Οι γερμανικές εκλογές του Σεπτεμβρίου 2021 ήταν, συγχρόνως, ένα τέλος εποχής και ένα κομβικό σημείο για την επόμενη μέρα στις ευρωπαϊκές υποθέσεις. Η απολύτως αναγκαία συζήτηση για τα μεγάλα ευρωπαϊκά επίδικα στην μετά-Covid εποχή -με την πανδημία να αποτελεί ένα ιστορικό ορόσημο- τέθηκε εκ των πραγμάτων σε αναστολή μέχρι να διαμορφωθεί η εικόνα στο γερμανικό πολιτικό σκηνικό.

Ads

Πλέον, όμως., δεν μπορεί να περιμένει άλλο, καθώς μετά την πανδημία τίποτε δεν είναι πια ίδιο. Πράγματι, τελικά, ήταν η καταστροφική επέλαση ενός μικροσκοπικού -αλλά θανατηφόρου- ιού που κλόνισε τα θεμέλια της ευρωπαϊκής δημοσιονομικής ορθοδοξίας, η οποία φαινόταν τα προηγούμενα χρόνια να είναι χαραγμένη σε γρανίτη. Η Ιστορία διαθέτει, όπως φαίνεται, την αίσθηση της ειρωνείας.

Η θέσπιση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης (NextGenerationEU), παρά τις δυσκολίες στη δημιουργία του και τις σοβαρές ανεπάρκειες στο εύρος κάλυψης και τις διαδικασίες εκταμίευσης- έσπασε το ταμπού της απαγόρευσης ανάληψης χρέους από κοινού από την ΕΕ για λογαριασμό των κρατών-μελών της. Πολύ σημαντικότερη, όμως, ήταν η κίνηση της ΕΕ, ήδη από τις πρώτες εβδομάδες της πανδημίας, να αναστείλει στην ουσία το σύνολο του κανονιστικού πλαισίου που περιγράφει τη λιτότητα και τη δημοσιονομική στενότητα στο όνομα της αρετής και της πειθαρχίας: με την ενεργοποίηση της γενικής ρήτρας διαφυγής των Συνθηκών, το Σύμφωνο Σταθερότητας -ειδικότερα, οι κανόνες του περί δημοσίου χρέους και ελλείμματος- μπήκε στον πάγο.

Μπορεί κανείς να αναρωτηθεί πόσες κρίσεις και, στην περίπτωση της Ελλάδας, πόση δυστυχία θα είχε αποφευχθεί εάν η ΕΕ είχε υιοθετήσει μια ανάλογη στάση και κατά την έκρηξη της κρίσης της ευρωζώνης δέκα χρόνια πριν. Υποθετικό, μεν, το ερώτημα, αλλά όχι άσχετο με τη σημερινή πραγματικότητα. Διότι, αφενός η ευρωζώνη παραμένει εύθραυστη και ευάλωτη σε μια νέα οικονομική κρίση που πιθανότατα θα διαδεχθεί την πανδημία, αφετέρου οι ιέρακες της δημοσιονομικής πειθαρχίας και της λιτότητας κάθε άλλο παρά έχουν πει την τελευταία τους λέξη. To αντίθετο, από την πρώτη στιγμή έδωσαν τη μάχη ώστε να γίνει απολύτως σαφές ότι η χαλάρωση του πλαισίου της λιτότητας ήταν αυστηρά προσωρινή και έκτακτη: μια one-off εξαίρεση που δεν επρόκειτο να επαναληφθεί, σε καμία περίπτωση δεν σηματοδοτούσε αλλαγή στα θεμελιώδη δόγματα της ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης και θα καταργούταν το συντομότερο δυνατό, ώστε να επανέλθει η «κανονικότητα».

