Tο δικό μου ακριβοενφιαπληρωμένο σπίτι, είναι το «κλασικό μιας μεσοαστικής ελληνικής οικογένειας». Φυσικά, δεν έχει χρυσάφια και ροκοκό επίπλωση, πολυελαίους τύπου… ιεράς μητροπόλεως, κρύσταλλα βοημίας και πορσελάνες, μέρος από την εθνική πινακοθήκη στους τοίχους του σαλονιού και τζάκι ικανό να χωρέσει όλο τον εθνικό δρυμό, σε ένα άναμμα.

Ads

Το μεσοαστικό μου σπίτι, έχει άδειο ψυγείο, κρύα καλοριφέρ κι ένα πάκο λογαριασμούς στο τραπεζάκι του χωλ. Από κάτω, χάσκουν ατάιστες δυο λαγουδοπαντοφλίτσες που περιμένουν να ζεστάνουν τα ταλαιπωρημένα επί οκτάωρο πόδια μου, στο πηγαινέλα μιας κακοπληρωμένης (ή και συχνά απλήρωτης) δουλειάς. Η αρμαθιά με τα κλειδιά, δεν αφήνεται «πρώτη-φορά-αριστερά» του μπολ με τη νουαζέτα, αλλά δίπλα σε ένα μεγάλο κουτί που πετιούνται χύμα οι αποδείξεις από το σούπερ μάρκετ που ρουφά σα καμινάδα τζακιού όλο το πενιχρό περιεχόμενο του πορτοφολιού.

Στο σπίτι μου, δεν υπάρχει η ξανθιά bimbo που το παίζει μικραστική «σύζυγος» και «μάνα» με οξυζεναρισμένο μαλλί, 12ποντη γόβα πανακρίβου και πόντο στο καλσόν, να ποζάρει με υαλουρονικό χαμόγελο δίπλα στην ταριχευμένη γριά-Πατούλαινα με το φούξια μεταξωτό φουλάρι. Είμαστε φύσει-θέσει και αντίληψη, μελαχρινές. Η μάνα, μέσα στην παμπάλαια ρόμπα της, βογκά ολημερίς για την αρθρίτιδά της… Τα φάρμακα-που-πίνει-με-τις-χούφτες- και-ο-πόνος-δεν-περνά, τα λεφτά που δε φτάνουν ούτε για να αγοράσει δεύτερο νυχτικό και ζεστές παντόφλες… Τη ρημαδοτηλεόραση που όλο τον ντολμαδοπαρασκευαστή δείχνει ή μπράτσα τίγκα στα τατουάζ να μαγειρεύουν ολημερίς κάτι γκουρμεδιές, που για να αγοράσει τα μισά –έστω- υλικά θα χρειαζόταν δύο βασικές συντάξεις και πέντε επικουρικές. 

Το παιδί, αγωνιά σκιαγμένο από την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα μας κι αναρωτιέται σε ποιάς γης την άκρη θα καταλήξει, ως σύγχρονο πτυχιούχο μεταναστάκι. Και το μόνο χρυσό που θα βρεί κανείς, όσο κι αν ψάξει, στο «κλασικό μεσοαστικό μας ελληνικό σπίτι» είναι δυο παλιές «γέφυρες» στα δόντια της γιαγιάς και κάτι ξεχασμένες βέρες…

Ads

Κάποτε, ήταν η ροζ βίλα της Αγράμπελης που προκαλούσε το μέσο Έλληνα πολίτη κι ας μη διαβιούσε -ακόμη- σε συνθήκες οικονομικής κρίσης. Κι ας μην έτρωγε από σκουπίδια, ούτε συνωστιζόταν σε κοινωνικά παντοπωλεία για δυο δέματα ρύζι και μακαρόνια. Ας μην αυτοκτονούσε υπό το βάρος των δυσβάσταχτων οικονομικών υποχρεώσεων, ή μετανάστευε στην αλλοδαπή για την εξασφάλιση της πολυπόθητης εργασίας. Ας μην κατέβαζε ρολά στη μικρομεσαία επιχείρησή του ή άφηνε «κόκκινα» τα δάνεια, με ρίσκο να αφήσει άστεγη την οικογένειά του…

Σήμερα, που ο κόσμος στην πλειοψηφία του βοά και βογκά, δεν έχει να ζήσει και σκέφτεται ως και το δίευρο, τα «χρυσόσπιτα» των αρεστών αιρετών δεν αποτελούν απλά μια ακόμη πρόκληση. Είναι θράσος!

Γιατί, στο δικό μου και στο δικό σας «μεσοαστικό ελληνικό σπίτι» το μόνο χρυσό εν αφθονία, είναι αυτό στις καρδιές… Εκείνες, που ακόμη χτυπούν αλληλέγγυες προς τον διπλανό, τον παραδίπλα, τους άστεγους και τους σκιαγμένους, τους πρόσφυγες εκ πολέμου και εμάς τους ίδιους, ως πρόσφυγες στο δικό μας τόπο….

* H κ. Μαργαρίτα Ικαρίου είναι δημοσιογράφος