Συμπληρώνεται σήμερα ένας χρόνος από το δημοψήφισμα του 2015, το όγδοο δημοψήφισμα στην ιστορία του νεοελληνικού κράτους – αλλά το πρώτο και μοναδικό στο οποίο έχουν συμμετάσχει οι περισσότεροι από εμάς, αφού μόνο όσοι είναι πάνω από τα εξήντα πρόλαβαν να πάρουν μέρος στο δημοψήφισμα του 1974 με το οποίο απαλλαγήκαμε από το πολίτευμα της βασιλευομένης δημοκρατίας. Η άβολη αυτή επέτειος, που παρακάτω θα φανεί γιατί τη χαρακτηρίζω έτσι, μού δίνει την αφορμή για μερικές σκόρπιες σκέψεις. Με μεγάλο ενδιαφέρον θα διαβάσω τα σχόλιά σας.

Ads

Η επέτειος του ελληνικού δημοψηφίσματος έχει προσλάβει μιαν απροσδόκητη χροιά επικαιρότητας καθώς πριν από λίγες μέρες είχαμε το βρετανικό δημοψήφισμα για την έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ – και έγιναν πολλοί, εύστοχοι ή όχι, παραλληλισμοί ανάμεσα στις δύο εκλογικές μάχες, ιδίως όταν φάνηκε ότι η νικήτρια πλευρά, του Μπρέξιτ, δεν βιαζόταν καθόλου να κινήσει τη διαδικασία εξόδου από την Ένωση και όταν την εύλογη παραίτηση του Ντέιβιντ Κάμερον ακολούθησαν οι αναπάντεχες παραιτήσεις δυο πρωτοπαλίκαρων της παράταξης που πλειοψήφησε, του Μπόρις Τζόνσον που αρνήθηκε να διεκδικήσει την ηγεσία των Συντηρητικών, και του Νάιτζελ Φαράτζ που εγκατέλειψε την ηγεσία του UKIP για να… αφιερωθεί στην οικογένειά του και στην ιδιωτική του ζωή.

Γράφτηκε λοιπόν, σοβαρά ή αστεία, ότι οι Βρετανοί πολιτικοί πρέπει να δανειστούν τεχνογνωσία από τον Αλέξη Τσίπρα για να μάθουν πώς να μετατρέψουν το Όχι της λαϊκής ετυμηγορίας σε Ναι, έτσι ώστε να μην υλοποιηθεί το βρετανικό Μπρέξιτ. Η θέση αυτή θεωρει δεδομενο πως το περσινό ελληνικό Όχι μετατράπηκε σε Ναι, και με μια πρώτη ματιά τούτο επιβεβαιώνεται. Διότι, ναι μεν δεν εφαρμόστηκε η πρόταση Γιούνκερ (η οποία απορρίφθηκε στο δημοψήφισμα) αλλά ο συμβιβασμός που επιτεύχθηκε περιείχε διαφορετικούς αλλά σε αρκετά σημεία επαχθέστερους όρους.

Η σύγκριση αυτή ωστόσο παραβλέπει ότι η πρόταση Γιούνκερ είχε πολύ περιορισμένο χρονικόν ορίζοντα, λίγων μηνών, ενώ η σημερινή αναμφισβήτητα επώδυνη διευθέτηση είναι πιο μακροπρόθεσμη και αγκαλιάζει πολύ περισσότερα ζητήματα – οπότε, είναι άτοπο να γίνεται σύγκριση με την πρόταση Γιούνκερ, που αν την δεχόταν η ελληνική πλευρά είναι βέβαιο πως μετά τη λήξη της θα δεχόταν τελεσίγραφα να υλοποιήσει και όλα τα άλλα μέτρα.

Ads

Αυτό που χάθηκε με τον περσινό συμβιβασμό μετά το δημοψήφισμα ήταν ότι συνειδητοποιήσαμε ότι έχουμε πολύ λιγότερα περιθώρια δράσης απ’ όσα ελπίζαμε ή νομίζαμε και ότι θα χρειαστεί πόλεμος χαρακωμάτων και όχι επέλαση. Αυτό που κερδήθηκε είναι ότι η ελληνική αριστερή κυβέρνηση έμεινε ζωντανή – η απειλή «θα σας γδάρουμε και θα ανεμίζουμε τα τομάρια σας στους Ποδέμος» δεν υλοποιήθηκε κι έτσι έγινε δυνατή η συγκρότηση αριστερής κυβέρνησης στην Πορτογαλία, η αριστερή στροφή των Άγγλων εργατικών και η άνοδος της εκλογικής καταγραφής των Ποδέμος στην Ισπανία.

