούπια:

Αδερφέ Θυμίδη (Ξάνθε) γράφει (και διατηρούμε την ορθογραφία της εποχής) στης 22 Φλεβάρη του 1821 την ίδια ημέρα που Αλέξανδρος Υψηλάντης κήρυξε την έναρξη του Αγώνα στο Ιάσιο της Μολδαβίας (άραγε;  Ή έπαιξαν ρόλο εκ των υστέρων οι ανευθεθείσες επιστολές όχι στο ίδιο το γεγονός αλλά στην «κατοχυρωμένη» ημερομηνία;), «κράζοντας» τους υπεύθυνους για τους «φρονηματισμούς» και τις καθυστερήσεις: Δεν ηξεύρω δια τι περιωρίσθης εις τον ορίζοντα σου, και άλλο δεν ηξεύρεις πλέον παρά να συμβουλεύεις τον Δικαίον να μην ορμά κατά την συνήθειαν του και άλλα κουραφέξαλα. Ο Δικαίος φίλε έκαμεν ως προστάχθη τα δανείσματα έγιναν προς τα σύννεφα εκ μέρους της βροχής. Αυτά βιαζόμενα επολλαπλασιάστηκαν.  Τι θέλεις η ευγένεια σου; Να μην ακουστεί μικρός καν γδούπος; Οι φρόνιμοι πρότερον σκέφτονται ταύτα και ύστερον αποφασίζουν και εις τας αποφάσεις μένουν σταθεροί…/ φίλε ο καιρος παρέρχεται και δεν προσμένει την ιδικήν μου  και ιδικήν σου αργοπορίαν. ../Ενταύθα είναι μέγα βρασμός, καθώς ίσως και άλλοθι δια τον πολλαπλασιασμόν των συννέφων, τα οποία συνωθούμενα αδύνατον να μην δουπήσουν μικρόν ή μέγα, ώστε να φτάσει ο δούπος και προς τους μετοίκους… Λοιπόν φίλε δια τους οικτιρμούς του θεού επιταχύνατε τον σεβαστόν Καλόν, (σσ Υψηλάντη) ότι αν παρέλθει εορτή μία και δεν φανή τα αγκάθια ως σκοτεινιασμένα δύνανται να κεντήσουν τους προθύμους μας ανεπαισθήτως, και τότε η αμαρτία ας ήναι εις τον λαιμόν σας… Εις τα κλουμπιά δεν γίνονται άνδρες ούτε εις τα ταντούρια…(σελ. 144-145)

Την ίδια ημέρα στέλνει επιστολή ως Αρμόδιος (το ψευδώνυμο του) στο Σύνολο της Φιλικής Εταιρείας: Εντιμότατοι Κύριοι! 

…Λοιπόν δια τον Θεόν! Μην αφήνεται να παρέρχεται ο καιρός. Οι τούρκοι ημέραν με την ημέραν υποπτεύονται, και είναι και φόβος, φόβος μεγάλος! Και έχετε να δώσετε λόγο ν, αν δια την άργηταν του προσδωκόμενου Υψηλάντου βιασθώμεν οι έλληνες να πάθωμεν ζημίας, όσας δεν ελπίζομεν…
Ο σος ειλικρινής αδερφός Γρηγόριος Δικαίος (σελ 148).

Έναν ακριβώς μήνα μετά θα ξεκινήσει επισήμως η Επανάσταση: Τέλος συγκεντρώθηκαν και βγήκαν στις 22 Μαρτίου (α) στην Καλαμάτα ο Π. Μαυρομιχάλης , οι Καπετάκηδες , Κουμουνδουράκηδες, ο Π. Μούρτσινος, ο Αναγνωσταράς Ο Νικίτας Σταματελόπουλος,  ο αρχιεπίσκοπος τους Φλέσσας Παπαφλέσσας(Απομνημονεύματα Περί της Ελληνικής Επαναστάσεως του Φωτάκου, Πρώτου Υπασπιστή του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη)  