Ads

Σε μεγάλο βαθμό, αυτή τη μάχη οι «Φειδωλοί» την έχουν κερδίσει. Πράγματι, στον μηχανισμό του ταμείου Ανάκαμψης έχουν ενσωματωθεί όροι και αιρεσιμότητες που παραπέμπουν στις διαβόητες «αναγκαίες μεταρρυθμίσεις», ενώ η ίδια η ΕΕ επιβεβαιώνει σε κάθε ευκαιρία ότι η ρήτρα διαφυγής θα έχει ισχύ μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2022, πράγμα που αυτόματα βγάζει από το τραπέζι την απλούστερη, ίσως, λύση στο πρόβλημα, δηλαδή, τη συνέχιση της αναστολής του Συμφώνου επ’ αόριστον. Εν τούτοις, έχει παρεισφρήσει στη συζήτηση η παραδοχή ότι η περίφημη επιστροφή στην κανονικότητα δεν μπορεί να είναι, απλά, το κλείσιμο μιας παρένθεσης.

Ότι, με άλλα λόγια, εάν ο χρυσός κανόνας του Συμφώνου -που ορίζει ότι το δημόσιο χρέος ενός κράτους-μέλους δεν επιτρέπεται να υπερβεί το 60% του ΑΕΠ και το δημόσιο έλλειμμα το 3% και ότι, εάν αυτό συμβεί, το εν λόγω κράτος-μέλος οφείλει να πάρει μέτρα «διόρθωσης», ειδάλλως θα αντιμετωπίσει κυρώσεις- ήταν παρωχημένος πριν από την πανδημία, έπειτα από αυτήν είναι απλά αντικείμενο φαντασίας.

Συνεπώς, το Σύμφωνο και, ευρύτερα, οι δημοσιονομικοί κανόνες της ΕΕ οφείλουν να αναθεωρηθούν, διαφορετικά θα χαθούν τα όποια θετικά στοιχεία του Ταμείου Ανάκαμψης, καθώς οι εθνικές κυβερνήσεις θα αναγκαστούν να μπουν εκ νέου σε καθεστώς σκληρής λιτότητας, έχοντας προηγουμένως εφαρμόσει πολιτικές πρωτοφανούς δημοσιονομικής υποστήριξης καθ’ όλη τη διάρκεια των αλλεπάλληλων lockdown. Μια νέα κρίση εντός της ΕΕ θα είναι αναπόφευκτη και θα επιταχύνει την πορεία παρακμής, αν  δεν αποδειχθεί καταλύτης διαλυτικών εξελίξεων. Αυτή η παραδοχή δεν ήταν διόλου αυτονόητη πριν κάποιους μήνες: οι φρουροί της ορθοδοξίας θα ήταν παραπάνω από ευτυχείς εάν δεν άλλαζε απολύτως τίποτε στους κανόνες. Ωστόσο, πλέον διαγράφεται το επόμενο πεδίο αντιπαράθεσης σε μια συνεχιζόμενη ενδο-ευρωπαϊκή διαπάλη με στόχο μια ρεαλιστική αναδιάρθρωση των θεσμών της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Αυτή τη φορά, οι παρατάξεις δεν είναι μόνο ο Νότος εναντίον του Βορρά και οι χώρες της Συνοχής εναντίον των χωρών της Πειθαρχίας, αλλά και οι υπέρμαχοι μιας περισσότερο χαλαρής και ευέλικτης οικονομικής διακυβέρνησης εναντίον των θεματοφυλάκων της αυστηρότητας και του one-size-fits all, άλλως του pacta sunt servanda ή «οι κανόνες ισχύουν το ίδιο για όλους».

Δεν είναι δύσκολο να τοποθε-τήσει κανείς την Ελλάδα, μια χώρα ακόμα βαρύτατα τραυματισμένη οικονομικά και κοινωνικά από την περίοδο των μνημονίων, με ποσοστό χρέους πάνω από 200% επί του ΑΕΠ, με διαρθρωτικές παραγωγικές αδυναμίες και χωρίς δυνατότητα αυτοχρηματοδότησης, σε ένα από αυτά τα δύο στρατόπεδα.

Ο δημόσιος διάλογος έχει ήδη ξεκινήσει. Ένα πρώτο γενικό συμπέρασμα στο ο-ποίο φαίνεται να συμφωνούν οι περισσότεροι είναι ότι η δημοσιονομική πολιτική πρέπει στο εξής να απομακρυνθεί από τη λιτότητα και να προσανατολιστεί προς την ανάπτυξη, με το βάρος να πέφτει στην ενθάρρυνση των δημόσιων επενδύσεων, στο πλαίσιο της ενεργειακής και ψηφιακής μετάβασης -και αυτονομίας- της Ευρώπης.