Επιπλέον, εικάζεται βάσιμα ότι η σκληρή στάση των εταίρων απέναντι στην Ελλάδα έπληξε την εικόνα της ΕΕ.

Σε κάθε περίπτωση, για τον συμβιβασμό και την υποτιθέμενη μνημονιακή στροφή του ΣΥΡΙΖΑ είναι κατανοητές, ενδεχομένως και απαραίτητες, οι επικρίσεις εξ αριστερών – είναι όμως κωμικές οι κριτικές από άλλες δυνάμεις, που έλεγαν πέρσι τέτοιον καιρό «φέρτε μας οποιαδήποτε συμφωνία, όσο σκληρή και να είναι» και που, όταν κυβερνούσαν τη χώρα δεν στάθηκαν ικανές να κλείσουν την αξιολόγηση που έκλεισε πρόσφατα η σημερινή κυβέρνηση.

Βέβαια, ο σημερινός, ο μεταδημοψηφισματικός (εννιά οι συλλαβές) ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ίδιος με τον ΣΥΡΙΖΑ του πρώτου εξαμήνου του 2015. Το κόμμα διασπάστηκε, περίπου στη μέση στην κορυφή, αν και σε αναλογία 9 προς 1 στους ψηφοφόρους – πολλά στελέχη έφυγαν για να σχηματίσουν τη ΛΑΕ, πολλοί αγωνιστές της βάσης αδρανοποιήθηκαν και αισθάνονται προδομένοι. Ωστόσο, η εξέλιξη αυτή ήταν σχεδόν προδιαγεγραμμένη για όποιον έβλεπε τα πράγματα από κοντά και διαπίστωνε την παντελή έλλειψη όχι συντροφικότητας αλλά και της παραμικρής ψυχικής επαφής ανάμεσα σε «συντρόφους» διαφορετικών τάσεων μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά αυτό το θέμα δεν είναι του παρόντος.

Πάντως, οι σύντροφοι που έφυγαν θεώρησαν ότι εκφράζουν εκείνοι και μόνο το 61.3% του περσινού δημοψηφίσματος (που μάλιστα, εφαρμόζοντας έναν περίεργο αλγόριθμο, το στρογγυλεύουν σε 62% ή και σε 63%). Το πόσο μακριά από την πραγματικότητα είναι αυτός ο ισχυρισμός φάνηκε στις εκλογές του Σεπτεμβρίου, όταν οι διεκδικητές του επιβλητικού 63% εξαερώθηκαν στο 2,95%.

Ούτε είναι σωστό να ερμηνεύεται η περυσινή ψήφος ως ψήφος ενάντια στην ευρωζώνη ή την ΕΕ. Όπως είχα γράψει (και εδώ αλλά και στην Αυγή) πέρυσι τέτοιες μέρες, «Η ψήφος μου την Κυριακή θα εξαρτηθεί αποκλειστικά από το ερώτημα του δημοψηφίσματος: τη συμφωνία που είχε προταθεί από τους θεσμούς. Και δεν θεωρώ, όπως πολύ επικίνδυνα κάνουν πολλοί πολιτικοί της αντιπολίτευσης, ότι την Κυριακή θα ψηφίσουμε αν μένουμε ή όχι στην Ευρώπη, στην ευρωζώνη ή την Ευρωπαϊκή Ένωση: αν ήταν αυτό το ερώτημα, ευθαρσώς θα ψήφιζα Ναι, αφού πιστεύω ότι η παραμονή στην ευρωζώνη (και κατά μείζονα λόγο στην ΕΕ) είναι προς το συμφέρον της χώρας. [Δεν είναι τόσο απλό, αλλά μονολεκτικά θα απαντήσω Ναι].»

Λένε πως ο Φρανσουά Μιτεράν είχε πει ότι τα δημοψηφίσματα έχουν ένα κακό: ότι οι πολίτες ψηφίζουν με γνώμονα όχι το εκάστοτε ερώτημα, αλλά με άλλες σκέψεις, π.χ. για να τιμωρήσουν την κυβέρνηση.