Προδομένη αρχή που εκ των υστέρων χρεώνεται (χειραγωγιστικά από την ξενοκρατία  βλέπε αναφορά του Πουκεβίλ και δουλοπρεπώς από την ντόπια άρχουσα τάξη) σε άτομο που δεν ήταν καν στην περιοχή (Π. Π. Γερμανό) και στην «βολική» ημερομηνία της 25ης Μαρτίου: Στα 1838 την βολική αυτή ημερομηνία θα την υπογράψει ο κάποτε Γραμματέας του  Υπουργού Δικαίου Γλαράκης που έμεινε στέλεχος στην Καμαρίλα και (σε αντίιυεση με τον μαρτυρικό Δίκαιο-Φλέσσα) «διεσώθη»: 

«Θεωρήσαντες ότι η ημέρα της 25 Μαρτίου, λαμπρά καθ’ εαυτήν εις πάντα Έλληνα διά την εν εαυτή τελουμένην εορτήν του Ευαγγελισμού της Υπεραγίας Θεοτόκου, είναι προσέτι λαμπρά και χαρμόσυνος διά την κατ’ αυτήν την ημέραν έναρξιν του υπέρ της ανεξαρτησίας αγώνος του Ελληνικού Εθνους, καθιερούμεν την ημέραν ταύτην εις το διηνεκές ως ημέραν ΕΘΝΙΚΗΣ ΕΟΡΤΗΣ».

Εν Αθήναις τη 15η Μαρτίου 1838
ΟΘΩΝ
Ο επί των εκκλησιαστικών κτλ.
Γραμματεύς της Επικρατείας
Γ. ΓΛΑΡΑΚΗΣ
 

ΕΝΑΣ ΠΡΟΔΟΤΗΣ ΣΤΑ ΜΕΤΡΑ ΜΑΣ
«Η μνήμη δεν είναι μόνο το αποτύπωμα του παρελθόντος πάνω μας. Είναι αυτό που φυλάει ό,τι είναι σημαντικό για τις πιο βαθιές ελπίδες και τους πιο βαθιούς φόβους μας.»
R. May, Αμερικανός ψυχολόγος

Ήδη από τις αρχές του σωτήριου έτους 1821 και κατά την  Μυστική Συνάντηση του Παπαφλέσσα  με Πρόκριτους και Αρχιερείς στη Βοστίτσα (Αίγιο, 26-30 Ιανουαρίου 1821) διαπιστώθηκε πλήρης διάσταση απόψεων ανάμεσα στον ενθουσιώδη Απόστολο της Φιλικής και τους διστακτικούς  Προκρίτους και Αρχιερείς. Σε αυτή τη συνάντηση ειπώθηκαν τα παράκάτω:.
Σωτήρης Χαραλάμπης, (προεστός):

«…Μα εμείς εδώ, αφού ξεκάνουμε τους Τούρκους, τι θ’ απογίνουμε; Ποιον θα έχουμε ανώτερο; Ο ραγιάς, άμα πάρει άρματα, δεν θα μας ακούει πια. Και τότε θα πέσουμε στα χέρια εκείνων που δεν μπορούν να κρατήσουν πιρούνι να φάνε»

Παπαφλέσσας: «Για ακούτε δω, η Επανάσταση είτε το θέτε, είτε όχι θα γίνει! Πάρτε το απόφαση. Αν εσείς γυρεύετε να την εμποδίσετε, εγώ πήρα προσταγή από την Αρχή να ξεσηκώσω τον κοσμάκη και να την κάνω. Και τότε όποιον βρουν ξαρμάτωτο οι Τούρκοι ας τον κόψουν!»

Βέβαια για την απελευθέρωση (και παρά τα παιχνίδια και τις χειραγωγήσεις) θα χρειαστούν να συνενωθούν ευρύτερες δυνάμεις, από την διανόηση των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών και των Φαναριωτών, ως τα πλατειά λαϊκά στρώματα αυτών που δεν είχαν πιρούνι να φάνε, τα οποία και θα σηκώσουν το μεγαλύτερο βάρος όσον αφορά τον άμεσο φόρο αίματος.