Προς αυτήν την κατεύθυνση δείχνει να κλίνει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ειδικότερα δε, η πρόεδρός της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, χωρίς να απουσιάζουν και εντός της οι σκληρές φωνές που υπερασπίζονται την ορθόδοξη εφαρμογή των Κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας, όπως αυτή του αρμόδιου για τα δημοσιονομικά επιτρόπου (και αντιπροέδρου) Βάλντις Ντομπρόβσκις που παραμένει πρόθυμος να θέσει χώρες -συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ισπανίας, της Ελλάδας και του Βελγίου- στη «διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος».

Όσο για τις πιθανές μορφές που θα μπορούσε να πάρει ένα νέο, περισσότερο ευέλικτο και φιλοαναπτυξιακό δημοσιονομικό πλαίσιο για την ΕΕ, υπάρχουν διάφορες ενδιαφέρουσες ιδέες που στην πορεία θα μπορούσαν να σχηματίσουν ένα συγκροτημένο πακέτο προτάσεων. Πολλοί, για παράδειγμα, επισημαίνουν ότι, ενώ τα «επιτρεπτά» επίπεδα ελλείμματος και χρέους του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης ορίζονται στη Συνθήκη του Μάαστριχτ, πράγμα που καθιστά απίθανη την αναίρεση τους, τουλάχιστον επίσημα, ο ρυθμός με τον οποίο πρέπει να μειώνονται κάθε χρόνο στις περιπτώσεις υπέρβασης, καθώς και οι σχετικές διαδικασίες εποπτείας και επιβολής κυρώσεων δεν είναι.

Αυτό δίνει χώρο για ένα νέο, απλούστερο πλαίσιο που θα εξαιρούσε, μεταξύ άλλων, τις δημόσιες επενδύσεις σε δημόσια αγαθά υψηλής κοινωνικής σημασίας και σε τομείς υψηλής αναπτυξιακής αξίας από τους υπολογισμούς του ελλείμματος, μειώνοντας, συγχρόνως, τους στόχους μείωσης του χρέους κάθε έτος σε τέτοιο βαθμό και σε τέτοιο βάθος χρόνου, ώστε να μην προκαλεί πρόβλημα δημοσιονομικής στενότητας. Τέτοιες επενδύσεις θα ήταν, λόγου χάρη, αυτές στην υγεία, στην παιδεία και την έρευνα, στις στρατηγικές υποδομές, στα έξυπνα ενεργειακά δίκτυα, στο ευρυζωνικό διαδίκτυο υψηλών ταχυτήτων, στις δορυφορικές εφαρμογές και ούτω καθεξής.

Αυτό θα μπορού-σε να συνδυαστεί με μια περισσότερο αποκεντρωμένη δημοσιονομική διακυβέρνηση, η οποία θα επέτρεπε στις εθνικές πρωτεύουσες να σχεδιάσουν τη δική τους πορεία προσαρμογής, με την Επιτροπή να ασκεί τη γενική εποπτεία. Ο σκοπός ενός τέτοιου  σχήματος θα ήταν να δοθεί στις κυβερνήσεις περιθώριο μιας περισσότερο ευέλικτης ερμηνείας των σχετικών κανόνων, με βάση τις ιδιαιτερότητες, τις ανάγκες και τις συνθήκες της κάθε χώρας: one size does not fit all. Το μοντέλο κατάρτισης των εθνικών σχεδίων αξιοποίησης των πόρων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης δεν είναι άσχετο με αυτήν την ιδέα.

