Υπάρχουν πολλοί κίνδυνοι, όταν επιχειρεί να «αναψηλαφήσει» κανείς τόσο ευαίσθητες υποθέσεις, όπως εκείνη του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου: να σου βγει ένα δακρύβρεχτο, επετειακό μνημόσυνο για «τη διάψευση των προσδοκιών του ελληνικού λαού», να καταφύγεις σε επικολυρικές καταγγελίες για «την προδοσία Τσίπρα» ή να ρέπεις προς θεωρίες συνωμοσίας σχετικά με τις πραγματικές σκοπιμότητες των εμπνευστών της προσφυγής στη λαϊκή ετυμηγορία μπροστά στον τότε εκβιασμό των δανειστών. Το πιο δύσκολο (και συνεπώς πιο σπάνιο) είναι να επιχειρήσεις να εξάγεις χρήσιμα, ουσιαστικά συμπεράσματα, όσο τραυματική κι αν είναι η εν λόγω εμπειρία.

Ads

Οι αλλεργίες των Βρυξελλών ξαναχτυπούν

Ίσως μια προσεκτική ματιά στο διεθνές σκηνικό να μας έδινε μια πιο σαφή αίσθηση. Όπως για παράδειγμα οι μετασεισμικές πολιτικές δονήσεις στη Μεγάλη Βρετανία ύστερα από την επικράτηση του Brexit. Εκεί δηλαδή όπου τόσο η χθεσινή παραίτηση του Νάιτζελ Φάρατζ από την ηγεσία του Ukip, όσο κι η αποχώρηση του Μπόρις Τζόνσον από την κούρσα της διεκδίκησης των Συντηρητικών, σε συνδυασμό με τις διαρροές στο διεθνή τύπο των «εκτιμήσεων Μέρκελ» για αποφυγή του Brexit, προετοιμάζουν την επόμενη μεγάλη κωλοτούμπα. Είναι σαφές πως οι πολιτικοί μπροστάρηδες της ακροδεξιάς αλλά και της βρετανικής οικονομικής ελίτ, η οποία τάχθηκε υπέρ της αποχώρησης από την ΕΕ, αντιλήφθηκαν πως δε θα μπορούσαν βραχυπρόθεσμα να διαχειριστούν την πρόσφατη λαϊκή ετυμηγορία.

Κι αυτό προφανώς όχι γιατί δεν μπορούσαν να τηρήσουν τις δεσμεύσεις τους ή επειδή βρέθηκαν ενώπιον ενός βαθιά διχασμένου έθνους. Αντίθετα, το πιθανότερο είναι πως οι συνέπειες της εφαρμογής ενός Brexit, με το ευρύτερο ευρωπαϊκό και διεθνές οικονομικό γίγνεσθαι να κινείται στα όρια (η περίπτωση της Deutche Bank αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα), «μετρήθηκαν» ως εξαιρετικά επικίνδυνες, οπότε υπήρξε συμφωνία να «κοπούν τα αστεία».

Ads

Από την άλλη, το ευρωπαϊκό κατεστημένο αποδεικνύει καθημερινά πως είναι βαθιά αλλεργικό όχι μόνο στη δημοκρατία, αλλά και στη διαφάνεια. Δε χρειάζεται να ψάξει κανείς ιδιαίτερα για να το διαπιστώσει, αφού αρκεί απλά να ασχοληθεί με την (υποτιθέμενη) «κεφαλή» του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, τον Ζαν Κλωντ Γιούνκερ. Την ώρα που ο ίδιος κουνούσε εκνευρισμένος ενώπιον του Ευρωκοινοβουλίου το δάκτυλο στον βρετανικό λαό για το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, δικαστήριο στο Λουξεμβούργο καταδίκαζε τους πληροφοριοδότες για το σκάνδαλο των LuxLeaks, που έχει ως πρωταγωνιστή τον ίδιο τον πρόεδρο της Κομισιόν.

Οι βαθιές πληγές της «αποτροπής» μιας (ακόμη) άτακτης χρεοκοπίας

Δεν είναι καθόλου περίεργο, λοιπόν, που ήταν ο ίδιος άνθρωπος που ανέλαβε να κάνει τη «βρωμοδουλειά» και στην περίπτωση της Ελλάδας το περασμένο καλοκαίρι. Είχε, άλλωστε, προηγουμένως παρουσιαστεί από όλα σχεδόν τα συστημικά ΜΜΕ ως «φιλέλληνας», από την εποχή που ως πρόεδρος του Eurogroup είχε πρωτοστατήσει στην επιβολή των δύο πρώτων μνημονίων.

Κάπως έτσι λοιπόν ο ίδιος μαζί με το Φρανσουά Ολάντ ανέλαβαν μετά το δημοψήφισμα να «συνετίσουν» τον Αλέξη Τσίπρα, προκειμένου να «γλυτώσει» η χώρα (μια ακόμη φορά) την άτακτη χρεοκοπία, την οποία κατά τα θρυλούμενα προετοίμαζε ο Σόιμπλε. Μακάρι να ήταν όμως το πρόβλημα οι τακτικισμοί αλλά και το μοίρασμα των ρόλων του «καλού» και του «κακού» μπάτσου μεταξύ των δανειστών, καθώς η ζημιά στο εσωτερικό της χώρας φαντάζει ανεπανόρθωτη.

Πρώτον, γιατί με βάση τη μετά το δημοψήφισμα πορεία, έχει προκύψει μια βαθιά δυσπιστία των πολιτών (ιδιαίτερα των νέων) απέναντι στους δημοκρατικούς θεσμούς. Κι είναι αυτή ακριβώς δυσπιστία στην οποία επενδύουν «μαύρες πολιτικές δυνάμεις», όπως η Χρυσή Αυγή, προκειμένου να βρουν πρόσφορο έδαφος για τη ρητορική μίσους τους.

Δεύτερον επειδή, με δεδομένο ότι η διαιώνιση της φτώχειας από παλιά και νέα μνημονιακά μέτρα μοιάζει αυτοεκπληρούμενη προφητεία, κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί πού, πώς και με ποιους όρους θα διοχετευθεί η συσσωρευμένη κοινωνική ένταση.

Και τρίτον, γιατί η αλλεργία που διέπει το διευθυντήριο των Βρυξελλών απέναντι στη δημοκρατία έχει χτυπήσει για τα καλά κορυφαίους φορείς το εγχώριου πολιτικού συστήματος, αν κρίνει κανείς από την απέχθεια που δηλώνουν πολλοί για τη διεξαγωγή δημοψηφισμάτων.

Για όλους τους παραπάνω λόγους είναι μάλλον αδύνατο να προβλέψει κανείς τι πολιτική και κοινωνική κατάσταση θα βιώνουμε το επόμενο καλοκαίρι.