Σε σχέση όμως με την εκδοχή που επικράτησε η όμως του απόντα και φυτευτού Παλαιών Πατρών Γερμανού (και εν αντιθέσει η λήθη στο πρόσωπο του Καρατζά, του αληθινού μάρτυρα της πατρίδας από την Πάτρα) είναι χαρακτηριστική και φέρνει στο νου εκείνη την φράση του Μαρορραχίτη «ποιαν καταισχύνην αγνωμοσύνης η πατρίς»: 

«Όθεν οι μεν Πελοποννήσιοι έμειναν εν αμηχανία περί του πρακτέου, βλέποντες το παράκαιρον και ανέτοιμον· ο δε Δικαίος, άνθρωπος απατεών και εξωλέστατος, περί μηδενός άλλου φροντίζων ειμή τίνι τρόπω να ερεθίση την ταραχήν του Έθνους, δια να πλουτίση εκ των αρπαγών, τους εβεβαίωνεν, ότι είναι τα πάντα έτοιμα.»

(σσ Ο Καρατζάς, αυτός που σηκώνει το λάβαρο της Επανάστασης -με Ιερέα τον Ήλιο όχι τον Μητροπολίτη- στο Πατρινό Κάστρο στης 21 Μάρτη αναγκάζοντας τους παραδουνάβιους να βιασθούν επιτέλους, μεγαλομάρτυρας του προδομένου 21, ξεχάστηκε γιατί ως  πολύ έντιμος κι απροσκύνητος είχε άλλωστε κακό Τέλος ως συνήθως από «συνέλληνες» (Αχαιούς Κοτζαμπάσηδες…) και μόνο η μαρτυρία ξεχασμένων Δημοτικών μένει για να κάνει ρωγμές στην επίσημη Μνήμη… 

 «Τρεις περδικούλες κάθουνταν στης Κούκουρης τη ράχι
Η μια τηράει τα πέλαγα κι’ η άλλη κατά την Πάτρα
Κι’ η τρίτη η καλύτερη μοιρολογάει και λέει:
Θε μου ο Καρατζάς τί γίνηκε,αυτός ο καπετάνιος;
Μάϊδε στην Πάτρα φαίνεται μάϊδε στο Σαραβάλι
Μάς είπαν πως τον σκότωσαν μεσ’του Ομπλού την πόρταν».

 (Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, Τόμος A΄ & Β΄, Σπυρίδων Τρικούπη, σελ. 84) 

Ενώ ο ιστορικός G. Finlay, που έζησε τα συμβάντα που έγιναν αρχές Μάρτη 1821 και που σχετίζονται με τον Αρχιεπίσκοπο Π. Πατρών Γερμανό, και τους προκρίτους της Πάτρας και  γειτονικών περιοχών αναφέρει: «Η αλήθεια όμως είναι ότι ο λαός εμψυχωμένος από τους Φιλικούς αψήφησε τον κίνδυνο και πήρε τα όπλα ενώ οι άρχοντές του καιροσκοπούσαν». Αξίζει να δούμε όμως μερικές μόνο από τις αναφορές όχι αριστερών αλλά πεφωτισμένων Ελλήνων αστών:

“Ψευδής είναι η εν Ελλάδι επικρατούσα ιδέα, ότι εν τη μονή της Αγ. Λαύρας ανυψώθη κατά το πρώτον η σημαία της Ελληνικής Επαναστάσεως … (Σπ. Τρικούπης :  “Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως”, τ. Α΄, σ.312, εκδ. Β΄). Ενώ ο καθηγητής Απ. Β. Δασκαλάκης λέει: “ουδέν επαναστατικόν γεγονός εσημειώθη εν τη Μονή της Αγίας Λαύρας. Κατά την 25ην Μαρτίου ουδείς ευρίσκετο εν Λαύρα …” Τέλος ο Ι. Φιλήμων αποκαλεί τον μύθο της Λαύρας “ψεύδος παχυλόν” (“Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρείας”, τ.Γ΄, σ.22-1834). 