Αυτό δεν είναι αβάσιμο: για παράδειγμα, ο Ντεγκόλ παραιτήθηκε από πρόεδρος το 1969 όταν καταψηφίστηκε (με 52,5%-47,5%) η πρότασή του για… αναδιοργάνωση των αρμοδιοτήτων της Γερουσίας και καθιέρωση περιφερειακής αυτοδιοίκησης. Υποθέτω ότι οι Γάλλοι ψηφοφόροι δεν είχαν μεγάλο καημό για τη Γερουσία – να διαμαρτυρηθούν ήθελαν. Πιο πρόσφατα, στο φετινό ολλανδικό δημοψήφισμα, καταψηφίστηκε η… συμφωνία με την Ουκρανία. Δεν έχουν στις Κάτω Χώρες καημό για τις στέπες της Ανατολής: να στείλουν μήνυμα στην κυβέρνηση ήθελαν. Υποστηρίζω ότι κάτι ανάλογο, αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση, έγινε στο περυσινό ελληνικό δημοψήφισμα: πολύς κόσμος ψήφισε Όχι, όχι τόσο (ή όχι μόνο) για να αντιταχθεί στη συμφωνία Γιούνκερ, αλλά για να αποδοκιμάσει τους παλαιούς πολιτικούς. Κι έτσι, ενώ το Ναι είχε καλές πιθανότητες στις αρχές της εβδομάδας, η ξεδιάντροπη καπηλεία από τα κανάλια και η απληστία των Μενουμευρωπαίων αποτέλεσαν τον κώδωνα του κινδύνου που ανέτρεψε την κατάσταση με τη συγκλονιστική συγκέντρωση της Παρασκευής και το τελικό επιβλητικό εκλογικό αποτέλεσμα.

Άλλοι απορρίπτουν συλλήβδην τα δημοψηφίσματα ως διχαστικά (νομίζω το έγραψε η Ντόρα Μπακογιάννη μετά το βρετανικό αποτέλεσμα) ή ως επίφαση δημοκρατίας (κάπως έτσι η Άννα Διαμαντοπούλου).

Να συμφωνήσουμε ότι μερικά θέματα δεν επιδέχονται απόφαση με δημοψήφισμα ή γενικά με ψηφοφορία: παράδειγμα, τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αν ήταν, ας πούμε, να ψηφίζουν οι τοπικές κοινωνίες για το αν θα δεχτούν πρόσφυγες στον χώρο τους, όλες σχεδόν οι ψηφοφορίες θα έβγαιναν απορριπτικές. Στην Ελβετία, όπου οι πολίτες αποφασίζουν σε καθεστώς άμεσης δημοκρατίας ακόμα και για τις πολιτογραφήσεις αλλοδαπών, οι γυναίκες απέκτησαν δικαίωμα ψήφου πολύ αργότερα από την υπόλοιπη Δυτική Ευρώπη, και μάλιστα στο (μισό) καντόνι του Άπεντσελ Ινερρόντεν μόλις το 1991!

Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι θα απορρίψουμε τα δημοψηφίσματα – για ορισμένα θέματα, όπως η αλλαγή πολιτεύματος ή η ανεξαρτητοποίηση ομόσπονδου κράτους, αποτελούν την καλύτερη ή ίσως τη μοναδική λύση. Ίδιας τάξης ζήτημα μού φαίνεται και η έξοδος από την ΕΕ, ενώ ευχής έργο θα ήταν και η προσχώρηση να είχε περάσει από την ίδια κρησάρα. Το καλό του δημοψηφίσματος είναι ότι έχει μεγάλη νομιμοποιητική ισχύ – πρόσφατα στη Γαλλία έγινε ένα τοπικό δημοψήφισμα με ερώτημα αν θα κατασκευαστεί νέο αεροδρόμιο στα δυτικά, κοντά στη Ναντ, ένα ζήτημα που χρόνιζε και δίχαζε την τοπική κοινωνία εδώ και 40 χρόνια.

Η αμφισβήτηση των δημοψηφισμάτων συνολικά δεν απέχει πολύ από την αμφισβήτηση της λαϊκής ψήφου γενικά -ή και της δημοκρατίας, που θεωρείται από ορισμένους ασύμβατη με τις αγορές στην σημερινή εποχή, όπου η κοινοβουλευτική διαδικασία είναι απελπιστικά δυσκίνητη απέναντι στους τρέιντερ που δρούν με ακαριαία ταχύτητα 24 ώρες το 24ωρο.

Αλλά τότε, δεν πρέπει να απεμπολήσουμε τη δημοκρατία, αλλά να περιορίσουμε τις αγορές.

Περισσότερα άρθρα του Νίκου Σαραντάκου μπορείτε να βρείτε εδώ: sarantakos.wordpress.com