Ωστόσο, είναι κοινό μυστικό ότι οι ουσιαστικές διαπραγματεύσεις μεταξύ των κρατών-μελών και των θεσμικών οργάνων της ΕΕ δεν θα ξεκινήσουν πριν σχηματιστεί η νέα γερμανική κυβέρνηση. Αν υποθέσει κανείς ότι θα υπάρχει κυβερνητικός συνασπισμός στη Γερμανία μέχρι το τέλος του έτους, αυτό αφήνει περίπου τέσσερις μήνες για να επιτευχθεί συναίνεση σχετικά με το ποιοι θα είναι οι δημοσιονομικοί κανόνες της ΕΕ για το μέλλον, δεδομένου ότι μέχρι την Άνοιξη του 2022 θα πρέπει να έχουν ληφθεί οι αποφάσεις για τις δημοσιονομικές προοπτικές του 2023 -οπότε και λήγει η περίοδος εφαρμογής της γενικής ρήτρας διαφυγής. Κατά συνέπεια, η σύνθεση του γερμανικού κυβερνητικού συνασπισμού και το μοίρασμα των χαρτοφυλακίων μεταξύ των εταίρων θα παίξει πολύ σημαντικό ρόλο.

Δυστυχώς για την πλευρά της χαλάρωσης, της ευελιξίας και της δημοσιονομικής επέκτασης υπέρ της ανάπτυξης, η ανάδειξη των Γερμανών Φιλελευθέρων του FDP σε ρυθμιστές της διαδικασίας σύμπηξης κυβερνητικού συνασπισμού δεν είναι καλός οιωνός. Ο ηγέτης του FDP Κρίστιαν Λίντνερ εποφθαλμιά τη θέση του Υπουργού Οικονομικών, στην οποία θα αναδεικνυόταν στον καλύτερο συνεχιστή της κληρονομιάς του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε -και, πιθανότατα, ακόμα χειρότερα: είναι βέβαιο ότι η στάση ενός γερμανικού ομοσπονδιακού Υπουργείου Οικονομικών με επικεφαλής τον Λίντνερ θα ήταν τόσο σκληρή και άτεγκτη απέναντι στους «σπάταλους» του Νότου, ώστε να προκαλεί αισθήματα νοσταλγίας για… την Άνγκελα Μέρκελ.

Οι περισσότεροι αναλυτές συμφωνούν ότι το Σύμφωνο Σταθερότητας δεν θα εφαρμοστεί ξανά με τον μηχανικό τρόπο του παρελθόντος μετά το 2023, κι αυτό διότι η ιδέα να τεθεί η Γαλλία σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος ένα χρόνο μετά τη διεξαγωγή των γαλλικών προεδρικών εκλογών (ή και οποτεδήποτε) είναι εξαιρετικά απίθανη.

Ωστόσο, είναι προφανές ότι δεν είναι δυνατόν να κρέμεται ολόκληρη η ευρωπαϊκή οικονομική διακυβέρνηση κάτω από τέτοιες συγκυριακές καταστάσεις. Εξάλλου, μικρή παρηγοριά δίνει κάτι τέτοιο σε χώρες όπως η Ελλάδα, δεδομένου ότι, όπως απέδειξε η πρόσφατη ελληνική Ιστορία, πάντα μπορεί να βρεθεί εκείνη η μικρή και αδύναμη χώρα που θα τιμωρηθεί ανελέητα για τις «αμαρτίες» της, προκειμένου να δοθεί το παράδειγμα στους υπόλοιπους. Ούτε είναι μακροπρόθεσμα βιώσιμη λύση η διατήρηση τύποις εν ζωή ενός ρυθμιστικού πλαισίου εκτός εποχής και εκτός πραγματικότητας, μόνο και μόνο για να εξευμενιστούν οι Φειδωλοί του Βορρά, ενώ κάθε χώρα θα εφευρίσκει έξυπνους τρόπους για να το παρακάμπτει, χωρίς να «φαίνεται» ότι το παραβιάζει.

Αυτό που διακυβεύεται είναι εάν η ΕΕ θα διαθέτει στο άμεσο μέλλον ένα πλαίσιο δημοσιονομικών κανόνων σύγχρονο, ευέλικτο, δίκαιο και ευπροσάρμοστο ή εάν θα παραμείνει προσκολλημένη σε μια τελματώδη, μονολιθική κατάσταση που απλώς θα συνεχίσει να δημιουργεί τριβές και κρίσεις μεταξύ των κρατών-μελών της, έως την τελική της πτώση.

*O Γιάννης Γούναρης είναι δικηγόρος, LLM London School of Economics, Διδάκτορας Νομικής ΕΚΠΑ

Πηγή: Ινστιτούτο ΕΝΑ