Γύρω στα 1840, κοινωνικές ομάδες, πρόκριτοι και το ανώτερο ιερατείο παραποιούν τα γεγονότα και αρχίζουν να πλάθουν το θρύλο της Αγίας Λαύρας. Γιατί όμως συμβαίνει αυτό; Ποιες κοινωνικο-πολιτικές δυναμικές αναπτύσσονται στην μεταπελευθερωμένη Αθήνα;

….«Τον Μάρτιον μήνα τα 1839 – η Κυβέρνηση αποφάσισε να γίνεται μια εθνική γιορτή· και την αποφάσισε να γένεται κάθε χρόνο του Βαγγελισμού και να γιορτάζει εκείνη την ημέρα γενικώς το κράτος. Η Κυβέρνηση, κι ο γλάρος Γλαράκης1 εις τα πράματα της Γραμματείας του Εσωτερικού ως κρεατούρα ρούσσικη, αυτές οι γιορτές δεν τους δίνουν χέρι ν’ ακούγονται και θέλησαν εκείνη τη χρονιά και την έσβυσαν· δεν άφησαν να γένει τίποτας. Κάμποσοι άνθρωποι κι όλα τα παιδιά του σκολειού, του Γυμνάσιου, θέλησαν να κάμουν ένα μνημόσυνον όσων σκοτώθηκαν. Προσκάλεσαν πολλούς, προσκάλεσαν κι εμένα. Η εξουσία βγάζει αναντίον μου ότι θα κάμω επανάσταση και θα σκοτώσω εκείνους οπού έγιναν αίτιγοι να χαλάσει η γιορτή και με χιλιάδες τρόπους σώθηκα»…. Μαρτυρία από τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη [Βιβλίο Γ΄ 1833 – 1843, Κεφάλαιο 4 αναφορά στον δεύτερο εορτασμό της επετείου της 25ης Μαρτίου το 1839 ]
Ενώ ο εορτασμός το 1841 ήταν εξαιρετικά επεισοδιακός:….Τότε, τη μέρα του Ευαγγελισμού, δεν ακούσθηκαν οι πρωινοί κανονιοβολισμοί -δείγμα ενδεχομένως της ολιγωρίας και απροθυμίας της διοίκησης. Όπως θα γράψει ένα μήνα αργότερα ένας άλλος από τους πρωταγωνιστές, ο Θεόδωρος Ορφανίδης: “φθάνει η 25 Μαρτίου, η ημέρα καθ’ ην εκδικητικός κεραυνός επέσκηψεν μετά πατάγων κατά της κεφαλής των τυράννων μας” … “και τί γίνεται; τίποτε: μήτε εσπερινή μουσική, μήτε εωθινά άσματα, μήτε πυροβόλων εκπυρσοκροτήσεις”. Οι νεαροί φοιτητές αποφασίζουν τότε να γιορτάσουν εκείνοι με τη λαμπρότητα που της άρμοζε την εθνική επέτειο. Φωταγωγούν έναν κατάλληλο χώρο και παρουσιάζουν στους διαβάτες σειρά συμβολικών εικόνων. Η εικόνα του Κοραή κατέχει κεντρική θέση. Ο αντιμοναρχισμός και οι δημοκρατικές ιδέες του “σοφού γέροντος των Παρισίων” εξηγούν τη συμβολική του εμφάνιση σε έναν τέτοιο εορτασμό. Κάποιες από τις υπόλοιπες εικόνες που είχαν αναρτηθεί στον ίδιο χώρο εκλαμβάνονται από τη διοίκηση ως αντιπολιτευτικές και καταστρέφονται. Επρόκειτο, μεταξύ άλλων, για την εικόνα ενός πλοίου που κλυδωνιζόταν χωρίς πηδάλιο. 

Οι πρωτεργάτες της εκδήλωσης συλλαμβάνονται και παραπέμπονται σε δίκη.

Απόσπασμα από το : «Μύθοι και σύμβολα μιας εθνικής επετείου» Της Χριστίνας Κουλούρη.

Στην πραγματικότητα η καθιέρωση τηςω25ης Μαρτίου αντανακλά την διαπάλη ανάμεσα στο ανερχόμενο κομμάτι της ελληνικής αστικής τάξης (το προοδευτικό κομμάτι της ελληνικής πολιτικής σκηνής εκείνου του ιστορικού πλαισίου) που εμπνευσμένο από την Γαλλική επανάσταση που θέλει να δημιουργήσει τον πολίτη ιδιοκτήτη του τόπου του  διεκδικεί την πραγμάτωση των παρελάσεων από τα λαϊκά στρώματα αμφισβήτησε «κατά πρόσωπο» τη συνταγματική εκτροπή που αργά μα εφιαλτικά πραγματοποιούνταν. Απέναντι τους στεκόταν η αντιδραστική μερίδα που γύρω από τον Όθωνα και για ίδιο συμφέρον προσπαθούσε (από τον πόλεμο εναντίον του Κοραή έως την καθιέρωση του Π. Π. Γερμανού) να ποδηγετήσει το προδομένο 21 και τα οράματά του. Σε τέτοιο βαθμό ώστε να γραφτεί στην Ελληνική Νομαρχία λίγα χρόνια αργότερα η περίφημη σύγκριση μεταξύ παλιών (Τούρκων) και καινούργιων (Ελλήνων και Γερμανών κυρίως) αφεντικών…

Λίγα χρόνια πριν ο Παπαφλέσσας δεν αντιδρά στο έγκλημα στην Μονή Ομπλού. Τρέχει… Σε λίγα χρόνια θα είναι άλλωστε Υπουργός Εσωτερικών. Αλλά δεν θα είναι ούτε και παρόν στην καρικατούρα της δεκαετίας του 1840. Γιατί ακόμη κι όταν «υπούργευε» μέσα του παρέμενε ο ίδιος Γρηγόριος Δικαίος που την κρίσιμη στιγμή λίγα χρόνια αργότερα κι ενώ η Επανάσταση σβήνει, θα ξαναβρεί την σπορά που υπάρχει στις επιστολές των αρχών του 1821 και παραιτούμενος από το αξίωμα θα κατέβει να μαρτυρήσει στο Μανιάκι. Η φιγούρα του Παπαφλέσσα, φιγούρα ιδιαίτερη, εξοραϊστηκε και νομιμοποιήθηκε μεταπελευθερωτικά από ένα κράτος που ήθελε (όπως όλα τα κράτη) να κάνει ιδεολογική χρήση της ιστορίας, ταυτίζοντας μονοσήμαντα στην περίπτωση της Ελλάδας την Εκκλησία (πολυσχιδή στις τάσεις της) με τον απελευθερωτικό Αγώνα. Η Φιγούρα όμως του Παπά Αντάρτη, που θα επαναληφθεί λίγες δεκαετίες αργότερα στα Βουνά της Ελεύθερης Ελλάδας, (συχνά ξεχασμένη -αν και για διαφορετικούς λόγους- από όλες τις μεριές που όμως έχουν κοινό πως κρύβονται πίσω από ιδεολογήματα και δεν ακούν την φωνή της γης που πλάθει και τις γνήσιες ιδεολογίες) δεν έπαψε να στοιχειώνει το συλλογικό φαντασιακό μας… Υπενθυμίζοντας ότι αν η Μνήμη κάθε απελευθερωτικού Αγώνα είναι αμφιλεγόμενη, είναι γιατί είναι τόσο μα τόσο άβολη αλλά και τόσο ελπιδοφόρα…